Σε δημόσια διαβούλευση τέθηκε το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Ταχεία Πολιτική Δίκη, προσαρμογή των διατάξεων της Πολιτικής Δικονομίας για την Ψηφιοποίηση της Πολιτικής Δικαιοσύνης και άλλες Τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας».
Σύμφωνα με το Υπουργείο Δικαιοσύνης, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις απορρέουν κυρίως από την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων που επέφερε ο ν. 4335/2015 (Α’ 87) στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), σύμφωνα με τις προτάσεις της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής που συστήθηκε για τον σκοπό αυτό.
Στοχεύουν, δε, στην άρση δυσλειτουργιών που παρατηρήθηκαν στην καθημερινή δικαστηριακή πρακτική.
Ειδικότερα με το νομοσχέδιο:
- Καθιερώνεται η πρότυπη ή πιλοτική δίκη στον Άρειο Πάγο για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος προκειμένου να επιταχυνθεί η απονομή της Δικαιοσύνης και να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου. Με την πιλοτική δίκη επιλύονται ζητήματα, που εξαιτίας της φύσης τους προκαλούν σημαντικό αριθμό δικών, αποφεύγεται ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και η διαιώνιση των δικών ενώπιον των δικαστηρίων ουσίας, με δυσμενείς συνέπειες για τους πολίτες.
- Θεσπίζονται σε μόνιμη βάση ρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων, λόγω της πανδημίας, όπως η δυνατότητα κοινής δήλωσης παράστασης σε υποθέσεις που η προφορική διαδικασία είναι υποχρεωτική, η δυνατότητα λήψης ένορκης βεβαίωσης από δικηγόρο και ο οίκοθεν επαναπροσδιορισμός εκκρεμών υποθέσεων από το δικαστήριο σε περίπτωση ματαίωσης των υποθέσεων αυτών για λόγους ανωτέρας βίας.
- Ενισχύεται ο ρόλος των ηλεκτρονικών μέσων στη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων ενώπιον των δικαστηρίων, ώστε να εξοικονομείται χρόνος και δαπάνη υπέρ των πολιτών και του κράτους.
Πρότυπη ή πιλοτική δίκη στον Άρειο Πάγο
Με το νέο άρθρο 20Α στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καθιερώνεται η πρότυπη ή πιλοτική δίκη στον Άρειο Πάγο για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, γίνεται δεκτό ότι η ενότητα της νομολογίας διασφαλίζεται με τις αποφάσεις των Τμημάτων και ιδίως της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Είναι γεγονός ότι το Ακυρωτικό, με σειρά αποφάσεών του, έχει επιλύσει επιτυχώς δυσχερή νομικά ζητήματα, τα οποία εισήχθησαν ενώπιον των Τμημάτων ή της Ολομελείας του στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης.
Το πρόβλημα προκύπτει όχι σε επίπεδο πληρότητας του δικαίου της αναίρεσης ή ποιότητας της αναιρετικής διαδικασίας, αλλά σε επίπεδο ταχύτητας της διαδικασίας ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας, λαμβανομένου υπόψη ότι μετά την αναίρεση της εφετειακής απόφασης ακολουθεί το στάδιο της μετ’ αναίρεση δίκης (άρθρα 579 επ. ΚΠολΔ), με συνέπεια την πάροδο μακρού χρόνου για την απονομή της δικαιοσύνης. Στο πλαίσιο της διοικητικής δίκης επιχειρήθηκε η επιτάχυνση της επίλυσης δυσχερών νομικών ζητημάτων από το Συμβούλιο της Επικρατείας, τα οποία αφορούν σε σημαντικό αριθμό υποθέσεων, με την εισαγωγή της λεγομένης «πρότυπης» ή «πιλοτικής» δίκης με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 40 του ν. 4055/2012.
Η διάταξη αυτή έχει ήδη τύχει ευρείας εφαρμογής στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ενδεικτικώς: ΟλΣτΕ 1087/2017, ΟλΣτΕ 532/2015, ΟλΣτΕ 2287/2015, ΟλΣτΕ 2289/2015, ΟλΣτΕ 2290/2015, ΟλΣτΕ 3169/2014, ΟλΣτΕ 3170/2014) και έχει οπωσδήποτε συμβάλλει στην ταχύτερη επίλυση δυσχερών νομικών ζητημάτων και εντεύθεν στην ενοποίηση της νομολογίας των διοικητικών Δικαστηρίων. Αντίστοιχη διαδικασία έχει εισαχθεί και στη δικονομία του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τη διάταξη του άρθρου 69 του ν. 4055/2012, με την οποία προστέθηκε άρθρο 108Α μετά το άρθρο 108 του π.δ. 1225/1981 (ΟλΕΣ 1510/2016, ΟλΕΣ 4707/2015, ΟλΕΣ 4327/2014) με ανάλογα αποτελέσματα. Αντίστοιχη διάταξη δεν υφίσταται στον ΚΠολΔ και έχουν διατυπωθεί επιφυλάξεις ως προς τη «συμβατότητα» του μηχανισμού αυτού με την πολιτική δίκη.
