Μεγάλη αύξηση σημείωσαν το πρώτο επτάμηνο του έτους οι δασμοί που κατέβαλαν οι βρετανικές επιχειρήσεις προκειμένου να εισάγουν προϊόντα από την ΕΕ. Πρόκειται για μια από τις επώδυνες συνέπειες του Brexit – μαζί, φυσικά, με την έλλειψη εργατικών χεριών και τα κενά σε καίριους τομείς της οικονομίας, που καλύπτονταν από πολίτες των «27» – το οποίο έχει καταστήσει πολύ πιο δύσκολη και κοστοβόρα την πρόσβαση στην ενιαία αγορά της ΕΕ για το Ηνωμένο Βασίλειο και τις εταιρείες οι οποίες έχουν την έδρα τους σε αυτό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα η UHY Hacker Young και έκανε γνωστά η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, το διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου οι βρετανικές επιχειρήσεις κατέβαλαν 2,58 δισ. ευρώ (κάπου 2,2 δισ. στερλινών) με τη μορφή δασμών για εισαγωγή ευρωπαϊκών προϊόντων. Το ποσό αυτό είναι υψηλότερο κατά 42% σε σύγκριση με αυτό που είχε καταβληθεί την ίδια περίοδο του 2020.
Έλλειψη χρόνου
«Οι βρετανικές επιχειρήσεις δεν είχαν επαρκή χρόνο ούτε την αναγκαία βοήθεια προκειμένου να προσαρμοστούν στα κόστη του Brexit και τον τεράστιο όγκο της γραφειοκρατίας», δήλωσε το στέλεχος της UHY, Μισέλ Ντέιλ. Μάλιστα, εκτίμησε ότι από τον ερχόμενο Οκτώβριο τα προβλήματα ενδέχεται να ενταθούν, καθώς θα τεθεί σε ισχύ μια νέα απαγόρευση εισαγωγής για διάφορα είδη διατροφής, όπως o κατεψυγμένος κιμάς.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση των δασμών προήλθε κυρίως από την εφαρμογή του επονομαζόμενου «κανονισμού προέλευσης» (rules of origin). Κι αυτό διότι συνέπειά του είναι να επιβαρύνονται προϊόντα τα οποία παράγονται εξ ολοκλήρου εκτός ΕΕ ή περιλαμβάνουν τμήματα που έχουν παραχθεί εκτός της Ένωσης.