ΣτΕ Ολ 1360-1/2021
Πρόεδρος: Α. Ράντος
Εισηγητής: Τ. Κόμβου
Αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις ή παραλείψεις οργάνων ενταγμένων στη δικαστική λειτουργία
Με τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 1360 και 1361/2021 επί αιτήσεων αναιρέσεως, οι οποίες εισήχθησαν στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου κατόπιν παραπομπής με τις 1370 και 1371/2019 αποφάσεις του Α΄ Τμήματος, κρίθηκαν κατά πλειοψηφία τα εξής:
Α) Στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες ή νόμιμες μεν, αλλά που προκαλούν βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπουν οι πράξεις αυτές, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ως άνω έννοια, όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους, άρα και εκείνης των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία.
Επομένως, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλεται στον νομοθέτη να ορίζει τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που προκαλείται από τη δράση οιουδήποτε κρατικού οργάνου, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την αποστολή του έργου που το Σύνταγμα αναγνωρίζει, αναθέτει και εγγυάται στα όργανα των τριών λειτουργιών του Κράτους.
Κατά τη μία μειοψηφούσα γνώμη, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ως θεμέλιο της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου για ζημιογόνες πράξεις των οργάνων του, δεν καταλαμβάνει, κατ’ αρχήν, την κατηγορία των οργάνων της δικαστικής εξουσίας κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων, δοθέντος ότι αποζημίωση από πράξεις της κατηγορίας αυτής προβλέπεται ειδικώς στο Σύνταγμα (άρθρο 7 παρ. 4 περί ευθύνης του Δημοσίου για άδικη ποινική καταδίκη και στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, άρθρο 99 περί ευθύνης των δικαστικών λειτουργών για κακοδικία, στο οποίο μάλιστα προβλέφθηκε και αρμόδιο ειδικό δικαστήριο), χωρίς πάντως να αποκλείεται η ευχέρεια του κοινού νομοθέτη να διευρύνει τις περιπτώσεις αποζημίωσης από ζημιογόνες δικαιοδοτικές πράξεις, έπειτα από στάθμιση, κατά πρόσφορο τρόπο, της ανάγκης αποζημίωσης προς τις συνταγματικές απαιτήσεις ως προς την ανεξαρτησία και την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης, αλλά και σε συμφωνία προς τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου. Κατά την άλλη μειοψηφούσα γνώμη, από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 4 και 99 του Συντάγματος συνάγεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης ρύθμισε ειδικώς το θέμα της ευθύνης του Κράτους από την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας και της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ώστε εξαίρεσε το θέμα της ανωτέρω αποζημιωτικής ευθύνης του Κράτους από το ρυθμιστικό πεδίο της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 4 παρ. 5. Συνεπώς, η αναγνώριση της ευχέρειας, πολλώ δε μάλλον της υποχρέωσης του κοινού νομοθέτη, να ρυθμίσει, χωρίς μάλιστα ειδική διασφαλιστική της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης συνταγματική πρόβλεψη, τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της «ορθότητας» των δικαστικών αποφάσεων και πράξεων από άλλο δικαστή, διαφορετικό από τον φυσικό, δεν συνάδει προς τη συνταγματικώς κατοχυρούμενη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, πλήττοντας την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας και την ασφάλεια του δικαίου (άρθρα 8, 20 παρ. 1 και 87 παρ. 1 Συντάγματος). Άλλο δε είναι το ζήτημα, κατά την ίδια μειοψηφούσα γνώμη, της ευθύνης του Δημοσίου από αποφάσεις ή πράξεις δικαστικών οργάνων κατά παράβαση του ενωσιακού δικαίου με τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Β) Εξάλλου, όπως περαιτέρω κρίθηκε κατά πλειοψηφία, οι διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, αναφερόμενες σε όργανα του Δημοσίου, δεν έχουν, παρά την ευρεία διατύπωσή τους, εφαρμογή στις περιπτώσεις υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης από παράνομες πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Επιπλέον, ενόσω δεν υφίσταται, σε εκτέλεση της προεκτεθείσας επιταγής του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκαταστάσεως της ζημίας που προκαλείται από όργανα της δικαστικής λειτουργίας, καθώς και της αρμόδιας δικαιοδοσίας για την επίλυση των σχετικών διαφορών, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί ούτε κατ’ ευθεία επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, οι σχετικές αξιώσεις δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμες. Η δε γενόμενη δεκτή με την απόφαση ΣτΕ Ολ 799/2021 υποχρέωση του Δημοσίου να προβαίνει στην αποκατάσταση της ζημίας που οι πολίτες υφίστανται λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, υπό τις προϋποθέσεις που διέπλασε το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνιστά διαφορετική περίπτωση, υπαγορευθείσα από την ανάγκη διαφυλάξεως της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου από τις εθνικές αρχές, στις οποίες προδήλως περιλαμβάνονται και τα δικαστήρια.
Κατά τη συγκλίνουσα γνώμη, ελλείψει νομοθετικής ρυθμίσεως που να θεσπίζει ειδικώς αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου για δικαιοδοτικές πράξεις οργάνων της δικαστικής εξουσίας, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., η οποία ούτε λαμβάνει σχετική μέριμνα ούτε παρίσταται πρόσφορη για τη διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ανεξαρτησίας, του κύρους και της ευρυθμίας της Δικαιοσύνης. Κατά άλλη ειδικότερη γνώμη, δεν είναι δυνατή ούτε η ευθεία ή η ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. ούτε η ευθεία εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος στις περιπτώσεις αποφάσεων ή πράξεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων τους , οι οποίες, κατά τον ενάγοντα, είναι μη ορθές και ζημιογόνες, αφού ο κοινός νομοθέτης δεν έχει την υποχρέωση ούτε την ευχέρεια να καθορίσει τη διαδικασία και τους όρους αποκατάστασης της σχετικής ζημίας.
