Εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν τον ορισμό μηδενικών καταβολών στο πλαίσιο της προσωρινής ρύθμισης και εξαίρεση της πρώτης κατοικίας από την εκποίηση
Το Ειρηνοδικείο Αθηνών, επιλαμβανόμενο των αιτήσεων υπαγωγής στην ευνοϊκή ρύθμιση του Ν. 3869/2010 δύο συζύγων, έκανε εν μέρει αυτές δεκτές, ορίζοντας μηδενικές καταβολές, εξαιρώντας από την εκποίηση της πρώτης κατοικίας του πρώτου αιτούντος και υποχρεώνοντας σε μηνιαία καταβολή ποσού 120 ευρώ μετά τη λήξη της προσωρινής ρύθμισης (ΕιρΑθ 1309/2021).
Ειδικότερα, στα πλαίσια του άρθρου 8 παρ. 5 του ως άνω νόμου, όρισε μηδενικές καταβολές των αιτούντων προς την πιστώτρια τράπεζα για χρονικό διάστημα 36 μηνών, αρχής γενομένης από το μήνα που έπεται της δημοσίευσης της απόφασης.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, οι αιτούντες δεν δύνανται να καταβάλλουν για την εξυπηρέτηση των δανειακών τους υποχρεώσεων στις πιστώτριες κανένα ποσό. Και τούτο, διότι και οι δύο σύζυγοι είναι άνεργοι, μοναδικό τους δε εισόδημα είναι το επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης και το επίδομα ενίσχυσης ομογενών προσφύγων. Στην κρίση του αυτή το δικαστήριο κατέληξε λαμβάνοντας υπόψη ενδεικτικά το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των εύλογων δαπανών διαβίωσης ενός ενήλικα, όπως αυτές προσδιορίζονται στην Έρευνα Οικονομικών Προϋπολογισμών που διενεργεί κάθε έτος η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία.
Οι αιτούντες, κατά την κρίση του δικαστηρίου, περιήλθαν σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους, καθώς από το συσχετισμό των εισοδημάτων τους, των βιοτικών αναγκών τους και των δανειακών οφειλών τους προκύπτει ότι δεν είναι πλέον εφικτή η εξυπηρέτηση των χρεών τους. Στην αδυναμία αυτή περιήλθαν χωρίς δόλο, έχοντας εύλογα την πεποίθηση ότι θα μπορούσαν να εξυπηρετούν τις δανειακές υποχρεώσεις τους κατά το χρόνο που ανέλαβαν τα οφειλόμενα δάνεια, αφού αμφότεροι εργάζονταν και το οικογενειακό τους εισόδημα ήταν ουσιωδώς υψηλότερο.
Περαιτέρω, το δικαστήριο αποφάσισε την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του πρώτου αιτούντος από την εκποίηση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ως άνω νόμου, καθόσον συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις που αυτός τάσσει για την εφαρμογή του. Συγκεκριμένα, το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσής του, προσαυξημένες κατά 70%, η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας του κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης δεν υπερβαίνει τις 280.000 ευρώ και ο οφειλέτης είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης, βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών.
Εν συνεχεία, το δικαστήριο επέβαλε στον πρώτο αιτούντα την υποχρέωση να καταβάλει, για την διάσωση της κύριας κατοικίας του, το ποσό των 48.000 ευρώ που αντιστοιχεί στο ποσό στο οποίο εκτιμάται ότι θα εκποιούνταν το εν λόγω ακίνητο στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφαιρουμένων των δαπανών εκτέλεσης.
Ειδικότερα, η καταβολή ορίστηκε να πραγματοποιηθεί προνομιακά προς τις εμπραγμάτως ασφαλισμένες απαιτήσεις της πιστώτριας κατά σειρά πρώτης εγγραφής έκαστης προσημείωσης και μετά την εξόφλησή τους συμμέτρως στις ανέγγυες απαιτήσεις της και σύμφωνα με το Νόμο εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με σταθερό επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο χρόνος τοκοχρεωλυτικής του εξόφλησης πρέπει ορίστηκε σε 400 μηνιαίες δόσεις των 120 ευρώ εκάστης, αρχής γενομένης τον πρώτο μήνα μετά την ολοκλήρωση της ρύθμισης του άρθρου 8 του ως άνω νόμου.
