ΑΠΟΦΑΣΗ
R.B. και M. κατά Ιταλίας της 22.04.2021 (αρ. προσφ. 41382/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα επικοινωνίας γονέα με παιδί, σεβασμός οικογενειακής ζωής και βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.
Οι προσφεύγοντες πατέρας και γιός, στερήθηκαν του δικαιώματος επικοινωνίας τους μετά τον χωρισμό των γονέων. Δικαστικές αποφάσεις αναγνώρισαν το δικαίωμα επικοινωνίας και διανυκτέρευσης πλην όμως ουδέποτε εφαρμόστηκαν, καθόσον η μητέρα παρακώλυσε την επικοινωνία παραβιάζοντας τις δικαστικές αποφάσεις. Το δικαίωμα επικοινωνίας δεν αποκαταστάθηκε, για επτά (7) ολόκληρα χρόνια, ακόμα και όταν ο προσφεύγων αθωώθηκε από την κατηγορία για σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού του.
Το Στρασβούργο τόνισε ότι η υποχρέωση των εθνικών αρχών να λάβουν μέτρα για την επανένωση του παιδιού και του γονέα με τον οποίο δεν ζει δεν είναι απόλυτη, και η κατανόηση και η συνεργασία όλων των ενδιαφερομένων αποτελούν σημαντικό παράγοντα. Όμως πρέπει όλες οι αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά και τα συμφέροντά τους να έχουν προτεραιότητα και κρίνεται η επάρκεια της αποτελεσματικότητας ενός μέτρου κυρίως από την εφαρμογή του και την ταχύτητα της υλοποίησής του.
Κατά το ΕΔΔΑ η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ χωρισμένων γονέων δεν μπορεί να απαλλάξει τις αρμόδιες αρχές από την εφαρμογή όλων των μέσων για τη διατήρηση του οικογενειακού δεσμού.
Το Δικαστήριο θεώρησε ειδικότερα ότι τα εγχώρια δικαστήρια δεν έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα για να δημιουργήσουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την πλήρη υλοποίηση του δικαιώματος επικοινωνίας του πατέρα με το παιδί του.
Στην υπό κρίση περίπτωση το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν έλαβαν, ακόμα και μετά τον τερματισμό της ποινικής έρευνας σε βάρος του πατέρα για σεξουαλική κακοποίηση, συγκεκριμένα και χρήσιμα μέτρα που θα αποσκοπούσαν στη δημιουργία αποτελεσματικής επικοινωνίας. Παρά το γεγονός ότι η νομοθεσία του καθ’ού κράτους διέθετε ισχυρό «οπλοστάσιο» προκειμένου να αποφευχθεί η αποξένωση του γονέα από το παιδί του, και παρά του ότι είχαν εκδοθεί αποφάσεις για την επικοινωνία και την παρακολούθηση της οικογένειας από κοινωνικές υπηρεσίες, αυτές ουδέποτε εφαρμόστηκαν.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι αρχές δεν κατέβαλαν επαρκείς προσπάθειες για να προστατέψουν το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα με τον γιό του. Διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής.
Το Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 10.000 ευρώ σε κάθε προσφεύγοντα για ηθική βλάβη και 11.000 ευρώ και έξοδα και δαπάνες.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες, R.B. και M., πατέρας και γιος, γεννήθηκαν το 1974 και το 2009 αντίστοιχα. Η υπόθεση αφορούσε το δικαίωμα επικοινωνίας μεταξύ τους (πατέρας με υιό).
Τον Φεβρουάριο του 2013, ο R.B. και η σύζυγός του, των οποίων το παιδί M. γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 2009, χώρισαν. Το συμφωνητικό επιμέλειας τέκνου που εγκρίθηκε από το Δικαστήριο Casale Monferrato έκρινε ότι ο M., θα ζούσε με τη μητέρα του και αναγνώρισε στον πατέρα, R.B., δικαίωμα επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διανυκτέρευσης.
Το 2013, η μητέρα (C.C.) είχε αναφέρει ότι το παιδί συμπεριφερόταν ανησυχητικά. Ξεκίνησε μια ποινική έρευνα εναντίον του πρώτου προσφεύγοντος (πατέρα) και η επικοινωνία μεταξύ αυτού και του γιου του διακόπηκε.
Το 2013, μετά το πέρας της έρευνας, ο πραγματογνώμονας που διορίστηκε από το δικαστήριο παρατήρησε ότι η σχέση μεταξύ της CC και του παιδιού ήταν δυσλειτουργική, ότι το τελευταίο επέμεινε στη στάση του να αντιτίθεται στις συναντήσεις με τον πατέρα του και τροφοδοτούσε την ιδέα στο παιδί ότι ο πατέρας του το κακοποίησε.
