Αγωγή για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης
και προσβολής της προσωπικότητας, κατ’ επίκληση των άρθρων 105
και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., σε συνδυασμό με τα άρθρα 932 και 57 – 59
του Α.Κ., κατά το χρονικό διάστημα ακούσιας παραμονής της
ενάγουσας στην Ψυχιατρική Κλινική του εναγόμενου για εξέταση και
σύνταξη γνωματεύσεων, προκειμένου να διαπιστωθεί, κατά τις
διατάξεις του ν.2071/1992, εάν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για
ακούσια νοσηλεία της. Συναφείς μόνο οι προβαλλόμενες παράνομες
πράξεις και παραλείψεις οργάνων του εναγόμενου με τις οποίες
επλήγη, κατά την ενάγουσα, η προσωπική της ελευθερία και
αξιοπρέπεια, κατά το χρονικό διάστημα της παραμονής της στο
εναγόμενο. Διατάσσεται ο χωρισμός της αγωγής ως προς τις μη
συναφείς παράνομες πράξεις και παραλείψεις που φέρεται ότι έλαβαν
χώρα μετά την έξοδο της ενάγουσας από την ως άνω Κλινική και
προσέβαλαν το δικαίωμά της για πρόσβαση στα στοιχεία του ιατρικού
της φακέλου και το δικαίωμά της για προστασία από τη συλλογή,
επεξεργασία και χρήση των προσωπικών της δεδομένων. Πρόσθετη
παρέμβαση και έννομο συμφέρον προς άσκησή της, συναρτώμενο εν
μέρει και με τον προαναφερόμενο χωρισμό. Απαράδεκτοι οι
ισχυρισμοί με τους οποίους μεταβάλλεται η γενεσιουργός αιτία της
αξίωσης το πρώτον με μεταγενέστερα της αγωγής δικόγραφα
(υπόμνημα, πρόσθετοι λόγοι). Απαράδεκτο το αίτημα για άρση της
προσβολής της προσωπικότητας της ενάγουσας και για μη
επανάληψή της στο μέλλον, ως διαπλαστικού χαρακτήρα.
Από το συνδυασμό των διατάξεων του ν.2071/1992, του α.ν.
1565/1939, του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν.3418/2005), των
άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. και των άρθρων 57, 59 και 932
του Α.Κ., συνάγεται ότι ευθύνη ν.π.δ.δ. προς καταβολή εύλογης
χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στοιχειοθετείται και
στην περίπτωση που κάποιο πρόσωπο, φερόμενο ως ασθενής,
εισαχθεί σε δημόσια ψυχιατρική κλινική για σύνταξη γνωματεύσεων,
προκειμένου να κριθεί εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις ακούσιας
νοσηλείας του, κατά τις διατάξεις του ν.2071/1992, και υποστεί από
όργανο της εν λόγω κλινικής προσβολή της προσωπικότητάς του σε
οποιαδήποτε από τις επί μέρους εκφάνσεις της και, ιδίως, την
προσωπική ελευθερία και την τιμή του (πρβλ. ΣτΕ 3292/2017 σκ. 4,
πρβλ. Α.Π. 308/2016, 285, 109/2012, 1187/2009, 1987/2007),
κατά παράβαση είτε των σχετικών εγγυήσεων που θέτει ο
ν.2071/1992 και των γενικά αποδεκτών κανόνων και μεθόδων της
ιατρικής επιστήμης, όπως εξειδικεύονται στον α.ν. 1565/1939 και
στο ν.3418/2005, είτε της αρχής της αναλογικότητας, που
κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 του Συντάγματος (πρβλ. ΑΠ
835/1972), ανεξάρτητα αν η προσβολή αυτή οφείλεται ή όχι σε
υπαιτιότητα του εν λόγω οργάνου (βλ. ΣτΕ 3292/2017 σκ. 4,
1326/2017,
410/2016, 1970/2009, 2536/2008, 2891/1999 7μ., 4913/1998). Η
σχετική, δε, αξίωση του ως άνω προσώπου είναι αυτοτελής σε σχέση
με τυχόν αξίωσή του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης
που συνίσταται σε βλάβη της υγείας του, προκαλούμενη από ιατρική
πράξη που διενεργείται στο πλαίσιο ακούσιας νοσηλείας κατά
παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης (πρβλ.
ΣτΕ 717/2018).
Πραγματικά περιστατικά. Απόρριψη αγωγής, ως αβάσιμης.
