Βάσει του Ν. 4412/2016, το Διοικητικό Εφετείο αποτελεί το αρμόδιο δικαστήριο επί κάθε διαφοράς προκύπτουσας από σύμβαση προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ιδιωτικού δικαίου
Απορρίφθηκε αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη ελλείψει δικαιοδοσίας από το Πρωτοδικείο Ηλείας αγωγή από σύμβαση με Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, παρά το γεγονός ότι η σύμβαση φέρει το χαρακτήρα σύμβασης ιδιωτικού δικαίου (ΜΠρΗλείας 201/2021).
Σύμφωνα με το εκτιθέμενο από την ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία ιστορικό της διαφοράς, η τελευταία συνήψε με το Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο Πύργου σύμβαση ανάθεσης –αποδοχής έργου παροχής υπηρεσιών ευκολιών υποδοχής υγρών καταλοίπων των πλοίων που προσεγγίζουν τη θαλάσσια περιοχή αρμοδιότητας του Λιμενικού Ταμείου. Μετά την αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης, η ενάγουσα συνέχισε κανονικά να παρέχει τις υπηρεσίες της σύμφωνα με τους εν γένει όρους της προαναφερθείσας σύμβασης. Παρά, ωστόσο, τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις του εναγομένου ΝΠΔΔ, αυτό δεν προέβη σε ανανέωση της σύμβασης που είχε λήξει ή σε υπογραφή νέας, αρνείται δε να καταβάλει στην εταιρεία ένα μέρος της οφειλής του, για υπηρεσίες που του παρείχε όσο η σύμβαση ήταν ενεργή, καθώς και την οφειλόμενη αμοιβή της για υπηρεσίες που του παρείχε εκτός του συμβατικού πλαισίου.
Το αίτημα, λοιπόν, της ενάγουσας συνίσταται στο να υποχρεωθεί το ΝΠΔΔ να της καταβάλει αφενός ένα χρηματικό ποσό δυνάμει της επικαλούμενης σύμβασης παροχής υπηρεσιών, επικουρικώς δε, σε περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης δυνάμει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφετέρου ένα χρηματικό ποσό δυνάμει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου, καθώς το εναγόμενο έχει καταστεί αδικαιολογήτως πλουσιότερο σε βάρος της περιουσίας της.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 205 Α του Ν. 4412/2016, κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο Διοικητικό Εφετείο της Περιφέρειας, στην οποία εκτελείται η σύμβαση, παρέκταση δε αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται. Η εξαιρετική αυτή αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου διατηρείται και στην περίπτωση κατά την οποία αντικείμενο της διαφοράς που προέκυψε από τη μεταξύ των μερών σύμβαση είναι αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, η αξίωση της ενάγουσας στηρίζεται κατά την κύρια βάση της στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης και επικουρικά στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η επίδικη σύμβαση, , αληθών υποτιθέμενων των εκτιθέμενων στο αγωγικό δικόγραφο, δεν περιλαμβάνει όρους υπέρ του εναγομένου ΝΠΔΔ που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο και θέτουν αυτό σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό.
Περαιτέρω, η αξίωση της ενάγουσας απορρέει από προφορικές διαδοχικές συμβάσεις μεταξύ των διαδίκων, για τις οποίες δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος και, ως εκ τούτου, οι συμφωνίες αυτές δεν διέπονταν από εξαιρετικές ρήτρες που διασφάλιζαν στο εναγόμενο υπερέχουσα θέση και εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς. Επομένως, δεν υφίσταται μεταξύ των διαδίκων σχέση δημοσίου δικαίου, ούτε πρόκειται περί διοικητικής διαφοράς ουσίας προερχόμενης εκ διοικητικής συμβάσεως, αλλά για διαφορά ιδιωτικού δικαίου.
