ΑΠΟΦΑΣΗ
Y.B. κατά Ρωσίας της 20.07.2021 (αρ. προσφ. 71155/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο καταδικαστικής ποινικής απόφασης. Παράταση προθεσμίας άσκησης έφεσης και έλλειψη αιτιολογίας απόρριψης σχετικού αιτήματος.
Ο προσφεύγων καταδικάστηκε σε 15 χρόνια κάθειρξη για παράνομη διανομή πορνογραφικού υλικού και κακοποίηση ανηλίκων. Δεν άσκηση εμπρόθεσμα έφεση αλλά ζήτησε παράταση της προθεσμίας άσκησης έφεσης επικαλούμενος δικαιολογητικό λόγο για την παράταση. Το αίτημά του απορρίφθηκε ερήμην του χωρίς επαρκή αιτιολογία. Άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση του άρθρου 2 του 7ου Πρωτοκόλλου.
Το Στρασβούργο επανέλαβε ότι περιορισμοί που περιέχονται στην εθνική νομοθεσία σχετικά με το δικαίωμα επανεξέτασης στις ποινικές δίκες που αναφέρεται στην εν λόγω διάταξη πρέπει, κατ’ αναλογία με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο που περιλαμβάνεται στο άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, να επιδιώκουν θεμιτό σκοπό και να μην παραβιάζουν τον ίδιο τον πυρήνα του δικαιώματος.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το καθ’ού κράτος, προέβλεπε στην νομοθεσία του τρεις περιπτώσεις άσκησης έφεσης κατά καταδικαστικής απόφασης. Κατά γενικό κανόνα, μπορούσε να ασκηθεί έφεση εντός 10 ημερών από την έκδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης, εάν όμως είχε παρέλθει αυτή η προθεσμία ο κατηγορούμενος μπορούσε να παρουσιαστεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ζητώντας την ακύρωση της απόφασης με εκπρόθεσμη έφεση. Επίσης μπορούσε να ζητήσει νέα προθεσμία για άσκηση έφεσης, εάν η παράταση της προθεσμίας ήταν δικαιολογημένη. Ο προσφεύγων επέλεξε την τελευταία περίπτωση.
Στην υπό κρίση περίπτωση το Στρασβούργο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων ζήτησε παράταση της προθεσμίας για την άσκηση της έφεσης χωρίς να παρουσιαστεί με φυσική παρουσία ενώπιον του δικαστηρίου. Το εγχώριο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του χωρίς να εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση, όπως απαιτείται από το νόμο. Έτσι ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να επανεξεταστεί η ποινική του υπόθεση σε δεύτερο βαθμό.
Το ΕΔΔΑ έκρινε κατά πλειοψηφία ότι ο προσφεύγων στερήθηκε τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματός του σε διπλό βαθμό δικαιοδοσίας σε θέματα ποινικού δικαίου με αποτελεσματικό τρόπο και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 του 7ου Πρωτοκόλλου.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 2 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Y.B. είναι Γάλλος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1978 και ζει στη Γαλλία.
Η υπόθεση αφορούσε την καταγγελία του ότι δεν μπόρεσε να ασκήσει έφεση κατά της καταδικαστικής του απόφασης στη Ρωσία για παράνομη διανομή πορνογραφίας και παιδικής πορνογραφίας και για κακοποίηση ανηλίκων. Καταδικάστηκε ερήμην σε 15 χρόνια κάθειρξη.
Με βάση το άρθρο 2 του 7ου Πρωτοκόλλου (δικαίωμα σε διπλό βαθμό δικαιοδοσίας σε θέματα ποινικού δικαίου) της Σύμβασης, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι τα ρωσικά δικαστήρια αρνήθηκαν να αποδεχτούν και να εξετάσουν το αίτημά του για παράταση προθεσμίας άσκησης έφεσης, ώστε να επανεξεταστεί η ποινική του υπόθεση, όπου πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε 15 χρόνια κάθειρξη.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι τα συμβαλλόμενα κράτη καταρχήν απολαμβάνουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης για τον καθορισμό του τρόπου άσκησης του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το άρθρο 2 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Επομένως, η επανεξέταση από ένα ανώτερο δικαστήριο μιας καταδικαστικής απόφασης μπορεί να αφορά τόσο πραγματικά όσο και νομικά ζητήματα ή να περιορίζεται αποκλειστικά σε νομικά ζητήματα. Επιπλέον, σε ορισμένες χώρες, ο κατηγορούμενος που επιθυμεί να ασκήσει έφεση ενδέχεται μερικές φορές να κληθεί να λάβει άδεια για να το πράξει. Ωστόσο, τυχόν περιορισμοί που περιέχονται στην εθνική νομοθεσία σχετικά με το δικαίωμα επανεξέτασης που αναφέρεται στην εν λόγω διάταξη πρέπει, κατ’ αναλογία με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο που περιλαμβάνεται στο άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης, να επιδιώκουν θεμιτό σκοπό και να μην παραβιάζουν την ίδια την ουσία του δικαιώματος αυτού.