Ο στόχος της ενοποίησης της νομολογίας, στο πλαίσιο της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και της ομοιόμορφης εφαρμογής των νόμων (ΟλΑΠ 1/2019, 4/2018, 13/1999 ), επιδιώκεται, de lege lata, μέσω της διάταξης του άρθρου 557 ΚΠολΔ.
Ωστόσο, είναι αμφίβολο το εάν και κατά πόσον η τελευταία είναι σε θέση να υπηρετήσει, υπό τις τρέχουσες πραγματικές συνθήκες, την ανάγκη ταχείας ενοποίησης της νομολογίας και εντεύθεν την επιτάχυνση της απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης.
Και τούτο διότι, σε αντίθεση με τη διαδικασία της «πρότυπης» δίκης, προϋποθέτει πρωτοβουλία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (και όχι των διαδίκων) και έκδοση απόφασης, ενώ, κατά μια άποψη, πρέπει για την εφαρμογή της να συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 552-555 ΚΠολΔ.
Από την άλλη πλευρά, πολλές φορές τα δικαστήρια της ουσίας καλούνται να κρίνουν υποθέσεις, οι οποίες αφορούν σε σημαντικό αριθμό προσώπων (π.χ. παλαιότερα καταβολή ή μη οικογενειακού επιδόματος και στους δύο εργαζομένους με σχέση ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, κατάργηση ή μη προσωπικής κράτησης για εμπορική απαίτηση, και πρόσφατα ενοχή από δάνειο σε ελβετικό φράγκο, απαίτηση από αδικοπραξία για τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, εφαρμογή ή μη του άρθρου 92 ΠτΚ στην αναγγελία απαίτησης κατά ασφαλιστικής εταιρίας, η άδεια της οποίας ανακλήθηκε, ή ενδεχομένως ζητήματα συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για μεγάλο αριθμό εργαζομένων κ.λπ.). Ο μέσος πολίτης δυσχερώς αντιλαμβάνεται τους λόγους διαφοροποίησης της κρίσης επί νομικού ζητήματος διαφορετικών συνθέσεων του ιδίου δικαστηρίου και ευλόγως αναμένει την ενιαία εφαρμογή του νόμου, διότι, σε διαφορετική περίπτωση, δημιουργείται, επίσης ευλόγως, έντονη αίσθηση αδικίας, καθ’ όσον εκτιμάται ότι η θετική ή μη κρίση του εριζομένου νομικού ζητήματος στη συγκεκριμένη περίπτωση εξαρτάται αποκλειστικά και μόνον από την τυχαία εναλλαγή των δικαστών στην έδρα και τη μεταξύ τους κατανομή των υποθέσεων.
Το πρόβλημα επιτείνεται ιδίως στις εργατικές απαιτήσεις, όταν η πάγια νομολογία του Ακυρωτικού δέχεται ότι εάν κριθεί με τελεσίδικη απόφαση η ουσιαστική έννομη σχέση, θετικώς ή αποφατικώς, δημιουργείται αντίστοιχο δεδικασμένο για όλες τις μελλοντικές απαιτήσεις του εργαζομένου από την ίδια αιτία, εάν διαφέρει μόνο ο χρόνος, κατά τον οποίο προέκυψε η απαίτηση. Ενόψει αυτών, σε θέματα που από τη φύση τους έχουν γενικότερο ενδιαφέρον και συνεπώς έχουν προκαλέσει ή αναμένεται να προκαλέσουν σημαντικό αριθμό υποθέσεων, με κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και πρόκλησης σημαντικής καθυστέρησης για τους διαδίκους ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, η, ευχερώς προσαρμοζόμενη στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες της πολιτικής δίκης, εισαγωγή ενός μηχανισμού «πρότυπης» δίκης, κατά τα ισχύοντα στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με παράλληλη διατήρηση του θεσμού της αναίρεσης υπέρ του νόμου, παρέχει ένα χρήσιμο εργαλείο ταχείας επίλυσης των αναφυομένων νομικών ζητημάτων ήδη πριν την έκδοση μεγάλου αριθμού αποφάσεων σε πρώτο και – κυρίως – σε δεύτερο βαθμό, ενώ πρωτίστως διασφαλίζει την ορθή και ενιαία εφαρμογή του νόμου και την καταστολή κάθε υπόνοιας άνισης μεταχείρισης και αδικίας, προς όφελος εν τέλει της ίδιας της δικαιοσύνης και της κοινωνικής συνοχής, χωρίς να θίγονται οι βασικές αρχές της πολιτικής δίκης, ιδίως δε η αρχή της διάθεσης και της συζήτησης (άρθρο 106 ΚΠολΔ).
