ΑΠΟΦΑΣΗ
Dodoja κατά Κροατίας της 24.06.2021 (αρ. προσφ. 53587/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Καταδίκη κατηγορουμένου που στηρίχθηκε σε προανακριτική κατάθεση συγκατηγορουμένου του που δεν προσήλθε στο ακροατήριο. Αποδεικτικά στοιχεία, αντισταθμιστικοί παράγοντες. Αυστηρότητα ποινής και δίκαιη δίκη.
Ο προσφεύγων ομολόγησε την ενοχή του για διακίνηση ναρκωτικών όχι όμως στο εύρος για το οποίο καταδικάστηκε. Το δικαστήριο στήριξε αιτιολόγησε την καταδίκη και την επιμέτρηση της ποινής στην προανακριτική κατάθεση του συγκατηγορούμενου του, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο και δεν μπόρεσε ο προσφεύγων να τον εξετάσει.
Το Στρασβούργο επισήμανε τις αρχές που εξετάζει σχετικά για την αποδοχή προδικαστικών μαρτυρικών καταθέσεων απολιπομένων μαρτύρων: α) εάν υπάρχει επαρκής αιτιολογία για τη μη παρουσία του μάρτυρα, β) εάν η κατάθεση του απουσιάζοντος μάρτυρα ήταν η μοναδική ή αποφασιστική βάση για την καταδίκη και γ) εάν υφίστανται επαρκείς παράγοντες εξισορρόπησης. Το ΕΔΔΑ τόνισε ότι οι αρχές αυτές εφαρμόζονται και στην περίπτωση που σχετίζονται όχι με την ενοχή, άλλα και με το ύψος της ποινής.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων καταδικάστηκε και του επιβλήθηκε αυστηρότερη ποινή, δυνάμει της προανακριτικής κατάθεσης συγκατηγορούμενου που απουσίασε από τη δίκη, και τον οποίο ο προσφεύγων δεν μπόρεσε ποτέ να εξετάσει. Επίσης διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν αντισταθμιστικοί παράγοντες γιατί όταν ο συνήγορος του κατηγορούμενου, ζήτησε τη λήψη περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων ικανών να αποδείξουν ή να διαψεύσουν την ενοχή του προσφεύγοντος ή το περιεχόμενο των πραγματικών τηλεφωνικών συνομιλιών των συγκατηγορουμένων, το δικαστήριο αρνήθηκε το αίτημα.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι τα υπερασπιστικά δικαιώματα του προσφεύγοντος είχαν μειωθεί και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (δ) της ΕΣΔΑ και επιδίκασε ποσό 1.500 ευρώ για ηθική βλάβη και ποσό 2.000 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 § 1
Άρθρο 6 § 3 (δ)
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Sini Sa Dodoja είναι Κροάτης υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1963 και ζει στο Σπλιτ.
Η υπόθεση αφορούσε τη δίκη του προσφεύγοντος για διακίνηση ναρκωτικών ουσιών.
Το 2004 και το 2005 η αστυνομία διενήργησε ποινική έρευνα σχετικά με αρκετά άτομα με την κατηγορία ότι διενεργούσαν εμπόριο ηρωίνης. Χρησιμοποίησαν μυστικά μέσα παρακολούθησης εναντίον ορισμένων από τους υπόπτους, συμπεριλαμβανομένης της άρσης τηλεφωνικού απορρήτου και της χρήσης μυστικών αστυνομικών.
Στις 18.10.2005, η αστυνομία υπέβαλε αναφορά στο Γραφείο Καταστολής της Διαφθοράς και του Οργανωμένου Εγκλήματος (Ured za suzbijanje korupcije iorganiranog kriminaliteta, εφεξής «εισαγγελία») εναντίον 16 ατόμων, συμπεριλαμβανομένου του προσφεύγοντος, του V.N. και του S.B., για παραβίαση του νόμου περί ναρκωτικών.