Ειδικότερα, ο ισχυρισμός περί μη σύννομης αποδοχής από το
εναγόμενο της μη ισχύουσας, λόγω παρόδου τριημέρου από την
έκδοσή της, εισαγγελικής παραγγελίας για μεταφορά της ενάγουσας
σε αυτό για εξέταση και σύνταξη γνωματεύσεων, τυγχάνει
απορριπτέος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης νομικής προϋπόθεσης.
Τούτο, διότι, η εν λόγω εισαγγελική παραγγελία δεν διαγράφεται στο
νόμο ως περιορισμένης χρονικής ισχύος, η εκτέλεσή της, δε, είναι
υποχρεωτική για τη διοίκηση δημόσιου νοσοκομείου. Εξάλλου,
τριήμερη προθεσμία από τότε που ο εισαγγελέας πρωτοδικών διέταξε
τη μεταφορά του φερόμενου ως ασθενή σε ψυχιατρική κλινική
προβλέπεται μόνο στην παρ. 6 του άρθρου 96 του ν.2071/1992,
προκειμένου ο εν λόγω εισαγγελέας να ζητήσει με αίτησή του να
επιληφθεί σχετικά το πολυμελές πρωτοδικείο, με έκδοση απόφασης
περί ακούσιας νοσηλείας του ασθενή, περίπτωση διάφορη από την
ένδικη. Ενόψει τούτων, η προφορική ανανέωση της ανωτέρω
γραπτής εισαγγελικής παραγγελίας, η οποία, πάντως, εξακολουθούσε
να είναι σε ισχύ κατά τη μεταφορά της ενάγουσας στο εναγόμενο,
έχουσα απλώς την έννοια της «επιβεβαίωσής» της, στερείται νομικής
σημασίας. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 96 του
ν.2071/1992 προκύπτει ότι η προβλεπόμενη στην παρ. 4 του άρθρου
αυτού υποχρέωση σύνταξης πρακτικού ενημέρωσης του ασθενή για
τα δικαιώματά του και, ειδικότερα, το δικαίωμά του να ασκήσει
ένδικο μέσο αφορά στην περίπτωση που ο εισαγγελέας, έχοντας
μπροστά του δύο διαφορετικές ιατρικές γνωματεύσεις, διατάσσει τη
μεταφορά του φερόμενου ως ασθενή σε δημόσια ψυχιατρική κλινική
και ταυτόχρονα εισάγει την αίτηση για ακούσια νοσηλεία του στο
αρμόδιο πρωτοδικείο, προκειμένου να κρίνει αυτό, κατά τη
διαδικασία της παρ. 6 του ίδιου ως άνω άρθρου, για τη συνδρομή
των οικείων προϋποθέσεων. Εκ τούτων παρέπεται ότι πρακτικό
ενημέρωσης δεν συντάσσεται στη διάφορη περίπτωση της ακούσιας
μεταφοράς φερόμενου ως ασθενή σε δημόσια ψυχιατρική κλινική για
εξέταση και σύνταξη γνωματεύσεων, εφόσον, στην περίπτωση αυτή,
ελλείψει γνωματεύσεων, δεν έχει καν εισαχθεί η αίτηση για ακούσια
νοσηλεία στο δικαστήριο, πολλώ, δε, μάλλον δεν τίθεται ζήτημα
άσκησης ένδικου μέσου. Επομένως, ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι,
κατά παράβαση του άρθρου 96 παρ. 4 του ν.2971/1992, δεν
συντάχθηκε πρακτικό ενημέρωσής της, είναι απορριπτέος, ως νόμω
αβάσιμος. Εξάλλου, η ενάγουσα δεν απέδειξε, ως όφειλε, σύμφωνα
με το άρθρο 145 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., τον ειδικότερο ισχυρισμό της ότι
αυτή δεν ενημερώθηκε, κατά παράβαση όσων ορίζονται στη διάταξη
του άρθρου 11 παρ. 1 του ν.3418/2005, για την πραγματική
κατάσταση της υγείας της. Αντιθέτως, στο προσκομιζόμενο φύλλο
νοσηλείας αναγράφεται ότι αυτή ενημερώθηκε και για τη διάγνωση
εξόδου της. Επομένως, με τα δεδομένα αυτά, δεν στοιχειοθετείται
παράβαση του άρθρου 11 παρ. 1 του ν.3418/2005, το οποίο
προβλέπει ενημέρωση του ασθενή. Περαιτέρω, απορριπτέος, ως
