Το «Αγοράζουμε Αμερικανικά» του Μπάιντεν, η οδηγία του Πεκίνου για περικοπή της εξάρτησης από τις εισαγωγές και η στροφή της ΕΕ προς την «στρατηγική αυτονομία» συνθέτουν το σκηνικό των επόμενων ετών.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούνται η κοιτίδα του ελεύθερου ανταγωνισμού και του «laissez-faire» και ο Τζο Μπάιντεν δεν είναι Ντόναλντ Τραμπ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, από την πλευρά της, περηφανεύεται όχι μόνο για την ενιαία αγορά της, αλλά και για τα ανοιχτά σύνορα σε ξένα κεφάλαια και επιχειρήσεις. Όσο για την Κίνα, ο νυν πρόεδρός της, Σι Τζινπίνγκ, έχει ταχθεί επανειλημμένως – και από το βήμα του Φόρουμ του Νταβός – υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, χωρίς τείχη και δασμούς.https://www.ot.gr/filesjs/ima/bridge3.416.2_en.html?v=3#goog_264403028Advertisement: 0:21
Μην σας ξεγελούν, όμως, όλα αυτά. Διότι την ίδια στιγμή, στην πράξη, οι πάντες αποφασίζουν και ενεργούν κυρίως για την πάρτη τους. Κάτι που σημαίνει ότι ο οικονομικός και επιχειρηματικός εθνικισμός ζουν και βασιλεύουν. Και στις ΗΠΑ. Και στην Ευρώπη. Και στην Κίνα. Και αλλού.
Ο «σερίφης» της οικονομίας
Στις ΗΠΑ, για του λόγου το αληθές, την Τετάρτη 28 Ιουλίου, ο πρόεδρος παρουσίασε πρόταση με στόχο να ενισχύσει στην πράξη το γνωστό δόγμα «Αγοράστε Αμερικανικά». Σύμφωνα με αυτήν, τα αγαθά που αγοράζονται με χρήματα των φορολογουμένων, ήτοι οι δημόσιες προμήθειες, πρέπει να είναι «made in America» (σε υλικά και εργασία) σε ποσοστό 75%, έναντι του 55% που ισχύει σήμερα.
«Τα τελευταία χρόνια, το “Αγοράστε Αμερικανικά” ήταν ένα κενό σύνθημα. Η κυβέρνησή μου θα το κάνει πραγματικότητα. Και θέτω το ειδικό βάρος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης πίσω από αυτό το σύνθημα», είπε χαρακτηριστικά ο Μπάιντεν, στη διάρκεια ομιλίας του στις εγκαταστάσεις παραγωγής της Mack Trucks.
Αναφερόμενος δε στα όσα συνέβαιναν μέχρι σήμερα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ εμφανίστηκε ιδιαιτέρως επιθετικός: «Πρώτα από όλα, το 55% (που ισχύει όσον αφορά το ποσοστό αμερικανικής προέλευσης) δεν είναι αρκετό. Δεύτερον, όσοι αναλαμβάνουν τα συμβόλαια δεν είναι υποχρεωμένοι να μας ενημερώνουν για την αναλυτική σύσταση των προϊόντων τους. Απλώς, μες λένε ότι πέρασαν το όριο, χωρίς κανείς να το ελέγχει. Πλέον, υπάρχει ένας νέος σερίφης στην πόλη. Εμείς θα ελέγχουμε τα πάντα».