Την ίδια ημέρα, η εισαγγελία διέταξε Ανάκριση από το Επαρχιακό Δικαστήριο του Ζάγκρεμπ (Županijski sud u Zagrebu) εναντίον των κατηγορουμένων. Ο ανακριτής ανέκρινε τον S.B., ο οποίος αρνήθηκε να απολογηθεί δηλώνοντας ότι εμμένει στην προανακριτική κατάθεσή του που είχε δώσει στην αστυνομία παρουσία του δικηγόρου του.
Στις 19.10.2005, ο ανακριτής ανέκρινε τον προσφεύγοντα, ο οποίος αρνήθηκε να απολογηθεί.
Την ίδια ημέρα ο ανακριτής εξέδωσε διάταξη σχετικά με διεξαγωγή έρευνας και για προσωρινή κράτηση εναντίον του προσφεύγοντος, του S.B. και 12 άλλων ατόμων.
Στις 12.04.2006, η Εισαγγελία άσκησε ποινική δίωξη εναντίον των S.B., V.N., του προσφεύγοντος και 12 άλλων λόγω εύλογης υπόνοιας ότι διέπραξαν το ποινικό αδίκημα της διακίνησης ναρκωτικών.
Ο προσφεύγων εμφανίστηκε στο δικαστήριο στις 26.10.2010. Ομολόγησε ότι τον Σεπτέμβριο του 2005 είχε επικοινωνήσει με τον S.B. με σκοπό την πώληση ηρωίνης. Βοήθησε τον S.B. να πουλήσει τρία κιλά ηρωίνης σε έναν φίλο, εξασφαλίζοντας την πληρωμή του S.B. Στη συνέχεια, το δικαστήριο ανέγνωσε την κατάθεση του S.B. η οποία είχε δοθεί στην αστυνομική προανάκριση.
Με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου του Ζάγκρεμπ της 02.11.2010, ο προσφεύγων κρίθηκε ένοχος για διακίνηση ναρκωτικών σύμφωνα με το άρθρο 173 § 2 και 3 του Ποινικού Κώδικα και καταδικάστηκε σε οκτώ (8) χρόνια κάθειρξης.
Στηριζόμενος στο άρθρο 6 §§ 1 και 3 (δ) (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε ότι δεν του δόθηκε η ευκαιρία να εξετάσει τον συγκατηγορούμενό του που είχε καταθέσει εναντίον του προανακριτικά.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Σε αντίθεση με πολλές προηγούμενες περιπτώσεις απουσίας μαρτύρων, στην παρούσα υπόθεση ο προσφεύγων δεν αμφισβήτησε την ποινική του ευθύνη, αλλά παραπονέθηκε ότι είχε κατηγορηθεί και καταδικαστεί αυστηρότερα λόγω του μη ελέγχου της κατάθεσης του S.B. Με άλλα λόγια, δεν αμφισβήτησε τη συμμετοχή του στην παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, αλλά διαφώνησε με το εύρος των εγκληματικών δραστηριοτήτων για τις οποίες είχε καταδικαστεί και, κατά συνέπεια, την αυστηρότητα της ποινής που του επιβλήθηκε. Επομένως, το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει εάν οι αρχές που θεσπίστηκαν στη νομολογία του σχετικά με την αποδοχή μη διασταυρωμένων μαρτυρικών καταθέσεων σε ποινικές διαδικασίες ίσχυαν εξίσου στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, στις οποίες το αποτέλεσμα της διαδικασίας που καταγγέλθηκε με την προσφυγή δεν περιλαμβάνει την ενοχή ή αθωότητα ενός κατηγορουμένου, αλλά εστιάζεται στις πραγματικές περιστάσεις που σχετίζονται με την απόλυτη αυστηρότητα της ποινής του, δηλαδή:
(i) εάν υπήρχε δικαιολογητικός λόγος για τη μη παρουσία του μάρτυρα και, κατά συνέπεια, για την αποδοχή των μη διασταυρωμένων καταθέσεων του απουσιάζοντος μάρτυρα ως αποδεικτικό στοιχείο,
(ii) εάν τα αποδεικτικά στοιχεία του απολιπομένου μάρτυρα ήταν η μοναδική ή αποφασιστική βάση για την καταδίκη του κατηγορουμένου ή είχε σημαντική βαρύτητα και η παραδοχή του θα μπορούσε να έχει δυσχεράνει την υπεράσπιση, και
(iii) κατά πόσον υπήρχαν επαρκείς παράγοντες εξισορρόπησης, συμπεριλαμβανομένων ισχυρών διαδικαστικών διασφαλίσεων, για την αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων της υπεράσπισης ως αποτέλεσμα της αποδοχής των μη επιβεβαιωμένων αποδεικτικών στοιχείων και για να εξασφαλιστεί ότι η δίκη ήταν δίκαιη στο σύνολό της.
