Οι «δηλωτικοί» όροι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου περί προστασίας καταναλωτών και δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας
Ο Άρειος Πάγος, σε υπόθεση αναγνώρισης ως καταχρηστικών Γενικών Όρων Συναλλαγών, κατά το άρ. 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, επικυρώνοντας τη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, κατέληξε ότι οι δηλωτικοί όροι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 2251/1994, εξαιρούνται από το δικαστικό έλεγχο καταχρηστικότητας και, ως μη καταχρηστικοί, εξαιρούνται και του ελέγχου της διαφάνειας (ΑΠ 948/2021).
Ειδικότερα, κατά το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, το ζήτημα συνίσταται στο αν ο επίμαχος ΓΟΣ, ο οποίος τιθέμενος σε σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα (ελβετικό φράγκο) υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ βάσει της τρέχουσας τιμής πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής, είναι «δηλωτικός», ήτοι εάν ταυτίζεται ή απηχεί κατά περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις, και μάλιστα όχι μόνο αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου.
Κατά την Οδηγία 93/13/ΕΚ, συμβατικοί όροι που απηχούν, δηλαδή επαναλαμβάνουν νοηματικά ή ταυτίζονται με διατάξεις μιας χώρας – μέλους, εξ ορισμού δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και επομένως δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας ως γενικοί όροι συναλλαγών, αφού αυτό που προβλέπεται ως συμβατικός όρος θα ίσχυε έτσι και αλλιώς, ακόμη και αν δεν υπήρχε η επίμαχη ρήτρα. Τούτο δε δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι εθνικές διατάξεις, εξ ορισμού, δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, αφού ο εθνικός νομοθέτης ήδη προέβη σε στάθμιση συμφερόντων των μερών και μία τέτοια νομοθετική στάθμιση δεν μπορεί να είναι καταχρηστική. Σε διαφορετική περίπτωση, ο έλεγχος των ρητρών αυτών για καταχρηστικότητα θα σήμαινε στην ουσία έλεγχο σκοπιμότητας του νομοθετικού έργου από τα δικαστήρια, πράγμα που αντίκειται στη διάκριση των εξουσιών.
Οι όροι αυτοί, αποκαλούμενοι «δηλωτικοί», μπορεί να απηχούν εθνικές ρυθμίσεις όχι μόνον αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου, η δε αναφορά του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας σε “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” δεν συνιστά νομική ακριβολογία.
Επιπλέον, το δικαστήριο επεσήμανε πως αν και η ως άνω εξαίρεση των δηλωτικών όρων από τον έλεγχο καταχρηστικότητας δεν μεταφέρθηκε με ειδική και ρητή διάταξη στο εθνικό δίκαιο με το Ν. 2251/1994, που αποτελεί ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13, ωστόσο πρέπει να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2251/1994 βάσει μίας εναρμονισμένης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας.
Έτσι, ένας τέτοιος όρος, που δεν ελέγχεται για καταχρηστικότητα, δεν ελέγχεται και για το αν αυτός είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 2 της Οδηγίας. Και τούτο, διότι δεν νοείται όρος, ο οποίος απηχεί κανόνα εσωτερικού -αναγκαστικού ή ενδοτικού- δικαίου, που ελλείψει του σχετικού όρου θα εφαρμοζόταν ούτως ή άλλως, να είναι συνάμα ασαφής και ακατανόητος, δηλαδή αδιαφανής. Συνακόλουθα, ένας τέτοιος όρος αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 2251/1994.
Περαιτέρω, κατά το άρ. 291 του ΑΚ, ο οφειλέτης, που εγκύρως ανέλαβε οφειλή σε ξένο νόμισμα, έχει την ευχέρεια να εξοφλήσει την οφειλή του αυτή είτε στο νόμισμα της οφειλής, είτε σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής. Στην περίπτωση αυτή υφίσταται μία οφειλή, σε ξένο νόμισμα, πλην όμως παρέχεται στον οφειλέτη η ως άνω διαζευκτική ευχέρεια.
Παράλληλα, η εν λόγω διάταξη συνιστά καθοδηγητική κατευθυντήριο με αντικείμενο την αποπληρωμή της συμφωνηθείσας σε αλλοδαπό νόμισμα χρηματικής οφειλής, με βάση την αξία του συγκεκριμένου ξένου νομίσματος στην ημεδαπή κατά τον χρόνο εκάστης πληρωμής, με συνέπεια να καθίσταται για την εξόφληση κρίσιμος χρόνος όχι αυτός της συνομολόγησης ή λήξης του χρέους αλλά της πραγματικής πληρωμής και η έως τότε τυχόν άνοδος ή πτώση της αξίας του ξένου νομίσματος να αποβαίνει σε βάρος ή αντίστοιχα σε όφελος του οφειλέτη.
Ένας τέτοιος όρος σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, όπως εν προκειμένω, απηχεί το περιεχόμενο της διάταξης του άρ. 291 του ΑΚ, και κατά συνέπεια, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα ή αδιαφάνεια του σχετικού όρου.