απαράδεκτος, τυγχάνει ο ισχυρισμός ότι το πιστοποιητικό εισαγωγής
της ενάγουσας στην κλινική φέρει μεταγενέστερη υπογραφή από
ιατρό, που πιστοποιεί ψευδώς ότι την εξέτασε. Τούτο, διότι ο εν
λόγω ισχυρισμός δεν συνοδεύεται, σύμφωνα με το άρθρο 176 του
Κ.Δ.Δ., από αίτημα διάγνωσης της πλαστότητας του ως άνω
δημοσίου εγγράφου, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1
του Κ.Δ.Δ., συνιστά πλήρη απόδειξη για τη βεβαιούμενη σε αυτό
εξέταση η οποία διενεργήθηκε από τους συντάκτες του, ούτε,
άλλωστε, καλύπτεται από ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα,
σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 6 περ. γ΄ του Κ.Δ.Δ. Τέλος,
απορριπτέος, ως αναπόδεικτος, τυγχάνει και ο ισχυρισμός της
ενάγουσας περί υπέρβασης της σαρανταοκτάωρης προθεσμίας
παραμονής της στο εναγόμενο και, κατ’ ακολουθία, στέρησης της
προσωπικής της ελευθερίας. Τούτο, διότι, η ενάγουσα δεν
προσκόμισε, ως όφειλε, σύμφωνα με το άρθρο 145 παρ. 1 του
Κ.Δ.Δ., εισιτήριο και εξιτήριο αυτής με αναγραφή ακριβούς ώρας
εισαγωγής και εξόδου της από το εναγόμενο. Σε κάθε περίπτωση,
δε, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι η έξοδος της ενάγουσας έλαβε
χώρα μετά την πάροδο του 48ωρου, όπως αυτή ισχυρίζεται,
γεγονός, πάντως, που ουδόλως συνομολογεί το εναγόμενο, η
υπέρβαση της εν λόγω προθεσμίας, από μόνη της, δεν δύναται να
στοιχειοθετήσει αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου. Τούτο, διότι,
σύμφωνα με το άρθρο 99 παρ. 1 του ν.2071/1992, το εξιτήριο
χορηγείται από τον Διευθυντή της Ψυχιατρικής Κλινικής, του οποίου
η παρουσία (εφημερία) στο εναγόμενο τις πρώτες πρωινές ώρες της
(…), δηλαδή κατά τη συμπλήρωση του 48ώρου, δεν αποδεικνύεται,
ούτως ώστε να δύναται να θεωρηθεί ότι η μη χορήγηση από αυτόν
του εν λόγω εξιτηρίου με τη συμπλήρωση του 48ώρου και, κατ’
ακολουθία, η υπέρβαση του τελευταίου συνιστά παράβαση των
εγγυήσεων που θέτει ο ν.2071/1992, με άλλα λόγια εκδήλωση
κρατικής αυθαιρεσίας. Επομένως, η παραμονή της ενάγουσας,
φερόμενης ως ασθενή στη δημόσια ψυχιατρική κλινική του
εναγόμενου για τις αναγκαίες εξετάσεις και τη σύνταξη
γνωματεύσεων εντός βραχείας προθεσμίας σαράντα οχτώ (48)
ωρών, είναι σύμφωνη με το άρθρο 5 παρ. 4 της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. και
ΕΔΔΑ Καραμανώφ κατά Ελλάδας, αριθ. 46372/09, 26 Ιουλίου 2011,
§ 43 – 44, με την οποία κρίθηκε ότι η θεσπιζόμενη από το
ν.2071/1992 διαμονή ενός ατόμου που παρουσιάζει ψυχικές
διαταραχές σε ψυχιατρική κλινική με εντολή του εισαγγελέα και πριν
αποφανθεί οριστικά το δικαστήριο επί της ακούσιας νοσηλείας
υποβάλλεται σε προθεσμίες – σαρανταοκτάωρη παραμονή στην
ψυχιατρική κλινική – και καλά ορισμένους διαδικαστικούς κανόνες –
διαδικασία διεξαγόμενη στο σύνολό της υπό τον έλεγχο του
εισαγγελέα -, που έχουν σκοπό να αποφευχθεί κάθε αυθαιρεσία στη
διαδικασία λήψης απόφασης που κινδυνεύει να επιφέρει
μακροχρόνιες συνέπειες στη ζωή του ασθενή).