Αθέτηση από την τράπεζα του καθήκοντος διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης του πελάτη αυτής, αναφορικά με την ασφάλεια του επενδυθέντος κεφαλαίου του
Ο Άρειος Πάγος απέρριψε αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης Εφετείου, σύμφωνα με την οποία στοιχειοθετείται αδικοπρακτική ευθύνη και αξίωση αποζημίωσης κατά της αναιρεσείουσας τραπεζικής εταιρείας. Πιο συγκεκριμένα, υπάλληλος της τράπεζας, υπό τις εντολές και οδηγίες της τελευταίας, τελώντας σε σχέση πρόστησης με αυτή και λειτουργώντας στο πλαίσιο των καθηκόντων του, δεν προσέφερε στον αναιρεσίβλητο επαρκή, σαφή και ειδική, για το είδος των συνθέτων ομολόγων (perpetual bonds) πληροφόρηση, αναγκαία για τα προταθέντα σε αυτόν επενδυτικά προϊόντα, αλλά, αντιθέτως, του παρείχε ανεπαρκή και παραπλανητική πληροφόρηση, σχετικά με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων και τον επενδυτικό κίνδυνο που αναλάμβανε.
Η παράβαση των εκ του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ. υποχρεώσεων της αναιρεσείουσας, σε συνδυασμό με τα άρθρα 914, 922, 281, 288, 297 και 298 του ΑΚ, στοιχειοθετεί την αμελή συμπεριφορά της προστηθείσης υπαλλήλου της, η οποία συνιστά παρανομία και η οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν πράγματι πρόσφορη να προκαλέσει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, το οποίο και προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, προτείνοντας σε αυτόν την αγορά των επιδίκων ομολόγων και, στη συνέχεια, διενεργώντας για λογαριασμό του τις επίμαχες αγοραπωλησίες.
Με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας Τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνει το προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, ή αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση των διατάξεων του εν λόγω Κανονισμού συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διάταξης του άρ. 914 του ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα Τράπεζα σε αποζημίωση.
Περαιτέρω, κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, τα λεγόμενα “perpetual bonds”, δηλαδή “ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας”, άλλως, “διηνεκή” ή “αιώνια” ή “αόριστης διάρκειας”, δεν είναι απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, συνεπώς οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους.
Επ’ αυτών και επί όλων των σύνθετων τραπεζικών προϊόντων εφαρμόζεται επιπλέον και η υπ’ αριμ. 2501/31.10.2002 Πράξη του Διοικητή της ΤτΕ (ΦΕΚ Α’, 277), βάσει της οποίας η ενημέρωση των συναλλασσομένων, οποιασδήποτε προέλευσης και βαθμού εμπειρίας, πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές επί συνθέτων ομολόγων πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά, καθώς και η κατανόηση των πιθανών ειδικά ισχυόντων για αυτά κινδύνων και της αναμενόμενης απόδοσης τους.
Βάσει των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, αποδείχθηκε ότι και οι τρεις επενδυτικές επιλογές του εφεσίβλητου καθίσταντο πολύπλοκες, εμπεριέχοντας, συγχρόνως, υψηλό οικονομικό κίνδυνο.
Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση διαπίστωσε πως ο χαρακτηρισμός , από την εταιρεία του επενδυτικού προφίλ του αναιρεσίβλητου ως αναπτυξιακού δεν καθίσταται ασφαλές κριτήριο για τη διαπίστωση τόσο της γνώσης εκ μέρους του επενδυτή των κινδύνων που εμπεριείχαν τα τραπεζικά προϊόντα, στα οποία είχε επενδύσει, όσο και της πρόθεσής του να τοποθετήσει το κεφάλαιό του σε επενδύσεις με υψηλό κίνδυνο. Και τούτο διότι, ο αναιρεσίβλητος θεωρούσε ότι η επένδυση του κεφαλαίου του αφορούσε σε βασικά και όχι σε σύνθετα προϊόντα, δίχως, ωστόσο, η πεποίθηση του αυτή να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ενώ, επιπλέον, αποσκοπούσε σε χρονικό ορίζοντα επένδυσης από 2 έως 5 έτη μην επιθυμώντας τη δέσμευση των επενδύσεών του για εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η τράπεζα μέσω των εξειδικευμένων υπαλλήλων της, ήταν σε θέση η ίδια να διαμορφώσει το περιεχόμενο όσων επιλογών εμφανιζόταν να επιχειρούνται από τον αναιρεσίβλητο, δίχως να παρέχει σε αυτόν, κατά τρόπο κατανοητό για τον ίδιο, όσες πληροφορίες θα του ήταν απαραίτητες, ώστε να αποφασίσει αν θα αποδεχθεί ή θα απορρίψει την προτεινόμενη σε αυτόν επένδυση. Εξάλλου, όσο έμπειρος και αν θεωρηθεί ο επενδυτής, το δικαστήριο τόνισε ότι η αναιρεσείουσα διαθέτει πολύ πιο εξειδικευμένες γνώσεις, σχετικά με τα σύνθετα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τις αντίστοιχες συναλλαγές, με αποτέλεσμα οι συμβουλές της τελευταίας να είναι άκρως απαραίτητες για τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς του επενδυτή, ο οποίος, με τη σειρά του, βασίζεται στην παροχή υπεύθυνης πληροφόρησης εκ μέρους της τράπεζας.