Ειδικότερα, η αναγραφή στον όρο αυτό, ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής, δεν συνιστά διαζευκτική ενοχή, κατά την έννοια των άρ. 305 επ. του ΑΚ, αφού δεν οφείλονται δύο αλλά μόνο μία παροχή, αυτή στο ξένο νόμισμα, και απλώς παρέχεται στον οφειλέτη η ευχέρεια να την εκπληρώσει, είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή δεν τίθεται ζήτημα επιλογής εκ μέρους του οφειλέτη, εφόσον με τον όρο αυτό δεν του αφέθηκε η επιλογή, αν θα έχει δάνειο σε ξένο νόμισμα ή σε ευρώ, αλλά εξαρχής έχει προβεί στην επιλογή δανείου σε ξένο νόμισμα.
Τόνισε, επίσης, πως το γεγονός ότι υπάρχει τιμή πώλησης και τιμή αγοράς δε σημαίνει ότι ο επίδικος όρος, κατ’ απόκλιση από την 291 ΑΚ, προβλέπει δύο ισοτιμίες, αφού για το αντικείμενο της παρούσας δίκης, που αφορά στην αποπληρωμή της δόσης του δανείου, κρίσιμη ισοτιμία είναι η ισοτιμία Ευρώ/CHF κατά τη μετατροπή των Ευρώ σε Ελβετικά Φράγκα για την αποπληρωμή του δανείου, ήτοι η τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου, η οποία προβλέπεται κατά όμοιο τρόπο από τον ανωτέρω συμβατικό όρο και την ΑΚ 291 ΑΚ, ενώ η τιμή αγοράς (ισοτιμία CHF/Ευρώ) έχει σημασία για την εκταμίευση του δανείου και αφορά την τότε γενομένη μετατροπή των νομισμάτων, που έγινε σε συγκεκριμένο χρόνο και είναι εν προκειμένω αδιάφορη αφού δεν αποτελεί στην παρούσα δίκη αντικείμενο οφειλής (της τράπεζας για την καταβολή του δανείου) ούτε η ΑΚ 291 αναφέρεται στο ζήτημα αυτό.
Απόσπασμα απόφασης
Ειδικότερα, όταν στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα μεταξύ των διαδίκων υφίσταται ο επίμαχος ΓΟΣ, που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, ανακύπτει το ζήτημα, εάν ο όρος αυτός είναι “δηλωτικός”, ταυτίζεται δηλαδή ή απηχεί κατά περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις, και μάλιστα όχι μόνο αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου. Πράγματι, το άρθρο 291 ΑΚ ορίζει σχετικά: “Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στον οφειλέτη, που εγκύρως ανέλαβε οφειλή σε ξένο νόμισμα, παρέχεται η ευχέρεια να εξοφλήσει την οφειλή του αυτή είτε στο νόμισμα της οφειλής, είτε σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής.
Ως τρέχουσα αξία, σημειωτέον, νοείται εκείνη, που θα απαιτηθεί, προκειμένου ο δανειστής να αποκτήσει το νόμισμα της οφειλής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή υφίσταται μία οφειλή, σε ξένο νόμισμα, πλην όμως παρέχεται στον οφειλέτη η διαζευκτική ευχέρεια να καταβάλει άλλη παροχή αντί εκείνης, που από την αρχή οφείλεται, και συγκεκριμένα σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος, κατά την ανωτέρω έννοια αυτής, στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής.
Ωστόσο, ένας τέτοιος όρος σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, όπως στην προκείμενη περίπτωση, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 291 ΑΚ, και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα ή αδιαφάνεια του σχετικού όρου. Ειδικότερα, η αναγραφή στον όρον αυτό, ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, δεν συνιστά διαζευκτική ενοχή, κατά την έννοια των άρθρων 305 επ. ΑΚ, παρά τη χρήση της λέξεως υποχρεούται, αφού δεν οφείλονται δύο αλλά μόνο μία παροχή, αυτή στο ξένο νόμισμα, και απλώς παρέχεται στον οφειλέτη η ευχέρεια να την εκπληρώσει, είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, που είναι πλέον το εθνικό νόμισμα από 01-01-2001, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή δεν έχουν έδαφος εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 305 επ. ΑΚ περί διαζευκτικής ενοχής, ώστε να τίθεται ζήτημα επιλογής εκ μέρους του οφειλέτη, εφόσον με τον όρο αυτό δεν του αφέθηκε η επιλογή, αν θα έχει δάνειο σε ξένο νόμισμα ή σε ευρώ, αλλά εξαρχής έχει προβεί στην επιλογή δανείου σε ξένο νόμισμα, και του παρέχεται η ευχέρεια να το εξοφλήσει είτε στο ξένο νόμισμα είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Για το λόγο αυτό ένας τέτοιος όρος δεν επαναλαμβάνει μεν νοηματικά, απηχεί όμως το περιεχόμενο του άρθρου 291 ΑΚ (ΟλΑΠ 4/2019).
Δείτε ολόκληρη την απόφαση εδώ.