ΑΠ 1070/2020
Τεκμηρίωση καταγγελίας σύμβασης εργασίας από λόγους εμπάθειας και με σκοπό εκδίκηση εργαζομένου
Απόφαση 1070 / 2020 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 1070/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Λουκά Μόρφη – Εισηγητή, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου και Θεόδωρο Μαντούβαλο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 10 Δεκεμβρίου 2019, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΙΔΙΟΚΤΗΤΩΝ ΑΣΥΡΜΑΤΟΦΟΡΩΝ ΤΑΞΙ ΑΘΗΝΩΝ – ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΧΩΡΩΝ Σ.Π.Ε.” και διακριτικό τίτλο ” … Σ.Π.Ε.”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Γαρυφαλογιάννη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ε… Σ… του Β…, κατοίκου …., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευστάθιο Γραμμένο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/3/2012 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1831/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 4506/2018 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων συνεταιρισμός με την από 21/12/2018 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, με την υπό κρίση από 21ης Δεκεμβρίου 2018 αίτηση διώκεται η αναίρεση της υπ’ αριθμόν 4506/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Αρχικώς η αναιρεσίβλητη άσκησε κατά του αναιρεσείοντος την από 2ας Μαρτίου 2012 αγωγή, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ’ αριθμόν 1831/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά της εν λόγω αποφάσεως ο αναιρεσείων άσκησε την από 2ας Νοεμβρίου 2015 έφεση, εξεδόθη δε αντιμωλία των διαδίκων η προαναφερομένη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη η έφεση. Εν συνεχεία, ο αναιρεσείων άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Η εν λόγω αίτηση έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ.1, 552, 553, 556, 558, 564 και 566 ΚΠολΔ και πρέπει κατά την διάταξη του άρθρου 577 παρ. 3 ιδίου Κώδικος να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.Επειδή, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, κατά την οποία, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται εάν υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό αυτού, έχουσα έντονο τον χαρακτήρα δημοσίας τάξεως, τυγχάνει εφαρμογής και επί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία είναι μεν αναιτιώδης δικαιοπραξία, όταν όμως γίνεται κατά κατάχρηση δικαιώματος, είναι άκυρη κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, ως αντικειμένη στην προαναφερομένη απαγορευτική διάταξη. Περίπτωση δε καταχρήσεως δικαιώματος επί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του μισθωτού συντρέχει και όταν η καταγγελία γίνεται από λόγους εκδικήσεως του εργοδότη, επειδή ο μισθωτός διεξεδίκησε νόμιμα δικαιώματα από την εργασιακή σχέση. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται εάν έχει παραβιασθεί κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αντιθέτως, εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, ως επίσης εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένως, η δε παραβίαση γίνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη υπαγωγή. Εάν το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση συντελείται ειδικότερα, εάν το δικαστήριο εφήρμοσε τον νόμο, παρ’ ότι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έκρινε ως αποδειχθέντα, δεν ήσαν επαρκή προς τούτο, ή αντιθέτως δεν εφήρμοσε τον νόμο, παρ’ ότι τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ήσαν επαρκή, ως επίσης εάν προέβη σε υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας τα περιστατικά αυτά δεν υπήγοντο. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση συγχωρείται εάν η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως και ιδίως εάν στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες επί ζητήματος ασκούντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Τούτο συμβαίνει όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται παντελώς πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, τα οποία απαιτούνται προς εφαρμογή της εφαρμοσθείσης διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους.