Ενόψει των ανωτέρω, καταδείχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος ουδόλως γνώριζε την ιδιότητα των ομολόγων, καθώς επίσης και τη βαθμίδα του επενδυτικού κινδύνου αυτών. Σε κάθε περίπτωση, εάν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της τραπεζικής εταιρείας είχαν παραδώσει σε αυτόν εγγράφως τα ενημερωτικά δελτία των εκδοτριών εταιρειών, μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα, επιχειρώντας, συγχρόνως, να του αναπτύξουν προφορικά τις έννοιες αυτού, όπως επίσης να του διευκρινίσουν το περιεχόμενο της συναλλακτικής σχέσης που περιγράφεται στο έγγραφο αυτό, καθίσταται βέβαιο ότι θα είχε αρνηθεί να επιχειρήσει τις προτεινόμενες σε αυτόν τοποθετήσεις του κεφαλαίου του.
Αποδείχθηκε, λοιπόν, ότι η τράπεζα παρέλειψε, ενώ υποχρεούνταν προς τούτο, να ενημερώσει τον αναιρεσίβλητο σχετικά με τα χαρακτηριστικά των επενδύσεων, που υπέδειξε σε αυτούς να επιχειρήσουν, με αποτέλεσμα ο συγκεκριμένος επενδυτής να μην έχει κατανοήσει, τουλάχιστον, τον κίνδυνο να υποστεί απώλεια του κεφαλαίου του, ο οποίος, όπως καταδείχθηκε, συνδεόταν βάσιμα με τις επενδυτικές επιλογές εκ μέρους τους. Από τη συμπεριφορά αυτή της τράπεζας, που συνίσταται στην αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης του πελάτη αυτής, αναφορικά με την ασφάλεια του επενδυθέντος κεφαλαίου του, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ σε συνδυασμό με το Ν.2396/1996, προκύπτει υπαίτια πλημμελής εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτής, που απορρέουν από τις συναφθείσες συμβάσεις.
Περαιτέρω, ο αναιρεσίβλητος, ο οποίος ενεργούσε ως ιδιώτης και όχι ως επαγγελματίας και διέθετε ως αποδέκτης του αγαθού, ερασιτεχνική ιδιότητα ως προς τις συγκεκριμένες συναλλαγές, οι οποίες καθίστανται ιδιαίτερα δυσχερείς στη σύλληψη και λειτουργία τους, κρίθηκε ότι υπάγεται στην έννοια του καταναλωτή και πρέπει να τύχει προστασίας του Ν.2251/1994, καθώς δεν υπερβαίνει το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δεδομένου ότι ούτε το ποσό, το οποίο επένδυσε, ήταν τόσο υψηλό, ούτε αποδεικνύεται συστηματική ενασχόλησή του με έτερα προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, ούτε άλλωστε, διέθετε υπερβαίνουσα το μέσο όρο του καταναλωτή, με τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, γνώση και εμπειρία από τέτοιου είδους συναλλαγές. Το γεγονός αυτό καθιστά την παραπάνω συμπεριφορά της τράπεζας και παράβαση του ανωτέρω Νόμου περί απαγόρευσης αθέμιτων εμπορικών πρακτικών.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: Η παράβαση των εκ του ανωτέρω κώδικα υποχρεώσεων της αναιρεσείουσας στοιχειοθετεί την αμελή συμπεριφορά της προστηθείσης υπαλλήλου της, η οποία συνιστά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη σχετική νομική σκέψη, παρανομία και η οποία (αμελής συμπεριφορά), κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν πράγματι πρόσφορη να προκαλέσει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, το οποίο και (κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης) προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, προτείνοντας σε αυτόν την αγορά των επιδίκων ομολόγων και, στη συνέχεια, διενεργώντας για λογαριασμό του τις επίμαχες αγοραπωλησίες, προσδιορίζεται δε με διέλαβε στην απόφαση του επαρκείς, σαφείς και όχι αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της αιτιώδους συνάφειας, μεταξύ της υπαίτιας και παράνομης σαφήνεια και το ύψος της θετικής ζημίας του αναιρεσιβλήτου. Εξάλλου, έτσι που έκρινε το Εφετείο, αναφορικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων ιδρύσεως ευθύνης της αναιρεσείουσας προς αποζημίωση του αναιρεσιβλήτου, λόγω αδικοπραξίας διέλαβε στην απόφαση του επαρκείς, σαφείς και όχι αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της αιτιώδους συνάφειας, μεταξύ υπαίτιας και παράνομης έκρινε το Εφετείο, αναφορικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων ιδρύσεως ευθύνης της αναιρεσείουσας προς αποζημίωση του αναιρεσιβλήτου, λόγω αδικοπραξίας, συμπεριφοράς της προστηθείσης υπαλλήλου της αναιρεσείουσας και της προκληθείσας από αυτήν ζημίας του αναιρεσιβλήτου και του προσδιορισμού τους ύψους της. Ειδικότερα, η προσβαλλομένη απόφαση διαλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της όλα τα αναγκαία περιστατικά που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές