Τι προβλέπει ο νέος Νόμος 4821/2021
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ A’ 134/31.07.2021) ο Νόμος 4821/2021 Εκσυγχρονισμός του Ελληνικού Κτηματολογίου, νέες ψηφιακές υπηρεσίες και ενίσχυση της ψηφιακής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις.
Ο νόμος στοχεύει στην επιτάχυνση της ολοκλήρωσης της διαδικασίας κτηματογράφησης ακινήτων και της μετάβασης σε καθεστώς λειτουργούντος Κτηματολογίου, τον εξορθολογισμό της διαδικασίας διόρθωσης των πρώτων ανακριβών κτηματολογικών εγγραφών και της λειτουργίας του Ν.Π.Δ.Δ. «Ελληνικό Κτηματολόγιο» και, μέσω των ανωτέρω, στην ενίσχυση της ασφάλειας των συναλλαγών και την κατοχύρωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στον θεσμό του Κτηματολογίου.
Μεταξύ άλλων, ο Νόμος περιλαμβάνει διατάξεις για την παθητική νομιμοποίηση επί αγωγής σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής και τη διαδικασία διαμεσολάβησης.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, η υποχρεωτική εναγωγή του φερόμενου ως δικαιούχου στις πρώτες εγγραφές, των κάθε είδους διαδόχων αυτού και του αιτούντος τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής κατ’ άρθρο 6Α του ν. 2308/1995 κρίνεται αναγκαία για να αποτραπεί ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων για το ίδιο ακίνητο, καθώς και για την προστασία όλων εκείνων που ωφελούνται ή βλάπτονται από την ανακριβή εγγραφή.
Η μη υποχρεωτική εναγωγή ενός εκ των ανωτέρω προσώπων στη σχετική δίκη θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανακριβείς πρώτες εγγραφές και, κατ’ αποτέλεσμα, σε απώλεια δικαιωμάτων για τους μη συμμετέχοντες στη διανοιγείσα δίκη, δεδομένου ότι δεν μπορεί να αναμένεται εύλογα ο διαρκής έλεγχος των κτηματολογικών εγγραφών, ενώ ταυτόχρονα θα ευνοούσε την αύξηση του αριθμού των ένδικων βοηθημάτων και, άρα, του φόρτου των δικαστηρίων.
Συγχρόνως, για λόγους ενιαίας αντιμετώπισης των σχετικών υποθέσεων και αποφυγής έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, προβλέπεται ρητά ότι η άσκηση της σχετικής αγωγής συνεπάγεται την αυτοδίκαιη λήξη της εξωδικαστικής διαδικασίας που τυχόν εκκρεμεί ενώπιον των Επιτροπών Εξέτασης Υποθέσεων Κτηματογράφησης του άρθρου 7Α του ν. 2308/1995.
Περαιτέρω, η ισχύουσα παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 2664/1998 δεν καθορίζει εάν η προβλεπόμενη από αυτό διόρθωση ανακριβειών δύναται να πραγματοποιηθεί και με πρακτικό διαμεσολάβησης. Κατ’ αποτέλεσμα, δεν είναι σαφές εάν οι ανακριβείς πρώτες κτηματολογικές εγγραφές μπορούν να διορθωθούν και με αυτόν τον εναλλακτικό τρόπο επίλυσης της διαφοράς.
Ως αποτέλεσμα, οι πολίτες στερούνται τη δυνατότητα να επιλύσουν τη διαφορά τους γρηγορότερα και με χαμηλότερο κόστος και αναγκάζονται να προσφύγουν στη δικαιοσύνη καταθέτοντας αγωγές, επί των οποίων οι αποφάσεις εκδίδονται συνήθως μετά από αρκετά έτη, δεδομένου ότι για τη διόρθωση της ανακρίβειας απαιτείται αυξημένος βαθμός δικονομικής ωριμότητας (αμετάκλητο). Μάλιστα, ενόψει της μη ρητής σχετικής πρόβλεψης στο νόμο, παρατηρείται ότι προϊστάμενοι κτηματολογικών γραφείων αρνούνται την καταχώριση τέτοιων πρακτικών διαμεσολάβησης.