Εν προκειμένω, από την κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο εδέχθη τα εξής: “Την 2-3-2011 η ενάγουσα προσελήφθη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία έληγε την 2-5-2011, από τον εναγόμενο Συνεταιρισμό … προκειμένου να απασχοληθεί σε αυτόν με την ειδικότητα της ραδιοτηλεφωνήτριας, με καθεστώς μερικής απασχόλησης, ήτοι επί πενθήμερο και 30 ώρες εβδομαδιαίος, με σύστημα κυλιόμενων βαρδιών … Ακολούθως, την 2-5-2011 που έληξε ο συμβατικός χρόνος της ως άνω σύμβασης, η ενάγουσα συνέχισε πλέον να προσφέρει τις υπηρεσίες της στον εναγόμενο και ο εναγόμενος να αποδέχεται αυτές, με καθεστώς πλέον πλήρους απασχόλησης, επί 36 έως και 40 ώρες εβδομαδιαίως, με όμοιο σύστημα κυλιόμενων βαρδιών, με αποτέλεσμα η μεταξύ τους σύμβαση να τραπεί σε αορίστου χρόνου, με τους ίδιους όρους, ήτοι με καθεστώς μερικής απασχόλησης. Οι αποδοχές των εργαζομένων στον εφεσίβλητο – εναγόμενο, όπως και της εκκαλούσας – ενάγουσας καταβάλλονταν με βάση τα κατατεθειμένα στο Σ.ΕΠ.Ε. προγράμματα εργασίας.
Ο εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος, στις αρχές εκάστου μήνα, αναρτούσε στα γραφεία του, το πρόγραμμα εργασίας των υπαλλήλων του, το οποίο παράλληλα κατατίθετο στην αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε., το οποίο όμως ήταν διάφορο από εκείνο που τελικώς ελάμβαναν οι εργαζόμενες και το οποίο δεν καταρτιζόταν άπαξ, αλλά γνωστοποιείτο σε αυτές στην πορεία του μήνα, ανά τρεις περίπου ημέρες, υπόκειτο δε σε αλλαγές και τροποποιήσεις, πάντα κατόπιν ενημέρωσης και σύμφωνης γνώμης του Προέδρου του εναγομένου … Τούτο αποδείχθηκε τόσο από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, πρώην συναδέλφου της εφεσίβλητης – ενάγουσας, η οποία κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι οι βάρδιες των εργαζομένων ήταν πάντα οκτάωρες καθώς και από το προσκομιζόμενο από την εφεσίβλητη – ενάγουσα πρόγραμμα βαρδιών μηνός Σεπτεμβρίου 2011, το οποίο δεν φέρει σφραγίδα κατάθεσης στο Σ.ΕΠ.Ε. και το οποίο εμφανίζει βασικές διαφορές με τα αντίστοιχα προγράμματα που κατατίθεντο νομίμως (βλ. προσκομιζόμενα προγράμματα βαρδιών … και …), τα οποία προέβλεπαν έξι (6) κυλιόμενες βάρδιες (τρεις 3ωρες και τρεις 8ωρες) ενώ εμφανίζουν την ενάγουσα ως εργαζόμενη σε σταθερή πενθήμερη εβδομαδιαία βάση, σε αντίθεση με το ως άνω πρόγραμμα του Σεπτεμβρίου, το οποίο προέβλεπε τρεις 8ωρες βάρδιες και εργασία της ενάγουσας άλλοτε τέσσερις και άλλοτε πέντε ημέρες την εβδομάδα.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι βάσει του ως άνω προγράμματος που της εγχειρίστηκε και ακολουθούσαν στην πράξη οι εργαζόμενες ραδιοτηλεφωνήτριες, η ενάγουσα πραγματοποίησε, το μήνα … , 152 ώρες εργασίας (19 ημέρες X 8 ώρες), ήτοι 32 ώρες πέραν των προβλεπόμενων από την ατομική σύμβαση μερικής απασχόλησης, πλην όμως από την προσκομιζόμενη απόδειξη πληρωμής αποδοχών περιόδου … αποδεικνύεται ότι οι αποδοχές που καταβλήθηκαν στην ενάγουσα για το μήνα αυτό δεν αντιστοιχούν στις πραγματικές ώρες εργασίας της, αφού της καταβλήθηκε αμοιβή για 16 ώρες υπερεργασίας.
Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, η εφεσίβλητη – ενάγουσα είχε οχλήσει τόσο τη γραμματεία, αλλά και το λογιστήριο, διαμαρτυρόμενη σχετικά με τον εσφαλμένο υπολογισμό των αποδοχών της, αλλά και τη μη έγκαιρη γνωστοποίηση του ακριβούς προγράμματος βαρδιών, καθώς η ίδια ήταν κάτοικος … και αυτό καθιστούσε δυσχερή την οργάνωση της καθημερινότητάς της. Ακολούθως, την … η εφεσίβλητη – ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε στον Πρόεδρο του εκκαλούντος – εναγομένου, για τον εσφαλμένο υπολογισμό των αποδοχών της, ο οποίος αμέσως της ανακοίνωσε ότι τίθεται εκτός προγράμματος εργασίας κατά τις ημέρες Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα, 10, 11 και 12-12-2011, αντίστοιχα. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος – εναγομένου, ότι η τροποποίηση του προγράμματος εργασίας της, μόνο για τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής, οφειλόταν στην έντονη δυσαρέσκεια από την πλευρά των συναδέλφων της εκκαλούσας – ενάγουσας σχετικά με την προνομιακή μεταχείριση της τελευταίας και δη με την τακτική ανάθεση σε αυτήν νυκτερινών και κυριακάτικων βαρδιών … με αποτέλεσμα να αμείβεται με προσαυξημένες αποδοχές δεν κρίνεται πειστικός καθώς από τη συγκριτική επισκόπηση των προσκομιζομένων προγραμμάτων εργασίας των μηνών Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2011, δεν προκύπτει μεροληπτική μεταχείριση της ενάγουσας, αφού δεν προκύπτει ότι εργαζόταν κατά τις νυχτερινές βάρδιες ή κατά τις Κυριακές, με μεγαλύτερη συχνότητα σε σχέση με τις συναδέλφους της, αλλά ούτε και παρείχε την εργασία της περισσότερες ημέρες την εβδομάδα. … Την 12-12-2011 η εφεσίβλητη – ενάγουσα, μετά την ανακοίνωση σ’ αυτήν ότι τίθεται εκτός προγράμματος τις ανωτέρω ημέρες, προσέφυγε ενώπιον του Τμήματος Κοινωνικής Επιθεώρησης … , καταγγέλλοντας την άρνηση του εναγομένου να αποδεχθεί την εργασίας της, τη μη ανάρτηση προγραμμάτων εργασίας και την οφειλή σε αυτήν δεδουλευμένων αποδοχών. Ακολούθως, κοινοποίησε στον εκκαλούντα – εναγόμενο την από 12.12.2011 εξώδικη δήλωση, με την οποία διαμαρτυρόταν για την αντισυμβατική συμπεριφορά του, καλώντας τον, συγχρόνως, να αποδεχθεί τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της. Παρά τις οχλήσεις της εφεσίβλητης – ενάγουσας και την καθημερινή τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τη γραμματεία του εναγομένου, προκειμένου να ενημερωθεί για τη διαμόρφωση του προγράμματός της, ο εκκαλών – εναγόμενος Συνεταιρισμός δεν τη συμπεριελάμβανε στο πρόγραμμα βαρδιών των τηλεφωνητριών.
Στη συνέχεια, την 20-12-2011, ο εναγόμενος κοινοποίησε στην ενάγουσα έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, λύοντας έτσι τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας … Από τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η εφεσίβλητη – ενάγουσα αποχώρησε οικειοθελώς την 9-12-2011, ούσα δυσαρεστημένη από την απόφαση του Προέδρου του εναγομένου να μην τυγχάνει προνομιακής μεταχείρισης σε σχέση με το λοιπό προσωπικό, ως προς το πρόγραμμα βαρδιών, δεν αποδείχθηκε βάσιμος αφενός μεν από τα προσκομιζόμενα προγράμματα βαρδιών των προαναφερθέντων μηνών αφετέρου από το γεγονός ότι ο εναγόμενος προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, ενώ, σε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης της εφεσίβλητης – ενάγουσας, θα είχε προβεί σε έγγραφη αναγγελία αυτής στην αρμόδια αρχή (Ο.Α.Ε.Δ.).
Για τους παραπάνω λόγους τυγχάνει αβάσιμος και ο ισχυρισμός που προβάλλει επικουρικά, περί μη καταχρηστικής καταγγελίας της σύμβασης της ενάγουσας, με την αιτιολογία ότι η ίδια ενήργησε αντισυμβατικά, με την παρατεταμένη απουσία της από την εργασία της, με αποτέλεσμα τον κλονισμό της εμπιστοσύνης του εκκαλούντος – ενάγοντος στο πρόσωπό της και την εκ μέρους του καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης, λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς που επέδειξε η εκκαλούσα – ενάγουσα.
