Τι ισχύει για τις αποδείξεις ειδικά για το φορολογικό έτος 2020, λόγω κορωνοϊού
Με την παρ. 71 του αρ. 72 του ΚΦΕ (Ν.4172/2013), λήφθηκαν ειδικά μέτρα ελάφρυνσης του μέτρου των υποχρεωτικών δαπανών για το 2020, καθώς υπήρξε μια σαφής μείωση των εισοδημάτων λόγω κορωνοϊού. Επί της ουσίας αυτά είναι τα εξής:
Πρώτον, στις ήδη υπάρχουσες εξαιρέσεις από το μέτρο, που εξακολουθούν να ισχύουν, προστέθηκαν ειδικά για φέτος κάποιες επιπλέον. Κυριότερη η επέκταση της εξαίρεσης σε φορολογούμενους που είχαν συμπληρώσει το εξηκοστό (60ό) έτος της ηλικίας τους στις 31 Δεκεμβρίου 2019.
Επίσης, σε φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία θεωρήθηκε ως πληττόμενη για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του έτους 2020, σε όσους η σύμβαση εργασίας ανεστάλη για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του έτους 2020 λόγω των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, σε όσους η σύμβαση ναυτολόγησης ανεστάλη κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε διαστήματος εντός του 2020 για τους ίδιου λόγους και σε όσους εντάχθηκαν στον μηχανισμό ενίσχυσης «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» ανεξαρτήτως χρονικού διαστήματος εντός του 2020, όπως τα πρόσωπα αυτά θα αποσταλούν στη Φορολογική Διοίκηση από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.
Εξαιρούνται, ακόμη, όσοι είναι ιδιοκτήτες ακινήτων και έλαβαν μειωμένο μίσθωμα εντός του 2020, με την προϋπόθεση ότι έχει υποβληθεί έστω και μία εγκεκριμένη δήλωση COVID-19, κατόπιν σχετικής επεξεργασίας από την ΑΑΔΕ.
Δεύτερον, αν τελικά δεν καταφέρατε να μαζέψετε δαπάνες ίσες με το τριάντα τοις εκατό του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα και ακίνητα, η φορολογική αρχή σας κάνει έκπτωση στον επιπλέον φόρο που θα πληρώσετε:
– Σε περίπτωση που το δηλωθέν ποσό με ηλεκτρονικές συναλλαγές είναι υψηλότερο του 20% του πραγματικού εισοδήματος που προαναφέραμε, ο φόρος που προκύπτει προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή έντεκα τοις εκατό (11%).
– Σε περίπτωση τώρα που το δηλωθέν ποσό με ηλεκτρονικές συναλλαγές υπολείπεται και του 20% του πραγματικού εισοδήματος, o φόρος που προκύπτει προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του είκοσι τοις εκατό (20%) του πραγματικού εισοδήματος και του δηλωθέντος ποσού δαπανών, επί συντελεστή είκοσι δύο τοις εκατό (22%) συν το υπόλοιπο 10% του πραγματικού εισοδήματος που δεν καλύπτεται από αποδείξεις, επί συντελεστή έντεκα τοις εκατό (11%).
Αν δεν καταλάβατε και πολλά απ’ αυτή την τελευταία περίπτωση, θυμηθείτε τον φίλο μας με τα 30.000 ευρώ εισόδημα που, τσιγγούνικα φερόμενος, έχει συγκεντρώσει αποδείξεις δαπανών μόλις 2.000 ευρώ αντί των 9.000 ευρώ που απαιτεί η ΑΑΔΕ. Επειδή το ποσό που συγκέντρωσε είναι κάτω από το 20% του εισοδήματός του (6.000), η διαφορά μέχρι το 20% (6.000 – 2.000 = 4.000) θα επιβαρυνθεί με 22%, δηλαδή 4.000 Χ 22% = 880 ευρώ. Το υπόλοιπο 10% (μεταξύ του 20 και 30 τοις εκατό) θα επιβαρυνθεί με 11%, δηλαδή 3.000 Χ 11% = 330 ευρώ. Συνολικά η επιβάρυνσή του λοιπόν θα είναι 880 + 330 = 1.210 ευρώ, αντί για 1.540 ευρώ (9.000 – 2.000 = 7.000 Χ 22% = 1.540).
– Σε κάθε περίπτωση, η προσαύξηση του φόρου δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή είκοσι δύο τοις εκατό (22%).
Αν είστε απ’ αυτούς που μελετούν Σανσκριτικά και αναρωτιέστε γιατί έπρεπε να διευκρινιστεί ότι η επιβάρυνση ποτέ δεν ξεπερνά το 22% της διαφοράς, κάτι μαθηματικά αυτονόητο, θα προσπαθήσω να εξηγήσω τι εννοεί. Σε όλο το νομοθέτημα υπάρχει μια σύγχυση στην έννοια της λέξης «απαιτούμενο ποσό». Πότε ο όρος αναφέρεται στο 30% του πραγματικού εισοδήματος και πότε στο μέγιστο απαιτούμενο των 20.000 ευρώ.
Εδώ καθίσταται σαφές ότι η μέγιστη επιβάρυνση δεν μπορεί να ξεπερνά 20.000 Χ 22% = 4.400 ευρώ, από την άλλη όμως το 20.000 δεν είναι το ποσό στο οποίο το 30% χωρίζεται σε 20 και 10 τοις εκατό. Π.χ. έστω φορολογούμενος με εισόδημα 150.000 ευρώ. Το απαιτούμενο ποσό αποδείξεων είναι 45.000 ενώ στον κωδικό 049 το απαιτούμενο ποσό είναι 20.000 και έστω ότι ο φορολογούμενος δεν ανέγραψε κανένα ποσό στον 049.
Θεωρητικά, λοιπόν, θα έπρεπε να επιβαρυνθεί με το 22% των 30.000 (το 20% του εισοδήματος) συν το 11% των 15.000 (το 10% του εισοδήματος), δηλαδή 6.600 + 1650 = 8.250 ευρώ. Επειδή όμως αυτό το ποσό υπερβαίνει το 22% του εκ του νόμου απαιτούμενου ποσού (4.400), περιορίζεται σε αυτό.
Τελειώνοντας, θα τονίσουμε την κατά τη γνώμη μας αδυναμία του συστήματος: Ενώ απαιτεί από το φορολογούμενο να δαπανά και μάλιστα επί ποινή, δεν αναγνωρίζει αυτές τις δαπάνες για μείωση του εισοδήματος. Παρ’ όλο που το ποσοστό αυτό δαπάνης επιβάλλεται απ’ το νόμο και παρ’ όλο που οι δαπάνες που αναγνωρίζονταν πρέπει να γίνουν με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, επομένως γι’ αυτές είχαν εκδοθεί παραστατικά εσόδου, δεν εκπίπτουν από το εισόδημα του φορολογουμένου. Τα ποσά αυτά δηλαδή περιλαμβάνονταν (όπως και τώρα) στα έσοδα και του μισθωτού και του επιτηδευματία που εξέδωσε το παραστατικό για το όποιο αγαθό ή υπηρεσία.
Έτσι, ένα μέτρο που θα μπορούσε να αποδειχθεί ισχυρό όπλο εναντίον της φοροδιαφυγής δεν πρόκειται ποτέ να διαμορφώσει φορολογική συνείδηση, γιατί για τον πολύ κόσμο δεν είναι τίποτε άλλο από μια επιπλέον απειλή.
Ο Χαράλαμπος Τσοχαντάρης είναι Λογιστής – Φοροτεχνικός