Δεδομένου ότι στην παρούσα υπόθεση η μαρτυρία του συγκατηγορουμένου SB θα μπορούσε να επηρεάσει την έκβαση της υπόθεσης του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο εξέτασε αν η αδυναμία αμφισβήτησης αυτού του μάρτυρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας επηρέασε την υπεράσπιση σε τέτοιο σημείο ώστε να καθίσταται όλη η δίκη μη δίκαιη:
(i) Εάν υπήρχε δικαιολογητικός λόγος να μην εξεταστεί ο S.B. παρουσία του προσφεύγοντος και του δικηγόρου του
Το Δικαστήριο δέχτηκε ότι υπήρχε δικαιολογητικός λόγος για το γεγονός ότι ο S.B. δεν εξετάστηκε στην ακροαματική διαδικασία. Ήταν φυγόδικος και δικάστηκε ερήμην.
(ii) Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που δόθηκαν από τον S.B. ήταν η μοναδική ή αποφασιστική βάση για την καταδίκη του προσφεύγοντος
Τα μέρη διαφώνησαν ως προς το κατά πόσον η μαρτυρία του συγκατηγορουμένου S.B. ήταν η μοναδική και αποφασιστική απόδειξη για την καταδίκη του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων ομολόγησε ότι είχε εμπλακεί σε παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, ενώ ο S.B. είχε ισχυριστεί ότι οι συναλλαγές με τα ναρκωτικά με τον προσφεύγοντα είχαν πραγματοποιηθεί μία ή δύο φορές το μήνα για περίοδο ενός έτους.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια έκριναν ότι υπήρξαν ορισμένα άλλα ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του προσφεύγοντος. Ειδικότερα, το δικαστήριο στηρίχθηκε σε πραγματογνωμοσύνη σχετικά με τις τηλεπικοινωνίες η οποία διαπίστωσε ότι, στο διάστημα από 14 Σεπτεμβρίου έως 6 Οκτωβρίου 2005, υπήρξαν πολλές τηλεφωνικές κλήσεις μεταξύ S.B. και του προσφεύγοντος. Στηρίχθηκε επίσης σε αντίγραφα των ηχογραφημένων τηλεφωνικών συνομιλιών μεταξύ του S.B. και V.N. από την οποία προέκυψε ότι οι δύο κατηγορούμενοι είχαν περισσότερες από μία συναλλαγές. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία ήταν μάλλον μη ενδεικτικά, καθώς κανένα από αυτά δεν απέδειξε πραγματικά ότι ο προσφεύγων είχε επαφή με τον S.B. για ένα ολόκληρο έτος, όπως ισχυρίστηκε ο τελευταίος.
Κατά συνέπεια, μολονότι η κατάθεση του SB ενδέχεται να μην ήταν η μοναδική ή αποφασιστική απόδειξη για την καταδίκη του προσφεύγοντος για το επίμαχο αδίκημα, το Δικαστήριο θεώρησε ότι είχε σημαντική βαρύτητα και ότι η παραδοχή του ενδέχεται να είχε δυσχεράνει την υπεράσπιση σε σημαντικό βαθμό.