Συνεπώς, αποδείχθηκε, ότι ο εκκαλών-εναγόμενος προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου της ενάγουσας καταχρηστικά, καθ’ υπέρβαση του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του διευθυντικού του δικαιώματος, από λόγους εμπάθειας και με σκοπό εκδίκησης της ενάγουσας, ως αντίδραση στην εκ μέρους της διαμαρτυρίας στους προστηθέντες υπαλλήλους και στο νόμιμο εκπρόσωπο του εναγομένου και προσφυγή στην Επιθεώρηση Εργασίας για τη διεκδίκηση των νομίμων δικαιωμάτων της, συμπεριφορά που δεν ήταν αρεστή στη διοίκηση του εναγομένου …”.
Υπό τις ως άνω παραδοχές το Μονομελές Εφετείο, δεχόμενο ότι η ως άνω καταγγελία υπήρξε καταχρηστική και ότι η αναιρεσίβλητη εδικαιούτο τον μισθό υπερημερίας ως και τα επιδόματα εορτών και αδείας του διαστήματος από 21ης Δεκεμβρίου 2011 μέχρι 21ης Οκτωβρίου 2014 συνολικού ποσού 35558,49 ευρώ, απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο είχε κρίνει ομοίως και είχε επιδικάσει το προαναφερόμενο ποσόν.
Με την εν λόγω κρίση το Μονομελές Εφετείο, παρεβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία και υπαγωγή την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, αλλά και εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς αιτιολογίες, καθιστώσες ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, και εστέρησε την απόφασή του νομίμου βάσεως, καθ’ όσον, κατά τα ανωτέρω, εδέχθη ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της αναιρεσιβλήτου προήλθε εξ εκδικήσεως και εμπαθείας του αναιρεσείοντος λόγω της προηγηθείσης διαμαρτυρίας αυτής σχετικώς με τα εργασιακά της δικαιώματα και ότι η συμπεριφορά αυτής “δεν ήταν αρεστή στη διοίκηση του εναγομένου”, χωρίς όμως αφ’ ενός να προβεί στην παράθεση περιστατικών εξηγούντων ικανοποιητικώς την εν λόγω παραδοχή και επιτρεπόντων τον έλεγχο της καταγγελίας ως ελαυνομένης εκ ταπεινών ελατηρίων, αφού ναι μεν η διαμαρτυρία του μισθωτού δυνατόν να προκαλεί την ενόχληση και την δυσαρέσκεια του εργοδότη, δεν επαρκεί όμως μόνη αφ’ εαυτής, άνευ άλλων περιστατικών, να τεκμηριώσει ως αυτόθροο συνέπεια ότι η επακολουθήσασα καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του μισθωτού υπήρξε προϊόν εμπαθείας και εκδικητικότητος του εργοδότη (ΑΠ 258/2019, ΑΠ 1672/2018, ΑΠ 1253/2018, ΑΠ 729/2018), και χωρίς αφ’ ετέρου να διευκρινίσει ποίο συγκεκριμένως φυσικό πρόσωπο της Διοικήσεως του Συνεταιρισμού διακατείχε το από εμπάθεια και εκδικητικότητα προς αυτή και εάν η εν λόγω προσωπική εμπάθεια και εκδικητικότης συνδέεται με την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας (ΑΠ 179/2016).
Συνεπώς οι πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος του, και δεύτερος λόγοι της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, εκ των αριθμών 1 εδ. α’ και 19 ΚΠολΔ, δια των οποίων προσάπτονται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες της παραβιάσεως της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ και της ανεπαρκούς αιτιολογίας, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί.
Επειδή, από την διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ωρισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία την θεμελιώνουν, άλλως είναι αόριστη και απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη. Η κρίση του δικαστηρίου ότι η ένσταση δεν είναι ωρισμένη παρά την επαρκή έκθεση των αναγκαίων στοιχείων αυτής ή αντιθέτως ότι είναι ωρισμένη παρά την ανεπαρκή έκθεση των εν λόγω στοιχείων ελέγχεται αναιρετικώς μέσω του λόγου του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίον αναίρεση συγχωρείται, εάν το δικαστήριο παρά τον νόμο εκήρυξε ή δεν εκήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαιώματος ή απαράδεκτο.
Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 656 ΑΚ, εάν ο εργοδότης είναι υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας του εργαζομένου, υποχρεούται στην καταβολή μισθού υπερημερίας, δικαιούται όμως να εκπέσει την ωφέλεια, την οποία απεκόμισε ο εργαζόμενος από την ματαίωση της εργασίας ή την αλλαχού παροχή αυτής. Ο εν λόγω ισχυρισμός συνιστά ένσταση, προς θεμελίωση της οποίας πρέπει να αναφέρεται συγκεκριμένως η ωφέλεια του εργαζομένου και η αιτιώδης συνάφεια αυτής προς την υπερημερία του εργοδότη.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των οικείων διαδικαστικών εγγράφων, ο αναιρεσείων προέβαλε δια του δευτέρου λόγου της εφέσεως αυτού τον ισχυρισμό ότι η αναιρεσίβλητη, απασχοληθείσα κατά το επίδικο διάστημα σε εμπορικό κατάστημα, το οποίο διατηρεί στην …, απεκόμισε ωφέλεια, η οποία εν περιπτώσει επιδικάσεως υπέρ αυτής μισθών υπερημερίας πρέπει να εκπεσθεί. Η ως άνω ένσταση είναι συμφώνως προς τα ανωτέρω αόριστη, αφού δεν αναφέρεται το συγκεκριμένο ποσόν, στο οποίο ανέρχεται η εν λόγω ωφέλεια, επομένως το Μονομελές Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως και απέρριψε την ένσταση ως αόριστη, δεν εκήρυξε παρά τον νόμο απαράδεκτο και ο τέταρτος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, εκ του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή, η αναίρεση αφορά τα προσβληθέντα κεφάλαια αλλά και τα τελούντα εν σχέσει ουσιαστικής συναφείας προς αυτά κατά τρόπον ώστε να μην είναι δυνατό να αποχωρισθούν, όπως είναι το κεφάλαιο περί δικαστικών εξόδων, το οποίο έχει παρακολου-θηματικό χαρακτήρα, οπότε συναναιρούνται και αυτά. Εάν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και δια της παραδοχής ενός λόγου εξαφανίζεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κατά το μέρος, κατά το οποίο προσβάλλεται, δεν εξετάζονται οι τυχόν περιλαμβανόμενοι άλλοι λόγοι, εκτός εάν δικαιολογείται σχετικώς ειδικό έννομο συμφέρον.
Εάν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση εξ οιουδήποτε άλλου λόγου εκτός της υπερβάσεως δικαιοδοσίας και της παραβιάσεως των περί αρμοδιότητος διατάξεων, δύναται συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 580 παρ. 1 – 3 ΚΠολΔ, να κρατήσει την υπόθεση και να επιληφθεί της εκδικάσεως αυτής, εάν κατά την κρίση του η υπόθεση δεν χρήζει περαιτέρω διευκρινίσεως, άλλως παραπέμπει την υπόθεση, προκειμένου να συζητηθεί σε νέα δικάσιμο, και προκειμένου περί των υπ’ αριθμ. 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγων, δύναται να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον άλλου δικαστηρίου ισοβάθμου και ομοειδούς προς το εκδώσαν την αναιρεθείσα απόφαση ή ενώπιον του ιδίου, εάν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός των εκδωσάντων την αναιρεθείσα απόφαση.
Εν προκειμένω, εν όψει των κατά τα ανωτέρω δεκτών γενομένων πρώτου κατά το πρώτο σκέλος του και δευτέρου λόγων της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλον Δικαστή εκτός του εκδώσαντος την εν λόγω απόφαση, ενώ παρέλκει κατά τα προαναφερθέντα η εξέταση των λοιπών λόγων της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως, αφού η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έχει κατά τα ανωτέρω αναιρεθεί δυνάμει των δεκτών γενομένων λόγων. Επειδή, συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος αυτού, ως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμόν 4506/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, συντιθεμένου από άλλον Δικαστή εκτός του εκδώσαντος την εν λόγω απόφαση. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος ποσού δύο χιλιάδων τριακοσίων (2300) ευρώ.-
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Ιουνίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Οκτωβρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