Oι Γερμανοί εξαγωγείς αντιμετωπίζουν ολοένα και μεγαλύτερες πιέσεις στην εγχώρια αγορά τους από τις κινεζικές εξαγωγές προς την Ε.Ε., σύμφωνα με μελέτη που εκπόνησε το Cologne Institute for Economic Research.
Πράγματι, οι κινεζικές εξαγωγές προς την Ε.Ε. αφορούν ολοένα και πιο περίπλοκα και εξελιγμένα βιομηχανικά προϊόντα, όπως μηχανολογικός εξοπλισμός, φαρμακευτικά προϊόντα καθώς και ανταλλακτικά μέρη αυτοκινήτων, τα οποία αποτελούν την «ραχοκοκαλιά» της γερμανικής μεταποίησης. Σύμφωνα με τη μελέτη, που έγινε για λογαριασμό της γερμανικής εφημερίδας Welt am Sonntag, η αναλογία αυτών των προϊόντων στις εξαγωγές της Κίνας προς την Ε.Ε. αυξήθηκε από το 50,7% το 2000 στο 68,2% το 2019.
Τα στοιχεία αυτά λειτουργούν ως προειδοποίηση προς τους Γερμανούς πολιτικούς αλλά και τις επιχειρήσεις, καθώς εγείρουν πολλά ερωτηματικά ως προς το οικονομικό success story της Γερμανίας και το μέλλον της γερμανικής μεταποιητικής βιομηχανίας. Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία βρίσκεται αντιμέτωπη με το τέλος των κινητήρων εσωτερικής καύσης και τη μετάβαση στη νέα εποχή της ηλεκτροκίνησης, δεχόμενη έντονο ανταγωνισμό από άλλες αυτοκινητοβιομηχανίες, όπως η Tesla. Την ίδια στιγμή, ο γερμανικός κλάδος τεχνολογίας υπολείπεται έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ενώ η μεταποίηση δέχεται έντονες πιέσεις υπό το βάρος του υψηλού κόστους της ενεργειακής μετάβασης.
«Με την Κίνα, η Γερμανία δέχεται έντονο ανταγωνισμό στις εξαγωγές της, όχι μόνο παγκοσμίως, αλλά και στην ίδια την ευρωπαϊκή αγορά της», αναφέρει ο οικονομολόγος του IW, Γιούγκεν Μάτες.
Το Πεκίνο, με το πρόγραμμά του “Made in China 2025”, που εστιάζει την ενδυνάμωση της μεταποίησης για τους κλάδους τεχνολογίας, φέρεται να έχει στηριχθεί τα μέγιστα στα γερμανικά βιομηχανικά πρότυπα, γεγονός που σημαίνει ότι η επιτυχία της Κίνας έχει μιμηθεί το γερμανικό οικονομικό μοντέλο, όπως αναφέρουν αναλυτές.
Ο πρόεδρος ωστόσο του γερμανικού ινστιτούτου ZEW έχει αντίθετη άποψη, λέγοντας ότι στο κινεζικό βιομηχανικό μοντέλο υπάρχει αρκετή αβεβαιότητα με ξαφνικές αλλαγές πολιτικής, που σημαίνει ότι είναι αντίθετο με τη γερμανική αντίληψη περί σταθερής οικονομικής πολιτικής.