Το συμφέρον των παιδιών επιβάλλει να τους δοθούν τα ονόματα εκείνα, με τα οποία προσφωνούνται από την αρχή της ζωής τους, έχουν καθιερωθεί στις προσωπικές και κοινωνικές τους σχέσεις και στα οποία με προθυμία ανταποκρίνονται
Αβάσιμος κρίθηκε από το ανώτατο δικαστήριο ο σχετικός λόγος αναίρεσης περί αντιφατικών αιτιολογιών του αναιρεσείοντος πατέρα, επικυρώνοντας τη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ως προς το ουσιώδες ζήτημα του προς το συμφέρον των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων καθορισμού των κυρίων ονομάτων αυτών (ΑΠ 754/2020).
Ειδικότερα, αιτιολογημένα κρίθηκε ότι το συμφέρον των παιδιών επιβάλλει να τους δοθούν τα ονόματα Ε. για το αγόρι και Δ. για το κορίτσι, αφού έγινε δεκτό ότι από την αρχή της ζωής τους προσφωνούνται με τα ονόματα Μ. (από το Ε.) και Δ. και με αυτά έχουν καθιερωθεί στις προσωπικές και κοινωνικές τους σχέσεις και στα οποία με προθυμία ανταποκρίνονται, ενώ ουδεμία αντίφαση υφίσταται στην παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι από την πλευρά της πατρικής οικογένειας τα παιδιά προσφωνούνται με τα ονόματα Α. και Κ., επιλογής του αναιρεσείοντος, αφού αυτό ακριβώς είναι και το ζήτημα στο οποίο έγκειται η διαφωνία των διαδίκων.
Από τις διατάξεις των άρ. 1510-1512 του ΑΚ προκύπτει αφενός ότι η γονική μέριμνα αποτελεί καθήκον και δικαίωμα των γονέων του ανήλικου τέκνου και ότι κάθε απόφαση αυτών σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου, αφετέρου ότι περιεχόμενο της γονικής μέριμνας αποτελεί και η ονοματοδοσία του ανηλίκου περί της οποίας οι γονείς αποφασίζουν από κοινού, σε περίπτωση δε που αυτοί διαφωνούν και το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει το δικαστήριο.
Κατά το σκεπτικό της προσβαλλόμενης εφετειακής απόφασης, στο πλαίσιο της γενικότερης αντιδικίας των πρώην συζύγων, προκλήθηκαν έριδες και σε σχέση με την ονοματοδοσία τους, καθώς η μητέρα επιμένει στον καθορισμό διπλού ονόματος των ανηλίκων, αποτελούμενου από τα ονόματα Ε. – Θ. για το αγόρι και Δ. – Β. για το κορίτσι, ενώ ο πατέρας, αξίωσε να δοθούν στα παιδιά τα ονόματα των γονέων του, δηλαδή Α. και Κ., τα οποία υιοθέτησε και το οικογενειακό του περιβάλλον.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα παιδιά ήδη από της γεννήσεώς τους προσφωνούνταν με τα ονόματα Μ. (Ε.) το αγόρι και Δ. το κορίτσι, χωρίς διαφωνία των συζύγων μεταξύ τους. Μολονότι ο πατέρας υποστηρίζει ότι αυτό αποτέλεσε μονομερή απόφαση της μητέρας, η οποία επέβαλε τα ονόματα αυτά αργότερα και πάντως χωρίς την συναίνεσή του, αποδείχθηκε ότι ήδη από τις πρώτες ημέρες της ζωής τους, οπότε παρέμεναν νοσηλευόμενα, οι γονείς, τα μέλη της μητρικής και της πατρικής οικογένειας, αλλά και το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό αναφέρονταν στα βρέφη με τα παραπάνω ονόματα.
Το δικαστήριο διαπίστωσε επίσης πως, ακόμα και εάν γινόταν δεκτό ότι η μητέρα μονομερώς επέλεξε και επέβαλε τα ανωτέρω ονόματα, κρίσιμο παραμένει το γεγονός ότι τα παιδιά από πολύ νωρίς ανταποκρίνονται στα ονόματα αυτά, τα οποία θεωρούν στοιχείο της ταυτότητάς τους.