Ωστόσο, κατά την κρίση του δικαστηρίου, εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρ. 205 Α του Ν. 4412/2016, βάσει της οποίας το Διοικητικό Εφετείο αποτελεί πλέον το αρμόδιο Δικαστήριο επί κάθε διαφοράς μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από σύμβαση προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ιδιωτικού δικαίου. Συνεπώς, κατέληξε πως δεν έχει την κατά το άρ. 1 του ΚΠολΔ δικαιοδοσία να εκδικάσει την εν λόγω ιδιωτικού δικαίου διαφορά, δεδομένου ότι βάσει του νόμου έχει υπαχθεί πλέον στη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: Ωστόσο το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή. Ειδικότερα, η αξίωση της ενάγουσας να της επιδικαστεί το συνολικό ποσό των 21.396,77 ευρώ, στηριζόμενη κατά την κύρια βάση της στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης και επικουρικά στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αληθών υποτιθέμενων των εκτιθέμενων στο αγωγικό δικόγραφο, απορρέει από την υπ’ αριθμ.πρωτ../19.7.2017 σύμβαση ανάθεσης –αποδοχής του έργου παροχής υπηρεσιών ευκολιών υποδοχής υγρών καταλοίπων των πλοίων που προσεγγίζουν τη θαλάσσια περιοχή αρμοδιότητας του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Πύργου, που συνήψαν οι διάδικοι. Η σύμβαση αυτή, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, δεν περιλαμβάνει όρους υπέρ του εναγομένου που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο και θέτουν αυτό σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό. Επίσης η αξίωση της ενάγουσας να της επιδικαστεί το συνολικό ποσό των 93.049,20 ευρώ, αληθών υποτιθέμενων των εκτιθέμενων στο αγωγικό δικόγραφο, απορρέει από προφορικές διαδοχικές συμβάσεις μεταξύ των διαδίκων για την παροχή από την ενάγουσα υπηρεσιών ευκολιών υποδοχής υγρών καταλοίπων των πλοίων που προσεγγίζουν τη θαλάσσια περιοχή αρμοδιότητας του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Πύργου, για τις οποίες δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται η διαπίστωση ότι οι συμφωνίες αυτές διέπονταν από εξαιρετικές ρήτρες που διασφάλιζαν στο εναγόμενο υπερέχουσα θέση και εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς. Επομένως δεν υφίσταται μεταξύ των διαδίκων σχέση δημοσίου δικαίου, ούτε πρόκειται περί διοικητικής διαφοράς ουσίας προερχόμενης εκ διοικητικής συμβάσεως, αλλά για διαφορά ιδιωτικού δικαίου. Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 205 Α του Ν. 4412/2016, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 43 παρ. 24 α του Ν.4605/2019 (ΦΕΚ A` 52/1.4.2019), «Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο Διοικητικό Εφετείο της Περιφέρειας, στην οποία εκτελείται η σύμβαση. Παρέκταση αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται. Αν η σύμβαση εκτελείται στην Περιφέρεια δύο ή περισσότερων Διοικητικών Εφετείων, αρμόδιο καθίσταται αυτό που θα επιλέξει ο προσφεύγων ή ο ενάγων». Κατά δε το εδάφιο β’ του ίδιου άρθρου, η ισχύς αυτού αρχίζει τρεις (3) μήνες μετά τη δημοσίευση του ως άνω νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Σημειωτέον ότι η εξαιρετική αυτή αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου διατηρείται και στην περίπτωση κατά την οποία αντικείμενο της διαφοράς που προέκυψε από τη μεταξύ των μερών σύμβαση είναι αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΜΠΛαμ 74/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΛαμ 75/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ , ΔΕφΠατρ 174/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα κατά το άρθρο 205 Α του Ν. 4412/2016, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 43 παρ. 24 α του Ν. 4605/2019, το Διοικητικό Εφετείο αποτελεί πλέον το αρμόδιο Δικαστήριο επί κάθε διαφοράς μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από σύμβαση προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο Διοικητικό Εφετείο της Περιφέρειας, στην οποία εκτελείται η σύμβαση (Δ. Ράϊκος, Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων, έκδ.2019, Β. Η δικαστική έννομη προστασία κατά την εκτέλεση της δημόσιας σύμβασης, 1. Η κύρια δικαστική προστασία, 1.1. Δικαιοδοσία και αρμοδιότητα, σελ. 905-916). Επειδή η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2019, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος της διάταξης του άρθρου 205 Α του Ν. 4412/2016, ενόψει και του ότι οι επίδικες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών έχουν συναφθεί με αντισυμβαλλόμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το παρόν Δικαστήριο δεν έχει κατά το άρθρο 1 του ΚΠολΔ δικαιοδοσία να εκδικάσει την ιδιωτικού δικαίου διαφορά που εισάγεται με αυτήν, δεδομένου ότι βάσει του νόμου (άρθρο 205 Α Ν.4412/2016) έχει υπαχθεί πλέον στη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων και δη του Διοικητικού Εφετείου στην περιφέρεια του οποίου εκτελέστηκαν οι συμβάσεις. Σημειωτέον ότι το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπάγγελτα τη συνδρομή της διαδικαστικής προϋπόθεσης της δικαιοδοσίας, η έλλειψη της οποίας συνεπάγεται την απόρριψη του εισαγωγικού ένδικου βοηθήματος ως απαράδεκτου (ΑΠ 1272/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 91/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Δείτε ολόκληρη την απόφαση εδώ.