Το Δικαστήριο επανέλαβε περαιτέρω ότι εναπόκειται κυρίως στις εθνικές αρχές, ιδίως στα δικαστήρια, να επιλύσουν προβλήματα ερμηνείας της εσωτερικής νομοθεσίας. Εκτός εάν η ερμηνεία είναι αυθαίρετη ή προφανώς παράλογη, ο ρόλος του Δικαστηρίου περιορίζεται στην εξακρίβωση του κατά πόσον τα αποτελέσματα της ερμηνείας είναι συμβατά με την ΕΣΔΑ. Ωστόσο, οι αρχές θα πρέπει να σέβονται και να εφαρμόζουν την εσωτερική νομοθεσία με προβλέψιμο και συνεπή τρόπο. Σε περιπτώσεις που αφορούν την πρόσβαση στο δικαστήριο, μπορεί να εναπόκειται στο Δικαστήριο να καθορίσει, ιδίως, εάν ο προσφεύγων ήταν σε θέση να βασιστεί σε ένα ανακριτικό σύστημα που επέτυχε μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων των αρχών και των δικών του συμφερόντων
Όσον αφορά το ρωσικό εθνικό δίκαιο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι παρέχει σε έναν κατηγορούμενο τρεις τρόπους, όσον αφορά τη δυνατότητα αμφισβήτησης της καταδικαστικής απόφασης. Κατά γενικό κανόνα, ήταν δυνατόν να ασκηθεί έφεση κατά της απόφασης εντός 10 ημερών από την έκδοση της απόφασης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επιπλέον, όταν παρέλθει το όριο των δέκα ημερών και η απόφαση καταστεί τελεσίδικη, ο κατηγορούμενος μπορεί είτε να παρουσιαστεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ζητώντας την ακύρωση της απόφασης με εκπρόθεσμη έφεση ή να ζητήσει νέα προθεσμία για άσκηση έφεσης, εάν θεωρήσει ότι αυτή η παράταση της προθεσμίας είναι δικαιολογημένη. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο νόμος δεν απαιτεί από τον κατηγορούμενο να παρουσιαστεί αυτοπροσώπως για να υποβάλει τέτοια αίτηση. Το αρμόδιο δικαστήριο πρέπει να πραγματοποιήσει ακρόαση για το ζήτημα και να εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση η οποία μπορεί να προσβληθεί.
Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων επέλεξε την τρίτη δικονομική δυνατότητα. Επέλεξε να υποβάλει αίτηση για παράταση της προθεσμίας για την έφεση χωρίς να παρουσιαστεί ενώπιον του δικαστηρίου. Ως απάντηση, ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημά του σημειώνοντας, σε μία μη διαδικαστική επιστολή, ότι η ερήμην καταδίκη δεν ήταν επιδεκτική έφεσης. Δεν πραγματοποιήθηκε ακρόαση. Ούτε ο Πρόεδρος εξέδωσε αιτιολογημένη απόφαση για το θέμα, όπως απαιτείται από το νόμο.
Το Δικαστήριο επανέλαβε στο πλαίσιο αυτό, ότι είναι κεφαλαιώδους σημασίας να εμφανίζεται ο κατηγορούμενος αυτοπροσώπως στην ποινική διαδικασία και ότι ο νομοθέτης πρέπει, κατά συνέπεια, να μπορεί να αποθαρρύνει αδικαιολόγητες απουσίες. Ωστόσο, δεν παρέβλεψε ότι η εθνική νομοθεσία προέβλεπε σαφώς το δικαίωμα υποβολής αίτησης για παράταση της προθεσμίας για έφεση κατά καταδικαστικής ερήμην απόφασης και δεν απαιτούσε τη φυσική παρουσία του εκκαλούντος για την εξέταση αυτού του αιτήματος, ανεξάρτητα από την υποχρέωση του κατηγορουμένου να είναι τελικά φυσικά παρών στη δίκη για την εξέταση της ουσίας των κατηγοριών που του απαγγέλθηκαν μόλις παραταθεί η προθεσμία για την έφεση.
Δεδομένου ότι ο προσφεύγων στερήθηκε τη δυνατότητα ακρόασης – ακόμη και ερήμην του – κατόπιν αιτήματός του για παράταση της προθεσμίας για την έφεση, φαίνεται ότι η απόρριψη του σχετικού αιτήματος, του στέρησε τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματός του σε διπλό βαθμό δικαιοδοσίας σε θέματα ποινικού δικαίου με αποτελεσματικό τρόπο.
Κατά συνέπεια, το δικαστήριο έκρινε με πλειοψηφία 6 ψήφων υπέρ έναντι 1 κατά, ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος σε επανεξέταση από ανώτερο δικαστήριο ποινικής καταδικαστικής απόφασης (άρθρο 2 του 7ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης).
Δίκαιη ικανοποίηση : Το ΕΔΔΑ έκρινε κατά πλειοψηφία (6:1) ότι η αναγνώριση της παραβίασης συνιστούσε επαρκή ικανοποίηση για τον προσφεύγοντα. Επιδίκασε ποσό 2.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).