Η ντιρεκτίβα του Πεκίνου
Τούτων δοθέντων, η παρακάτω είδηση ίσως να φαντάζει κάπως παράδοξη – ειδικά καθώς συνοδεύεται από πληροφορίες για δυσαρέσκεια των Αμερικανών έναντι των Κινέζων: Σύμφωνα με το Reuters, λοιπόν, που επικαλείται τρεις διαφορετικές πηγές στις ΗΠΑ, το Πεκίνο εξέδωσε τον Μάιο οδηγία που αφορά εκατοντάδες προϊόντα με τα οποία εφοδιάζεται η εσωτερική αγορά, για τα οποία θα απαιτείται πλέον να είναι «made in China» σε ποσοστό μέχρι και 100%.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του πρακτορείου, ο κατάλογος των 70 σελίδων με τα 315 προϊόντα έχει σταλεί προς νοσοκομεία, επιχειρήσεις και άλλους κρατικούς φορείς που τα προμηθεύονται τακτικά. Σε αυτά δε περιλαμβάνονται είδη όπως ιατρικά μηχανήματα, τμήματα επίγειων ραντάρ, μηχανήματα ελέγχου, γεωλογικός και γεωφυσικός εξοπλισμός και άλλα.
Η Ουάσιγκτον φέρεται, μάλιστα, να θεωρεί ότι η κίνηση αυτή του Πεκίνου συνιστά ευθεία παραβίαση της εμπορικής συμφωνίας που υπέγραψαν οι δύο χώρες τον Ιανουάριο του 2020. Μια συμφωνία η οποία, ανάμεσα στα άλλα, είχε σκοπό να προφυλάξει και όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των 124 δισ. δολαρίων που εισέπραξαν οι αμερικανικές επιχειρήσεις το 2020 από τις εξαγωγές τους προς την κινεζική αγορά.
Όχι μόνο αυτό, όμως. Με τη νέα οδηγία, το Πεκίνο καθιστά πρακτικά αδύνατη την τήρηση της δέσμευσής του να συμβάλλει στη μείωση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ, αγοράζοντας περισσότερα προϊόντα από αυτές.
Η απότομη προσγείωση της ΕΕ
Μήπως, όμως, η ΕΕ τηρεί διαφορετική στάση; Η αλήθεια είναι ότι οι αυταπάτες διήρκεσαν εδώ για μεγαλύτερο διάστημα – μέχρι τη στιγμή, δηλαδή, που οι Ευρωπαίοι συνειδητοποίησαν τις πραγματικές προθέσεις τόσο των ανταγωνιστών τους από την Ασία όσο και των παραδοσιακών εταίρων τους, δηλαδή των ΗΠΑ.
Έτσι, τον περασμένο Μάιο, οι υπηρεσίες της Κομισιόν άρχισαν να επεξεργάζονται εντατικά σχέδιο για την οχύρωση της ΕΕ. Ένα σχέδιο το οποίο, ανάμεσα στα άλλα, περιλαμβάνει και τον αποκλεισμό από όλες τις δημόσιες συμβάσεις επιχειρήσεων με έδρα χώρες που δεν προσφέρουν ελευθερία δράσης στις ευρωπαϊκές εταιρείες.
Παράλληλα, εκμεταλλευόμενοι και τα κεφάλαια του νέου επταετούς προϋπολογισμού και του Ταμείου Ανάκαμψης, οι «27» (αν και στην πράξη όχι όλοι…) έχουν θέσει στόχο την επίτευξη της «στρατηγικής αυτονομίας» της Ευρώπης – στην ενέργεια, την ηλεκτροκίνηση, τους μικροεπεξεργαστές, τα εμβόλια και τα άλλα φαρμακευτικά σκευάσματα, την τεχνητή νοημοσύνη και άλλους τομείς.
Πρακτικά, λοιπόν, όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε ένα σύνθημα ανάλογο με αυτό που ακούγεται εδώ και καιρό σε ΗΠΑ και Κίνα: «Παράγουμε και αγοράζουμε ευρωπαϊκά!». Προσχωρώντας έτσι και αυτή, έστω και καθυστερημένα, στο ρεύμα του «οικονομικού εθνικισμού» που ενισχύεται διαρκώς και αναμένεται να σφραγίσει τις διεθνείς σχέσεις τα επόμενα αρκετά χρόνια.
Αποτελώντας, με τη σειρά του, τη βάση πάνω στην οποία αναζωπυρώνονται οι παλιές και χτίζονται οι νέες γεωπολιτικές αντιθέσεις.