Μετά τον τερματισμό της έρευνας το 2014, ο προσφεύγων δεν ήταν σε θέση πλέον να συναντήσει τον γιο του, ιδίως λόγω της αντίθεσης της μητέρας στη διεξαγωγή των συναντήσεων και στη συνέχεια της εναντίωσης του ανηλίκου, ο οποίος σύμφωνα με τους πραγματογνώμονες επηρεάστηκε από τη μητέρα.
Μεταξύ Απριλίου και Νοεμβρίου 2015, παρά τις δυσκολίες που επισημάνθηκαν από τις κοινωνικές υπηρεσίες, οι οποίες ζήτησαν ακρόαση λόγω της αναστολής του θεραπευτικού προγράμματος, το δικαστήριο δεν θεώρησε απαραίτητο να απαντήσει στις ερωτήσεις και αποφάσισε να εξετάσει το παιδί μόνο τον Απρίλιο του 2016.
Στη συνέχεια, μετά την κατάθεση νέας πραγματογνωμοσύνης τον Ιούλιο του 2017, το δικαστήριο διέταξε τη διεξαγωγή συναντήσεων σε προστατευμένο περιβάλλον τον Οκτώβριο του 2017, οι οποίες οργανώθηκαν μόλις έξι μήνες αργότερα.
Αντιμέτωπο με την άρνηση του παιδιού να συναντηθεί με τον πατέρα του, το Νοέμβριο του 2018, το δικαστήριο, βασιζόμενο στην πραγματογνωμοσύνη του 2017, διέταξε την τοποθέτηση του παιδιού με τη μητέρα του σε θεραπευτικό κέντρο. Το Δικαστήριο σημείωσε, ότι η απόφαση αυτή δεν εκτελέστηκε και ότι στη συνέχεια ακυρώθηκε από το Εφετείο τον Απρίλιο του 2019.
Βασιζόμενοι ιδίως στο άρθρο 8, οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής τους ζωής λόγω της αδυναμίας του πρώτου προσφεύγοντος να ασκήσει τα δικαιώματα επικοινωνίας του υπό τους όρους που καθορίστηκαν από τα δικαστήρια λόγω της εναντίωσης της μητέρας.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Όπως έχει επισημάνει επανειλημμένα το Δικαστήριο, εάν ο σκοπός του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ είναι ουσιαστικά η προστασία του ατόμου από αυθαίρετες παρεμβάσεις από τις δημόσιες αρχές, δεν αρκεί να διατάξει το Κράτος να ενεργήσει αποφεύγοντας τέτοιες παρεμβάσεις: Αυτή η μάλλον αρνητική δέσμευση μπορεί να προστεθεί στις θετικές υποχρεώσεις που συνδέονται με τον αποτελεσματικό σεβασμό της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν τη λήψη μέτρων που αποσκοπούν στον σεβασμό της οικογενειακής ζωής, ακόμη και στις σχέσεις των ατόμων μεταξύ τους, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας κατάλληλου και επαρκούς νομικού οπλοστασίου για τη διασφάλιση των νόμιμων δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων, καθώς και του σεβασμού των δικαστικών αποφάσεων ή κατάλληλων μέτρων.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ότι το γεγονός ότι οι προσπάθειες των αρχών ήταν μάταιες δεν οδηγεί αυτόματα στο συμπέρασμα ότι το κράτος δεν εκπλήρωσε τις θετικές του υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 8. Πράγματι, η υποχρέωση των εθνικών αρχών να λάβουν μέτρα για την επανένωση του παιδιού και του γονέα με τον οποίο δεν ζει δεν είναι απόλυτη, και η κατανόηση και η συνεργασία όλων των ενδιαφερομένων αποτελούν πάντα σημαντικό παράγοντα. Εάν οι εθνικές αρχές πρέπει να προσπαθήσουν να διευκολύνουν μια τέτοια συνεργασία, η υποχρέωση τους να καταφεύγουν στον εξαναγκασμό σε αυτό το ζήτημα μπορεί να περιοριστεί μόνο γιατί πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα και τα δικαιώματα και τις ελευθερίες αυτών των ίδιων προσώπων, και ιδίως το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και των δικαιωμάτων που του απονέμονται με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Όσον αφορά την οικογενειακή ζωή ενός παιδιού, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι υπάρχει ευρεία συναίνεση – συμπεριλαμβανομένου του διεθνούς δικαίου – σχετικά με την ιδέα ότι σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν παιδιά, τα συμφέροντά τους πρέπει να έχουν προτεραιότητα.
Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο θεώρησε ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που έχουν κατατεθεί προηγουμένως, είχε καθήκον να εξετάσει εάν οι εθνικές αρχές έλαβαν όλα τα μέτρα που θα μπορούσαν εύλογα να απαιτηθούν από αυτές για να διατηρήσουν τους δεσμούς μεταξύ του πρώτου προσφεύγοντος και του γιου του και να εξετάσουν τον τρόπο με τον οποίο παρενέβησαν για να διευκολύνουν την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης του προσφεύγοντος, όπως ορίζεται από δικαστικές αποφάσεις. Υπενθύμισε επίσης ότι, σε μια τέτοια υπόθεση, η επάρκεια ενός μέτρου κρίνεται από την ταχύτητα της εφαρμογής του (Piazzi κατά Ιταλίας της 02.11.2010, αριθ. προσφ. 36168/09 § 58) για να αποφευχθεί καθυστέρηση που θα μπορούσε να έχει συνέπειες στη σχέση ενός γονέα με το παιδί του.
Το Δικαστήριο σημείωσε καταρχάς ότι κατά τον χωρισμό του ζευγαριού, σύμφωνα με τη συμφωνία που είχε συναφθεί μεταξύ των διαδίκων και εγκρίθηκε από το δικαστήριο, η επιμέλεια ανατέθηκε και στους δύο γονείς, ως δε κύρια κατοικία του παιδιού καθορίστηκε η κατοικία της μητέρας του και ο προσφεύγων πατέρας απολάμβανε δικαιώματα επικοινωνίας και διανυκτέρευσης.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι δεν επιθυμεί να υποκαταστήσει η κρίση του την εκτίμηση των αρμόδιων εθνικών αρχών ως προς τα μέτρα που έπρεπε να είχαν ληφθεί, δεδομένου ότι οι αρχές αυτές είναι καταρχήν σε καλύτερη θέση να διενεργήσουν μια τέτοια εκτίμηση, ιδίως επειδή βρίσκονταν σε άμεση επαφή με το πλαίσιο της υπόθεσης και τα εμπλεκόμενα μέρη (βλ. Reigado Ramos § 53). Ωστόσο, σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορεί να αγνοήσει τα γεγονότα που εκτέθηκαν παραπάνω (βλέπε παρ. απόφασης 69-75). Σημείωσε ότι ο πρώτος προσφεύγων προσπάθησε να έρθει σε επικοινωνία με τον γιο του από το 2013 και ότι, παρά το ιδιωτικό συμφωνητικό που του παρείχε δικαιώματα επικοινωνίας και διανυκτέρευσης, δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμα αυτό πρώτα απ’ όλα λόγω της αντίθεσης της μητέρας του παιδιού και της μήνυσης που αυτή υπέβαλε σε βάρος του για σεξουαλική κακοποίηση.
Βεβαίως, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι αρχές αντιμετώπισαν εν προκειμένω μια πολύ δύσκολη κατάσταση που προέκυψε ιδίως από τις εντάσεις που υπήρχαν μεταξύ των γονέων του παιδιού. Παραδέχτηκε ότι η μη εκπλήρωση των δικαιωμάτων επικοινωνίας του προσφεύγοντος οφείλονταν αρχικά στην πρόδηλη άρνηση της μητέρας και στη συνέχεια του δικαιώματος του παιδιού. Επισήμανε ωστόσο, ότι η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ χωρισμένων γονέων δεν μπορεί να απαλλάξει τις αρμόδιες αρχές από την εφαρμογή όλων των μέσων που ενδέχεται να επιτρέψουν τη διατήρηση του οικογενειακού δεσμού (βλ. Nicol Nic Santilli, § 74, Lombardo, § 91, και Zavřel § 52).
Πράγματι, οι αρχές δεν κατάφεραν να επιδείξουν τη δέουσα επιμέλεια σε αυτήν την περίπτωση και δεν εκπλήρωσαν αυτό που θα μπορούσε εύλογα να αναμένεται από αυτές. Το Δικαστήριο θεώρησε ειδικότερα ότι τα εγχώρια δικαστήρια δεν έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα για να δημιουργήσουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την πλήρη υλοποίηση του δικαιώματος επικοινωνίας πατέρα με παιδί (βλ. Bondavalli § 81, Macready κατά Τσεχικής Δημοκρατίας της 22.04.2010, αριθ. προσφ. 4824/06 και 15512/08 § 66, Piazzi, § 61 και Strumia). Σημείωσε ιδίως ότι μεταξύ του έτους 2013 έως Απρίλιο 2018, δεν πραγματοποιήθηκε επικοινωνία και ότι δεν ελήφθησαν μέτρα για την αποκατάσταση του δεσμού μεταξύ του προσφεύγοντος και του γιου του. Θεώρησε ότι μια ταχεία αντίδραση σε αυτήν την κατάσταση θα ήταν απαραίτητη λόγω του αντίκτυπου, σε τέτοιες περιπτώσεις, του χρόνου που μπορεί να εμποδίσει τη δυνατότητα του ενδιαφερόμενου γονέα να επανασυνδεθεί με το παιδί του.