ως άνω αποδεικτικό της πόρισμα και δη προσδιορίζει με σαφήνεια και πληρότητα τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η συγκεκριμένη (και αναλυτικώς πιο πάνω αναφερομένη) αμελής συμπεριφορά της προστηθείσης υπαλλήλου της αναιρεσείουσας, κατά παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, η οποία συνιστά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη σχετική νομική σκέψη, παρανομία και η οποία (αμελής συμπεριφορά) κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ήταν πράγματι πρόσφορη να προκαλέσει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, το οποίο και (κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλομένης) προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται δε με σαφήνεια και το ύψος της θετικής ζημίας του αναιρεσιβλήτου, η οποία συνίσταται, όπως από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, στην αδυναμία του να εισπράξει, για τους προεκτεθέντες λόγους που αφορούν τη φύση των επιδίκων επενδυτικών προϊόντων, το επενδεδυμένο κεφάλαιο του, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά και την εξαγορά από την αναιρεσείουσα μέρους των ενδίκων προϊόντων. Δεν ήταν δε αναγκαία, για την πληρότητα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αναφορικά με τα ως άνω ουσιώδη ζητήματα η παράθεση και άλλων αιτιολογιών. Ειδικότερα σε ότι αφορά τη συνδέουσα, κατά το άρθρο 922 ΑΚ, την παραπάνω υπάλληλο ως προστηθείσα και την αναιρεσείουσα Τράπεζα ως προστήσασα, σχέση πρόστησης, με σαφήνεια και πληρότητα το Εφετείο καταλήγει στο αποδεικτικό του πόρισμα ως προς το ζήτημα αυτό, με τις παραδοχές ότι: α) η τέλεση της άδικης και υπαίτιας από αμέλεια πράξης της υπαλλήλου της αναιρεσείουσας κατέστη δυνατή ακριβώς λόγω της ως άνω ιδιότητας αυτής ως “dealer” στα πλαίσια της παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών που είχαν ανατεθεί σ’ αυτήν και αποσκοπούσε στη διεκπεραίωση υποθέσεων της Τράπεζας και δη στην προώθηση επενδυτικών προϊόντων προς εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων της, β) η τελεσθείσα αδικοπραξία τελούσε σε εσωτερική συνάφεια με τα υπαλληλικά καθήκοντα, που της είχαν ανατεθεί, με την έννοια ότι δεν αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της, προκύπτει αναμφιβόλως η λήψη υπόψη του αποδεικτικού αυτού μέσου (ΑΠ 1202/2008). Δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νομίμως οι διάδικοι (ΑΠ 367/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αποδίδεται από την αναιρεσείουσα στην προσβαλλομένη απόφαση η εκ του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το I Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, το προσκομισθέν με επίκληση υπ’ αριθ.2602/5-7-2001 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της τέως Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος, με το οποίο επικυρώθηκε ο κανονισμός λειτουργίας της Διεύθυνσης Διαχείρισης Διαθεσίμων της Τράπεζας και επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς που αυτή προέβαλε και συγκεκριμένα ότι η υπάλληλος Ειρήνη Παπαδοπούλου δεν ήταν εξουσιοδοτημένη να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες και ότι ως “dealer” δεν μπορούσε να επικοινωνεί απευθείας με τους πελάτες μόνες δε αρμόδιες μονάδες για επαφή με αυτούς ήταν τα καταστήματα της Τράπεζας. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, ρητά μνημονεύει ότι για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος το Εφετείο έλαβε υπόψη του, εκτός των άλλων αποδεικτικών μέσων, και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα. Μεταξύ δε των εγγράφων αυτών είναι και το υπ’ αριθ. ./5-7-2001 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της τέως Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος. Από τη μη ειδική μνεία του ως άνω εγγράφου και τη μη αντίκρουση του περιεχομένου αυτού, στοιχεία στα οποία η αναιρεσείουσα στηρίζει τον ισχυρισμό της, ότι δεν λήφθηκε υπόψη αυτό από το δικαστήριο, δεν δημιουργείται αμφιβολία περί της λήψεως υπόψη και του εν λόγω εγγράφου, πλην όμως, κατέληξε σε αντίθετο με τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας αποδεικτικό πόρισμα, συνεκτιμώντας αυτό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, που μνημονεύονται στην προσβαλλομένη απόφαση. Κατόπιν τούτων, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση εδώ.