(iii) Εάν υπήρχαν επαρκείς παράγοντες για την αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι στις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων δεν υπήρχε ένδειξη ότι εξέτασαν τις καταθέσεις του S.B. με ιδιαίτερη προσοχή, ή ότι το γεγονός ότι εξετάστηκε απουσία της υπεράσπισης ώθησε τα εθνικά δικαστήρια να αποδώσουν μικρότερο βάρος στη κατάθεση του. Αντίθετα, το δικαστήριο διενήργησε λεπτομερή αξιολόγηση των καταθέσεων του προσφεύγοντος και του V.N. ως ισότιμη με την εν μέρει διαφορετική κατάθεση του συγκατηγορουμένου S.B., αποδεχόμενη τελικά τα αποδεικτικά στοιχεία του τελευταίου ως αξιόπιστα.
Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του SB έφεραν σημαντικό βάρος στην εκτίμηση της ενοχής του προσφεύγοντος για ολόκληρη την επίδικη περίοδο, καθώς υπήρχαν ελάχιστα ή δεν καθόλου άμεσα αποδεικτικά στοιχεία για να ενοχοποιήσουν τον προσφεύγοντα για ολόκληρη την περίοδο για την οποία είχε καταδικαστεί. Απαιτούνταν επομένως, επαρκή στοιχεία για να αντισταθμιστούν οι παραπάνω δυσκολίες που προκλήθηκαν στην υπεράσπιση από την αποδοχή της κατάθεσης αυτής.
Συναφώς, το Δικαστήριο υποχρεωτικά παρατήρησε ότι, όταν ο δικηγόρος του προσφεύγοντος ζήτησε τη λήψη περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων ικανών να αποδείξουν ή να διαψεύσουν τις επαφές του προσφεύγοντος με τον S.B. πριν από τις 14 Σεπτεμβρίου 2005 ή το περιεχόμενο των πραγματικών τηλεφωνικών συνομιλιών τους, το δικαστήριο απέρριψε μια τέτοια πρόταση ως περιττή.
Τέλος, μολονότι ήταν αλήθεια ότι ο προσφεύγων είχε την ευκαιρία να δώσει τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα κατά τη διάρκεια της δίκης και ότι εκμεταλλεύτηκε αυτήν την ευκαιρία, το γεγονός αυτό και μόνο δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως επαρκής παράγοντας αντιστάθμισης του μειονεκτήματος της υπεράσπισης. Επιπλέον, το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων θα είχε κριθεί ένοχος βάσει της ομολογίας του και μόνο, δεν έχει σημασία, δεδομένου ότι αυτό που διακυβεύεται στην παρούσα υπόθεση είναι η αυστηρότητα της ποινής για το αδίκημα για την οποία καταδικάστηκε τελικά.
Για τους ανωτέρω λόγους, το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα μέτρα αντιστάθμισης που ελήφθησαν, εάν υπήρχαν, δεν επαρκούσαν για να επιτρέψουν μια δίκαιη και ορθή εκτίμηση της αξιοπιστίας των αποδεικτικών στοιχείων στην υπόθεση του προσφεύγοντος.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, και εξετάζοντας την ορθότητα της διαδικασίας στο σύνολό της, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, για την καταδίκη του προσφεύγοντος, το δικαστήριο στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στην προανακριτική κατάθεση του συγκατηγορούμενου του που απουσίασε από την ακροαματική διαδικασία, τον οποίο ο προσφεύγων δεν μπόρεσε ποτέ να εξετάσει, παρά το γεγονός ότι ήταν καθοριστικά τα αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του. Κατά συνέπεια, καταδικάστηκε για μια πιο διακεκριμένη μορφή του ποινικού αδικήματος και επιβλήθηκε σε αυστηρότερη ποινή βάσει αποδεικτικών στοιχείων για τα οποία είχαν περιοριστεί αισθητά τα δικαιώματα υπεράσπισής του.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (δ) της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση: το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 1.500 ευρώ για ηθική βλάβη και ποσό 2.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).