Απόσπασμα απόφασης
Επιπροσθέτως, σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της αίτησης, οι αιτούντες είχαν συμβληθεί ως οφειλέτες και εγγυητές με την πιστώτρια στα αναγραφόμενα στην αίτηση και τις προσκομιζόμενες βεβαιώσεις αυτής δάνεια, τα οποία εντοκίζονται σύμφωνα τα οριζόμενα στο άρθρο 6 παρ. 3 του παρόντος Νόμου. Συγκεκριμένα της οφείλουν ο πρώτος το ποσό των 116.640,19 ευρώ και η δεύτερη το ποσό των 56.892,45 ευρώ.
Κατόπιν των ανωτέρω, οι αιτούντες έχουν σήμερα περιέλθει σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους, επειδή από το συσχετισμό των εισοδημάτων τους, των βιοτικών αναγκών τους και των δανειακών οφειλών τους προκύπτει ότι δεν είναι πλέον εφικτή η εξυπηρέτηση των χρεών τους. Στην αδυναμία αυτή περιήλθαν χωρίς δόλο, καθ’ όσον κατά το χρόνο που ανέλαβαν τα οφειλόμενα δάνεια αμφότεροι εργάζονταν και το οικογενειακό τους εισόδημα ήταν ουσιωδώς υψηλότερο, είχαν επομένως την εύλογη πεποίθηση ότι θα μπορούσαν να εξυπηρετούν τις δανειακές υποχρεώσεις τους.
Περαιτέρω, από τις βεβαιώσεις της δηλωθείσας περιουσιακής κατάστασης (Ε9) και ΕΝΦΙΑ που προσκομίζει κι επικαλείται ο πρώτος αιτών προκύπτει ότι έχει στην κυριότητα του ένα διαμέρισμα πρώτου ορόφου που βρίσκεται επί της οδού … στον … Αθηνών επιφάνειας 71,50τμ. αντικειμενικής αξίας 49.549,50 ευρώ και εκτιμώμενης εμπορικής αξίας 49.500 ευρώ, η οποία αποτελεί την κύρια κατοικία του και πρέπει να εξαιρεθεί από την εκποίηση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του παρόντος Νόμου, καθώς συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος για την εφαρμογή του, δηλαδή το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος δεν υπερβαίνει τις εύλογες, δαπάνες διαβίωσης του προσαυξημένες κατά εβδομήντα τοις εκατό (70%), η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας του κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης: δεν υπερβαίνει τις 280.000 ευρώ και ο οφειλέτης είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης, βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών. Ειδικότερα εκτιμάται ότι το ακίνητο της στα πλαίσια της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφαιρουμένων των δαπανών εκτέλεσης, θα εκποιούνταν στο ποσό των 48.000 ευρώ.
Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα πραγματοποιηθεί προνομιακά προς τις εμπραγμάτως ασφαλισμένες απαιτήσεις της πιστώτριας κατά σειρά πρώτης εγγραφής εκάστης προσημείωσης και μετά την εξόφληση τους συμμέτρως στις ανέγγυες απαιτήσεις της και σύμφωνα με το Νόμο εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με σταθερό επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο χρόνος τοκοχρεωλυτικής του εξόφλησης πρέπει να οριστεί σε 400 μηνιαίες δόσεις ποσού 120 ευρώ εκάστης. Η καταβολή των δόσεων αυτών θα γίνεται μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα και ορίζεται να ξεκινήσει μετά τη ολοκλήρωση της ρύθμισης του άρθρου 8. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της και να ρυθμιστούν οι οφειλές των αιτούντων, σύμφωνα με τα όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται κατ’ άρθρο 8 παρ. 6 του Ν.3869/2010.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση εδώ.