Αναλυτικά, στο άρθρο 8 προβλέπεται:
Στην περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 2664/1998 (Α’ 275) τροποποιούνται το πρώτο και το πέμπτο εδάφιο και προστίθεται έκτο εδάφιο, προστίθενται περ. δ’ και ε’ και η παρ. 2 του άρθρου 6 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. α) Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή, αναγνωριστική ή διεκδικητική, ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία που λήγει την 31η Δεκεμβρίου του έτους, εντός του οποίου συμπληρώνονται οκτώ (8) έτη από την έναρξη της προθεσμίας, σύμφωνα με την περ. γ’ της παρούσας.
[β) Έχει καταργηθεί]
γ) Η αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση της αγωγής της περ. α’ αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του Δ.Σ. του Φορέα σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 1.
Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφόμενου ως δικαιούχου του δικαιώματος στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων. Σε περίπτωση ειδικής διαδοχής στο δικαίωμα στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή, η αγωγή πρέπει να στραφεί τόσο κατά του φερόμενου με την πρώτη εγγραφή ως δικαιούχου ή των καθολικών του διαδόχων, όσο και κατά των ειδικών διαδόχων αυτού.
Όταν η αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που αναγράφεται ως δικαιούχος δικαιώματος στις αρχικές εγγραφές, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 8 του α.ν. 1539/1938 (Α’ 488), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 του ν. 2732/1999 (Α’ 154). Εάν στην πρώτη εγγραφή έχει σημειωθεί ότι εκκρεμεί η εξέταση αίτησης διόρθωσης από τις Επιτροπές Εξέτασης Υποθέσεων Κτηματογράφησης του άρθρου 7Α του ν. 2308/1995 (Α’ 114), η αγωγή στρέφεται υποχρεωτικά κατά του εμφανιζόμενου ως δικαιούχου στην πρώτη εγγραφή, των τυχόν ειδικών ή καθολικών του διαδόχων και του αιτούντος τη διόρθωση κατά το άρθρο 6Α του ν. 2308/1995. Η άσκηση αγωγής σύμφωνα με τα ανωτέρω συνεπάγεται την αυτοδίκαιη λήξη της διαδικασίας ενώπιον των Επιτροπών Εξέτασης Υποθέσεων Κτηματογράφησης του άρθρου 7Α του ν. 2308/1995.
δ) Πριν από τη συζήτηση της αγωγής της περ. α’ και επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης ο ενάγων οφείλει να καλέσει, με την αγωγή ή με ιδιαίτερο δικόγραφο, όλους τους εναγόμενους σε υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης ενώπιον κτηματολογικού διαμεσολαβητή που επιλέγεται από ειδικό μητρώο, το οποίο καταρτίζεται και τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης του άρθρου 10 του ν. 4640/2019 (Α’ 190). Σε περίπτωση αδικαιολόγητης μη εμφάνισης των εναγόμενων στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία επιβάλλεται αυξημένη δικαστική δαπάνη. Σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας, το πρακτικό του διαμεσολαβητή καταχωρίζεται στο κτηματολογικό φύλλο και διορθώνεται η ανακριβής κτηματολογική εγγραφή. Εάν με την αγωγή ζητούνται και γεωμετρικές μεταβολές στα κτηματολογικά διαγράμματα, επισυνάπτονται στο πρακτικό διαμεσολάβησης, επί ποινή ακυρότητας, το τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών και το αποδεικτικό ηλεκτρονικής υποβολής του στην ηλεκτρονική βάση του Φορέα, κατά τα οριζόμενα στην περ. ζ’ της παρ. 3.
Ως προς τα ζητήματα σχετικά με τη διαδικασία της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης, το περιεχόμενο και την ισχύ του πρακτικού διαμεσολάβησης εφαρμόζονται αναλόγως τα οριζόμενα στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 6, στο άρθρο 7 και στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 8 του ν. 4640/2019 (Α’ 190), αντίστοιχα.
ε) Η επίλυση της διαφοράς σύμφωνα με την περ. δ’ απαγορεύεται να υποκρύπτει άτυπη μεταβίβαση του ακινήτου και υπόκειται σε διάρρηξη κατά τους όρους του άρθρου 939 του Αστικού Κώδικα.»
ΔΕίτε αναλυτικά τον Νόμο 4821/2021, όπως δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.