Από την άλλη πλευρά, ο πατέρας επιδιώκοντας επίσης την καθιέρωση των ονομάτων της επιλογής του, που αποτελούν τα ονόματα των γονέων του, άρχισε να αποκαλεί τα παιδιά Α. και Κ., με αποτέλεσμα σήμερα τα ανήλικα να προσφωνούνται με διαφορετικό όνομα στις σχέσεις τους με την μητέρα, την μητρική οικογένεια, το σχολικό και κοινωνικό τους περιβάλλον, και με άλλο στους τομείς που σχετίζονται με την άσκηση της επικοινωνίας του πατέρα, δηλαδή την πατρική οικογένεια και τον σχετικό περίγυρο, την γειτονιά κλπ..
Κατά την κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, τα δύο παιδιά αντιδρούν αρνητικά στην χρήση οποιοσδήποτε άλλου ονόματος πλην των Μ. και Δ., δεν τα αποδέχονται ως προσδιοριστικά της ταυτότητάς τους, αισθάνονται αμήχανα κατά την χρήση τους και δεν αντιλαμβάνονται τον λόγο του διπλού ονόματος. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εισέρχονται, άθελά τους και προφανώς ενάντια στο συμφέρον τους, στο ευρύτερο πλαίσιο αντιπαράθεσης των διαδίκων και των οικογενειών τους, καλούμενα τα ίδια κατ’ αρχάς να προσαρμόζονται στις διαφορετικές αξιώσεις και επιλογές των γονέων και παππούδων εκατέρωθεν, κυρίως όμως να υπερασπισθούν το ένα ή το άλλο όνομα αντίστοιχα, παρ’ ότι δεν δύνανται να κατανοήσουν, δικαιολογήσουν και αποδεχθούν την δημιουργούμενη διάσταση.
Ο καθορισμός διπλού ονόματος δεν εγγυάται την ομαλότητα στις σχέσεις των διαδίκων, κυρίως όμως δεν διασφαλίζει την ομαλή ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη των ανηλίκων. Αντίθετα, ενέχει τον κίνδυνο αρνητικής επίδρασης στον χαρακτήρα και την προσωπικότητά τους, καθώς παρίσταται βέβαιο από τις θέσεις των αντιδίκων ότι δεν θα αποδεχτούν την διπλή ονομασία, αλλά κάθε διάδικος και το αντίστοιχο περιβάλλον του, θα συνεχίσει να αποκαλεί τα τέκνα με το ένα από τα δύο ονόματα της δικής του προτίμησης, προκαλώντας σύγχυση και αναστάτωση στα ανήλικα.
Τα παιδιά από την αρχή της ζωής τους προσφωνούνται με τα ονόματα Μ. και Δ., η δε αντικατάσταση αυτών με άλλα, όπως τα καθορισθέντα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διπλά ονόματα ή μόνο τα ονόματα Α. και Κ., θα αποβεί σε βάρος της ψυχικής τους υγείας, καθώς εγκυμονεί κίνδυνο διάσπασης της προσωπικότητας των παιδιών ή τουλάχιστον μη ομαλής ψυχοσυναισθηματικής εξέλιξής τους.
Συνεπώς, όπως δέχθηκε το ανώτατο δικαστήριο, το εφετείο ορθά έκρινε πως το συμφέρον των παιδιών – αποκλειστικός γνώμονας κρίσης του δικαστηρίου, το οποίο δεν δεσμεύεται από τα αιτήματα των διαδίκων – εξυπηρετείται από τον καθορισμό των ονομάτων Ε. για το αγόρι και Δ. για το κορίτσι, που θα τους εξασφαλίζει ομαλή ανάπτυξη και σταθερή ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη, ενώ ταυτόχρονα θα θέσει τέρμα στην επιβλαβή για τα παιδιά υφιστάμενη κατάσταση, να αποκαλούνται με διαφορετικά ονόματα στο περιβάλλον της κάθε διάδικης πλευράς.
