Αναβολή της έκδοσης οριστικής απόφασης προκειμένου να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη
Την αναβολή της έκδοσης οριστικής απόφασης και την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη, αποφάσισε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών σε υπόθεση ιατρικής αμέλειας (ΠΠρΑθ 1976/2021).
Το αίτημα των εναγόντων συνίστατο στην καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον θάνατο του συγγενούς τους, ένεκα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων. Συγκεκριμένα, κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων, οι δύο εναγόμενοι ιατροί, που τελούν σε σχέση πρόστησης με την τρίτη εναγομένη, κατά την εκτέλεση των ιατρικών τους καθηκόντων παρέβησαν την υποχρέωση επιμέλειας να ενεργήσουν σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής δεοντολογίας και τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας, παρέλειψαν να προβούν στις απαιτούμενες ενέργειες για την αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς και δεν εκτίμησαν, όπως όφειλαν και μπορούσαν, την μετεγχειρητική πορεία του, με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατός του, συνεπεία καρδιακής ανακοπής, η οποία επήλθε σε έδαφος μετεγχειρητικής αιμορραγίας και σήψης λόγω ενδονοσοκομειακής μόλυνσης.
Από την άλλη πλευρά, οι εναγόμενοι διατείνονται ότι προέβησαν στις ενδεδειγμένες ενέργειες για την αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς και ουδόλως ολιγώρησαν ή ενήργησαν αμελώς.
Ο ισχυρισμός των εναγομένων περί καταχρηστικής άσκησης της κρινόμενης αγωγής, βασιζόμενος αφενός στο γεγονός ότι αυτή ασκήθηκε ένα περίπου μήνα πριν τη συμπλήρωση της προβλεπόμενης εκ του άρ. 937 του ΑΚ παραγραφής της αξίωσης, αφετέρου ότι ουδέποτε οι ενάγοντες εξέφρασαν κάποιο παράπονο για την ιατρική και νοσηλευτική αντιμετώπιση του θανόντος συγγενή τους, απορρίφθηκε από το δικαστήριο ως νόμω αβάσιμος. Και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά που επικαλούνται οι εναγόμενοι, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν συνιστούν καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος των εναγόντων, αφού δεν αποτελούν μακροχρόνια συμπεριφορά αυτών, η οποία να δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι αυτοί δε θα ασκήσουν τα δικαιώματά τους, ώστε να καθίσταται επαχθής η ανατροπή της κατάστασης για τους εναγομένους.
Περαιτέρω, κατά την κρίση του δικαστηρίου, για την επίλυση της ένδικης διαφοράς ανακύπτουν ζητήματα, για τη διάγνωση των οποίων απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις ιατρικής επιστήμης, αναφορικά με την θεραπευτική μέθοδο που ακολουθήθηκε και το κατά πόσο αυτή ήταν η ενδεδειγμένη, ώστε να καταδειχθεί η τυχόν υπαιτιότητα των εναγομένων ιατρών που συνετέλεσε στον επιγενόμενο θάνατο του συγγενούς των εναγουσών. Για το λόγο αυτό, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη.
Όσον αφορά στο ζήτημα της επιβολής τέλους δικαστικού ενσήμου στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, κρίθηκε για ακόμα μια φορά η αντισυνταγματικότητα της σχετικής διάταξης.
Πιο αναλυτικά, από τη διάταξη του άρ. 42 του Ν. 4640/2019, καθίσταται σαφές ότι στις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξαρχής ως αναγνωριστικές είτε ως καταψηφιστικές και ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές, και εισήχθησαν προς συζήτηση μετά την 1η/1/2020, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου κατ’ άρθ. 2 του Ν. ΓΠΝ/1912. Με τον τρόπο αυτό, ο διάδικος που άσκησε μία αναγνωριστική αγωγή προ της έναρξης ισχύος του Ν. 4640/2019 ή άσκησε αυτή ως καταψηφιστική έχοντας, ωστόσο, υπόψη ότι έχει τη δυνατότητα τροπής αυτής σε αναγνωριστική μέχρι τη συζήτησή της, υποχρεώνεται σε καταβολή δικαστικού ενσήμου, γεγονός που εισάγει, ουσιαστικά, την αναδρομική επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου.