Περαιτέρω, κατά τη γνώμη ορισμένων μελών της συνθέσεως, ο κοινός νομοθέτης σε εκτέλεση της επιταγής του άρθρου 7 παρ. 4 του Συντάγματος έχει θεσπίσει στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρα 533-545, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, και ήδη άρθρα 535-544 του ισχύοντος Κώδικα) σύστημα αποζημιώσεως από το Δημόσιο των κρατηθέντων και μετέπειτα αθωωθέντων, καθορίζοντας ειδικώς και αποκλειστικώς τους όρους και τη διαδικασία για την αποκατάσταση της ζημίας τους από πράξεις, παραλείψεις, αποφάσεις ή άλλες ενέργειες δικαστικών αρχών και εν γένει οργάνων ενταγμένων στη διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, οι οποίες είχαν ως συνέπεια τη στέρηση της ελευθερίας τους, αναγνωρίζοντας δε δικαίωμα αποζημιώσεως και στα δικαιούμενα διατροφής από αυτούς μέλη της οικογενείας τους. Σύμφωνα με τις ειδικές αυτές διατάξεις, οι σχετικές διαφορές υπάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των ποινικών – πολιτικών δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων.
Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, ενόψει προηγούμενης νομολογίας του Δικαστηρίου (ΣτΕ Ολ 1501/2014), εφόσον το Σύνταγμα δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, οι σχετικές αξιώσεις ασκούνται με βάση το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ αναλόγως εφαρμοζόμενο (ευθύνη από πρόδηλο σφάλμα οργάνου ενταγμένου στη δικαστική λειτουργία).
Γ) Όπως περαιτέρω κρίθηκε κατά πλειοψηφία, ενόψει του προβλεπόμενου από το Σύνταγμα οργανωτικού σχήματος των χωριστών δικαιοδοσιών, ο έλεγχος των αποφάσεων και λοιπών διαδικαστικών πράξεων ενεργείται υποχρεωτικά από όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο και, ως εκ τούτου, ο νομοθέτης οφείλει να ρυθμίσει τα σχετικά ζητήματα χωριστά ανά δικαιοδοτικό κλάδο.
Κατά τη συγκλίνουσα γνώμη, είναι δυνατόν όχι όμως αναγκαίο να ρυθμίζει τα σχετικά ζητήματα ανά δικαιοδοτικό κλάδο.
Κατά τη μία μειοψηφούσα γνώμη, η δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (άρθρο 1 παρ. 1 περ. η΄ του ν. 1406/1983) περιλαμβάνει και την εκδίκαση διαφορών αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, ανεξαρτήτως της δικαιοδοσίας στην οποία ανήκουν τα όργανα αυτά.
Κατά την άλλη μειοψηφούσα γνώμη, λόγω της ιδιότητας του προσώπου που εξέδωσε τη φερόμενη ως μη ορθή και ζημιογόνο απόφαση ή τέλεσε τη φερόμενη ως μη ορθή πράξη ή παράλειψη, ο δικαστής της αγωγής αποζημίωσης δεν θα πρέπει να ανήκει στο ίδιο Σώμα ή στον ίδιο Κλάδο της Δικαιοσύνης.
Δ)Στην προκειμένη περίπτωση, με (απορριφθείσες πρωτοδίκως ελλείψει δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων) αγωγές, ασκηθείσες κατ’ επίκληση του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ζητήθηκε χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν μέλη της οικογένειας (σύζυγος και θυγατέρα, αντιστοίχως) καταδικασθέντος και μετέπειτα αθωωθέντος εξαιτίας της άδικης φυλακίσεώς του.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι το Διοικητικό Εφετείο, το οποίο (μετά την αποδοχή των εφέσεων των αρχικώς εναγουσών και την εξαφάνιση των πρωτόδικων αποφάσεων) δίκασε κατ’ ουσίαν τις αγωγές και τις απέρριψε ως ουσία αβάσιμες (μη δεχθέν πρόδηλο σφάλμα των οργάνων της δικαστικής εξουσίας), ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκαταστάσεως της ζημίας που προκαλείται από όργανα ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία, καθώς και των αρμοδίων δικαστηρίων, έσφαλε, αχθέν σε κατ’ ουσίαν εκδίκαση αγωγών επί των οποίων δεν είχε δικαιοδοσία.
Το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αυτό αυτεπαγγέλτως και ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων παραδεκτού του άρθρου 53 παρ. 3 και 4 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, αναίρεσε δε κατόπιν τούτου τις αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου και, ακολούθως, απέρριψε τις εφέσεις.
Κατά τη συγκλίνουσα ειδικότερη γνώμη, το Διοικητικό Εφετείο υπερέβη τη δικαιοδοσία του, διότι δικαιοδοσία να κρίνουν τις διαφορές αυτές έχουν τα ποινικά-πολιτικά δικαστήρια σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του εκτελεστικού του άρθρου 7 παρ. 4 του Συντάγματος νόμου (δηλ. τα ως άνω άρθρα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).