Απόσπασμα απόφασης
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, προφανώς για να αμβλύνει τις τεταμένες σχέσεις των διαδίκων, κατέληξε ότι το συμφέρον των τέκνων επιβάλλει να αρθεί η διαφωνία με καθορισμό συνδυασμού των ανωτέρω ονομάτων (“Ε. – Α.” και “Δ. – Κ.” αντίστοιχα), θεωρώντας ότι έτσι εξασφαλίζεται για τα παιδιά η εύνοια και το ενδιαφέρον τόσο της μητρικής οικογένειας όσο και της πατρικής και ότι “έχουν συμφέρον να εξασφαλίσουν το ενδιαφέρον και των δύο οικογενειών των γονέων τους, πράγμα που θα επιτευχθεί αν δοθούν σε αυτά τα ως άνω σύνθετα ονόματα, που δεν απάδουν στις ελληνοχριστιανικές παραδόσεις του λαού μας”. Ωστόσο, και τα δύο παιδιά αντιδρούν αρνητικά στην χρήση οποιοσδήποτε άλλου ονόματος πλην των “Μ.” και “Δ.”, δεν τα αποδέχονται ως προσδιοριστικά της ταυτότητάς τους, αισθάνονται αμήχανα κατά την χρήση τους και δεν αντιλαμβάνονται τον λόγο του διπλού ονόματος (βλ. σχετικά την από 15.10.2018 γνωμοδότηση του παιδοψυχιάτρου Δ. Τ., που συντάχθηκε κατόπιν προσωπικής επικοινωνίας του με τα ανήλικα, στις 12.10.2018, καθώς και αυτή της Μ. Κ., ψυχολόγου του παιδικού σταθμού όπου φοιτούν), με αποτέλεσμα να εισέρχονται, άθελά τους και προφανώς ενάντια στο συμφέρον τους, στο ευρύτερο πλαίσιο αντιπαράθεσης των διαδίκων και των οικογενειών τους, καλούμενα τα ίδια κατ’ αρχάς να προσαρμόζονται στις διαφορετικές αξιώσεις και επιλογές των γονέων και παππούδων εκατέρωθεν, κυρίως όμως να υπερασπισθούν το ένα ή το άλλο όνομα αντίστοιχα, παρ’ ότι δεν δύνανται να κατανοήσουν, δικαιολογήσουν και αποδεχθούν την δημιουργούμενη διάσταση.
Εξάλλου, ακριβώς λόγω της υφιστάμενης αντιδικίας των μερών, που όπως προκύπτει και από την άσκηση των αντίθετων εφέσεων και από τις προτάσεις των διαδίκων σε αυτό το Δικαστήριο, ουδόλως εξομαλύνθηκε, καθώς καθένας εξακολουθεί να επιμένει σε ονοματοδοσία με διαφορετικό περιεχόμενο, κατά τις επιθυμίες του, ο καθορισμός διπλού ονόματος ούτε εγγυάται την ομαλότητα στις σχέσεις των διαδίκων, κυρίως όμως δεν διασφαλίζει την ομαλή ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη των ανηλίκων, αντίθετα μάλιστα ενέχει τον κίνδυνο αρνητικής επίδρασης στον χαρακτήρα και την προσωπικότητά τους, καθώς παρίσταται βέβαιο από τις θέσεις των αντιδίκων ότι δεν θα αποδεχτούν την διπλή ονομασία, αλλά κάθε διάδικος και το αντίστοιχο περιβάλλον του, θα συνεχίσει να αποκαλεί τα τέκνα με το ένα από τα δύο ονόματα της δικής του προτίμησης, όπως ήδη γίνεται, προκαλώντας σύγχυση και αναστάτωση στα ανήλικα. Τα παιδιά από την αρχή της ζωής τους προσφωνούνται με τα ονόματα “Μ.” και “Δ.”, στα οποία με προθυμία ανταποκρίνοντας αφού με αυτά έχουν καθιερωθεί στις προσωπικές και κοινωνικές τους σχέσεις και γίνονται αποδεκτά κατά τον κρίσιμο χρόνο ως δηλωτικά της ταυτότητάς τους, ενώ η αντικατάσταση αυτών των ονομάτων με άλλα, όπως τα καθορισθέντα διπλά ονόματα ή μόνο τα ονόματα “Α.” και “Κ.” αντίστοιχα, θα αποβεί σε βάρος της ψυχικής τους υγείας, καθώς εγκυμονεί κίνδυνο διάσπασης της προσωπικότητας των παιδιών ή τουλάχιστον μη ομαλής ψυχοσυναισθηματικής εξέλιξής τους.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση εδώ.
https://www.lawspot.gr/nomika-nea/kathorismos-kyrion-onomaton-anilikon-teknon-ap-754-2020