Δεν μπορεί, συνεπώς, η ως άνω διάταξη να τύχει εφαρμογής, καθώς αντίκειται στις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους πολίτες, που θεμελιώνονται στο Σύνταγμα, στην ΕΣΔΑ και στ Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Η εν λόγω διάταξη δυσχεραίνει το δικαίωμα των διαδίκων σε έννομη προστασία, καθώς τους επιβαρύνει αιφνιδιαστικά με επιπλέον δικαστικά έξοδα.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: Συγκεκριμένα, με το άρθρο 42 του Ν. 4640/2019 ορίζεται ότι «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ΝΔ/τος 1544/1942 (Α’ 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του Ν. 3994/2011 (Α’ 165), το άρθρο 21 του Ν. 4055/2012 (Α’ 51) και το άρθρο 33 του Ν. 4446/2016 (Α’ 240), αντικαθίσταται ως εξής: «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του Ν. ΓΠΝ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού». 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος Νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία». Εκ της διατάξεως αυτής καθίσταται σαφές ότι στις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξαρχής ως αναγνωριστικές είτε ως καταψηφιστικές, που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές και εισήχθησαν προς συζήτηση μετά την 1η-1-2020, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου κατ’ άρθ. 2 του Ν. ΓΠΝ/1912. Η ως άνω διάταξη, υποχρεώνοντας τον διάδικο που άσκησε μία αναγνωριστική αγωγή προ της έναρξης ισχύος του Ν. 4640/2019 ή άσκησε αυτή ως καταψηφιστική έχοντας ωστόσο υπόψη ότι έχει τη δυνατότητα τροπής αυτής σε αναγνωριστική μέχρι τη συζήτησή της (ανεξάρτητα εάν προέβη στην τροπή πριν ή μετά την έναρξη ισχύος του Ν.4640/2019), σε καταβολή δικαστικού ενσήμου, ουσιαστικά εισάγει αναδρομική επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, η οποία όμως δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής ως αντίθετη στις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους πολίτες, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1, 26 παρ. 3, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, διότι δυσχεραίνει το δικαίωμα των διαδίκων σε έννομη προστασία, καθώς τους επιβαρύνει αιφνιδιαστικά (ήτοι με νόμο που θεσπίστηκε μετά την άσκηση της αγωγής τους) με επιπλέον δικαστικά έξοδα. Ειδικότερα η εξαίρεση των αναγνωριστικών αγωγών από το τέλος δικαστικού ενσήμου καθιερώθηκε και διατηρήθηκε επί μακρόν στην υπηρεσία των δικαιωμάτων ελεύθερης πρόσβασης σε δικαστήριο και ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου. Η επέκταση του δικαστικού ενσήμου, όμως, και στις αναγνωριστικές αγωγές και μάλιστα αναδρομικά και στις ήδη κατά την ψήφιση τού Ν.4640/2019 ασκηθείσες αγωγές, σημαίνει ότι πλέον καθίσταται δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού της παράστασης του διαδίκου, γεγονός προδήλως αντισυνταγματικό, καθώς καθιστώντας δυσβάσταχτη οικονομικά την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, περιορίζει και σε πολλές περιπτώσεις στερεί το συνταγματικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας. Ο πολίτης, ιδίως ο οικονομικά αδύναμος, προσέφευγε στην άσκηση αναγνωριστικής αγωγής, εφόσον δεν απαιτείτο η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου και, ακολούθως, σε περίπτωση επιδικάσεως συγκεκριμένου ποσού από το Δικαστήριο, προέβαινε συνήθως στην έκδοση διαταγής πληρωμής, όπου κατέβαλε πλέον το απαιτούμενο, με βάση, όμως, το επιδικασθέν και όχι το αιτηθέν ποσό, τέλος δικαστικού ενσήμου, καθόσον είχε αρθεί η υφιστάμενη αβεβαιότητα περί της ύπαρξης του δικαιώματος ή της έκτασης του. Συνεπώς, η υποχρεωτική προσκομιδή δικαστικού ενσήμου στις ήδη ασκηθείσες προ του Ν.4640/2019 αναγνωριστικές αγωγές ή σε αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές αλλά τράπησαν σε αναγνωριστικές ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, λαμβανομένου υπόψη του ότι στην καθ’ ύλην αρμοδιότητά του υπάγονται αγωγές με αντικείμενο άνω των 250.000 ευρώ κατ’ άρθρο 14 παρ. 2 σε συνδυασμό με άρθρο 18 του ΚΠολΔ, ως προϋπόθεση προσφυγής στη Δικαιοσύνη, αποτελεί συνταγμάτικά ανεπίτρεπτο περιορισμό που παρεμποδίζει την ανοιχτή πρόσβαση κάθε πολίτη στη Δικαιοσύνη ισοδυναμώντας με έμμεση κατάργηση του προστατευόμενου και από την ΕΣΔΑ δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας, καθώς προσβάλλει την ίδια την υπόσταση του δικαιώματος (ΠΠΠατρ 94/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠΘεσ 4609/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠΘεσ 5352/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)
Δείτε ολόκληρη την απόφαση εδώ.