Το Δικαστήριο θώρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν έλαβαν, από την αρχή του χωρισμού και μετά τον τερματισμό της ποινικής έρευνας – όταν το παιδί ήταν μόλις 4 ετών – συγκεκριμένα και χρήσιμα μέτρα που θα αποσκοπούσαν στη δημιουργία αποτελεσματικής επικοινωνίας και ότι στη συνέχεια δεν έλαβαν υπόψη τους για περίπου 7 χρόνια το γεγονός ότι η μητέρα, με τη συμπεριφορά της, εμπόδισε τη δημιουργία μιας πραγματικής σχέσης μεταξύ πατέρα και παιδιού. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου αποκαλύφθηκε μια σειρά αυτόματων και στερεότυπων μέτρων, όπως διαδοχικά αιτήματα για πληροφορίες και ανάθεση της παρακολούθησης της οικογένειας στις κοινωνικές υπηρεσίες (Lombardo §92 και Piazzi §61). Ωστόσο, παρόλο που το νομικό οπλοστάσιο που προέβλεπε ο ιταλικός νόμος φαίνονταν επαρκές, που θα μπορούσε το εναγόμενο κράτος να διασφαλίσει την τήρηση των θετικών υποχρεώσεων που απορρέει από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο σημείωσε εν προκειμένω ότι οι αρχές δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια όσον αφορά την CC, παρόλο που οι πραγματογνώμονες έφεραν στο φως την επιζήμια συμπεριφορά της απέναντι στο παιδί και στον πρώτο προσφεύγοντα. Επιπλέον, η απόφαση του δικαστηρίου που προέβλεπε την εισαγωγή σε μια θεραπευτική δομή δεν εκτελέστηκε.
Συνεπώς, το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι αρχές επέτρεψαν να διαιωνιστεί μια de facto κατάσταση παραβίασης των δικαστικών αποφάσεων (Κ.Β. κ.α. κατά Κροατίας της 14.03.2017, αρ. προσφ. 36216/13).
Όσον αφορά τον διορισμό νομικού κηδεμόνα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το εθνικό σύστημα προέβλεπε τις περιστάσεις υπό τις οποίες ο ανήλικος μπορούσε να συνεχίσει να εκπροσωπείται από τους γονείς του ακόμη και σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ τους, και επίσης προέβλεπε, σύμφωνα με τις διεθνείς αρχές, ότι ο ανήλικος συμμετέχει στη διαδικασία και ότι θα λαμβάνονται υπόψιν οι προτιμήσεις του. Σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ του ανηλίκου και γονέα του ή σε περίπτωση που ο τελευταίος στερούνταν της γονικής εξουσίας, ο ανήλικος έπρεπε να εκπροσωπείται από δικαστικό συμπαραστάτη ή κηδεμόνα και, εάν είναι απαραίτητο, από δικηγόρο. Τούτου λεχθέντος, εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο δεύτερος προσφεύγων ήταν αρχικά σε θέση να συμμετάσχει στη διαδικασία, δεδομένου ότι η γονική εξουσία της C.C. και του πρώτου προσφεύγοντος δεν είχαν ανασταλεί ή αφαιρεθεί. Μόλις το 2020, το Εφετείο της Γένοβας, αναγνωρίζοντας τη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των γονέων, αποφάσισε να διορίσει επίτροπο για το παιδί. Σε αυτήν την περίπτωση, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να συμπεράνει ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων δεν προστάτευσε επαρκώς τα συμφέροντα του δεύτερου προσφεύγοντος.
Λαμβάνοντας υπόψη τις σκέψεις που εκτίθενται στις παρ. 68 έως 82 και παρά το περιθώριο εκτίμησης του εναγόμενου κράτους επί του θέματος, το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι εθνικές αρχές δεν κατέβαλαν επαρκείς προσπάθειες για να σεβαστούν το δικαίωμα επικοινωνίας του πρώτου προσφεύγοντος με το παιδί του και παραβίασαν το δικαίωμα του προσφεύγοντος αναφορικά με το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής του ζωής.
Δίκαιη ικανοποίηση:
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 10.000 ευρώ σε κάθε προσφεύγοντα για ηθική βλάβη και 11.000 ευρώ και έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).