Εξάλλου, η επίλυση του νομικού ζητήματος από το προς τούτο ταγμένο Ανώτατο Δικαστήριο, που συνιστά τη νόμιμη αποστολή του και μάλιστα κατά τρόπο ανταποκρινόμενο στην επιταγή της ταχείας και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεν μεταβάλλει αυτό σε γνωμοδοτικό συμβούλιο, ούτε δύναται να εκληφθεί ως επέμβαση στο δικαιοδοτικό έργο του φυσικού δικαστή των υποθέσεων (άρθρο 8 παρ. 1 Σ.), δηλαδή των δικαστηρίων της ουσίας, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν θίγονται οι διατάξεις των άρθρων 321 επ. ΚΠολΔ περί δεδικασμένου, διότι η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου δεσμεύει, κατά ρητή πρόβλεψη της διάταξης, μόνο τους διαδίκους της συγκεκριμένης δίκης και τους παρεμβάντες και μόνο ως προς το κρινόμενο νομικό ζήτημα, η δε ουσία της υπόθεσης θα κριθεί κυριαρχικά και αποκλειστικά από το αρμόδιο προς εκδίκασή της δικαστήριο της ουσίας.
Είναι, τέλος, αυτονόητο ότι ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας ενός κανόνα δικαίου παραμένει στη λειτουργική αρμοδιότητα όλων των δικαστηρίων της ουσίας και του Αρείου Πάγου, κατά τη συνταγματική επιταγή των άρθρων 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 Σ.
Αναλυτικά η προτεινόμενη διάταξη προβλέπει:
Επιτάχυνση της πολιτικής δίκης – Προσθήκη άρθρου 20Α στον ΚΠολΔ
Προστίθεται άρθρο 20Α στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ως εξής:
«Άρθρο 20Α
1. Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο που ασκήθηκε ενώπιον οποιουδήποτε πολιτικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στην πλήρη ολομέλεια του Αρείου Πάγου με απλή πράξη τριμελούς επιτροπής, που αποτελείται από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός εκ των διαδίκων ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων.
2. Τα αιτήματα των διαδίκων υπογράφονται επί ποινή απαραδέκτου από δικηγόρο και συνοδεύονται από παράβολο τριακοσίων (300) ευρώ, το οποίο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος. Το ύψος του ποσού μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Πριν από την έκδοση της πράξης, η Επιτροπή καλεί όλους τους διαδίκους και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όταν υποβάλλει αυτός το αίτημα, να εμφανισθούν ενώπιόν της και να εκθέσουν τις απόψεις τους αυτοπροσώπως ή με υπόμνημα, που κατατίθεται σε οριζόμενη από αυτήν προθεσμία.
3. Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο (2) ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα, με απόφαση των κατά περίπτωση επιλαμβανομένων δικαστηρίων της ουσίας. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία.
4. Στη δίκη ενώπιον της πλήρους ολομέλειας του Αρείου Πάγου μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα άσκησης ανακοπής ή τριτανακοπής.
5. Μετά από την επίλυση του ζητήματος, η πλήρης ολομέλεια του Αρείου Πάγου παραπέμπει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο δικαστήριο. Η απόφαση της πλήρους ολομέλειας του Αρείου Πάγου δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες.
6. Μετά από την επίλυση του ζητήματος κατά την παρ. 1, οι υποθέσεις, των οποίων είχε ανασταλεί η εκδίκαση, επαναφέρονται για συζήτηση σε νέα δικάσιμο με κλήση, η οποία κατατίθεται με επιμέλεια οποιουδήποτε διαδίκου στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου.».