Η Ενωση δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι «οικονομικός γίγαντας και πολιτικός νάνος»
Η μεγάλη πρόκληση και το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) μπορεί να εξελιχθεί σε υπερδύναμη με τις αναγκαίες στρατιωτικές δυνάμεις, ευρωπαϊκό στρατό. Το ερώτημα επανήλθε επιτακτικά στην ατζέντα της ΕΕ μετά την ταπεινωτική ήττα Δύσης και Ηνωμένων Πολιτειών (ΗΠΑ) στο Αφγανιστάν και κυρίως μετά την απόφαση της Ουάσιγκτον να αποχωρήσει εσπευσμένα (και χαοτικά) από τη χώρα ύστερα από εικοσαετή παρουσία εκεί, χωρίς προηγουμένως να διαβουλευθεί με τους ευρωπαίους συμμάχους της.
Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν αρκετοί Ευρωπαίοι από τις εξελίξεις αυτές είναι ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να στηρίζεται μονοδιάστατα στις ΗΠΑ για την άμυνά της αλλά ούτε και για τη διαχείριση των παγκόσμιων κρίσεων, συγκρούσεων και προκλήσεων. Η Ενωση θα πρέπει να αποκτήσει «στρατηγική αυτονομία» αλλά και τα μέσα, ικανότητες και διαδικασίες λήψης αποφάσεων για να διαδραματίζει ανεξάρτητο, αυτόνομο ρόλο. Να αποκτήσει, με άλλα, απλά λόγια, πρώτα απ’ όλα ευρωπαϊκό στρατό, όσο κι αν αυτό ακούγεται δύσκολο και για ορισμένους ουτοπικό ίσως. Ανάμεσα στους υποστηρικτές της προσέγγισης αυτής είναι οι ηγέτες της Γαλλίας (ο πρόεδρος Εμ. Μακρόν έχει άλλωστε πρώτος προτείνει τη «στρατηγική αυτονομία»), της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, του Βελγίου. Η Ελλάδα εμφανίζεται κάπως επιφυλακτική στις ιδέες αυτές για μια φιλόδοξη ευρωπαϊκή κοινή άμυνα, καθώς το τελευταίο διάστημα επενδύει αποφασιστικά στον ρόλο των ΗΠΑ ως «παρόχου ασφάλειας» ιδιαίτερα στην περιοχή της Αν. Μεσογείου, αν και το ένα δεν αποκλείει το άλλο.
Η Ενωση έχει, ως γνωστόν, εγκαινιάσει από το 1998 (Δήλωση St. Mallo) τη διαδικασία για τη διαμόρφωση κοινής αμυντικής πολιτικής με καταληκτικό στόχο την κοινή άμυνα. Αλλά από τότε και μέχρι σήμερα, αν και έγιναν ορισμένα σημαντικά και θεσμικά βήματα, η Ενωση ουδέποτε απέκτησε τις αναγκαίες στρατιωτικές ικανότητες (capabilities) για έναν πράγματι αυτόνομο ρόλο.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας (2009 θέση σε ισχύ) προέβλεψε νέα μέσα και δυνατότητες για την ανάπτυξη της κοινής αμυντικής πολιτικής και κοινής άμυνας, όπως τη Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO), τη δυνατότητα εκτέλεσης στρατιωτικής αποστολής σε ομάδα κρατών-μελών και βεβαίως τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής (mutual assistance clause, άρθ. 42,7). Αλλά η «διαρθρωμένη συνεργασία» που επιτρέπει σε κράτη-μέλη «που πληρούν υψηλότερα κριτήρια στρατιωτικών δυνατοτήτων» να προχωρούν ταχύτερα στο πεδίο της άμυνας μόλις ενεργοποιήθηκε το 2017 και σήμερα περιλαμβάνει 46 projects, χωρίς όμως κανένα να έχει καταλήξει σε συγκεκριμένα, απτά αποτελέσματα.
Τώρα όμως οι νέες συνθήκες απαιτούν την επιτάχυνση των προσπαθειών για αμυντική ολοκλήρωση εάν η Ενωση πρόκειται να έχει έναν αξιόπιστο ρόλο στο διεθνές σύστημα, όχι μόνο ως μια οικονομική και εμπορική υπερδύναμη αλλά και ως ο συντελεστής ασφαλείας ικανός να διαχειρίζεται κρίσεις αλλά και να προστατεύει τις αξίες, συμφέροντα αλλά και την ακεραιότητα των κρατών-μελών της (όπως ρητά άλλωστε προβλέπει η Συνθήκη). Στη λογική αυτή η ηγεσία της Ενωσης (πρόεδρος Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, ύπατος εκπρόσωπος για την κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα Ζ. Μπορέλ, κ.ά.) προτείνουν η Ενωση να προχωρήσει στη σύσταση του ευρωπαϊκού στρατού.
Πρακτικά βέβαια αυτό σημαίνει ως πρώτο αποφασιστικό βήμα τη δημιουργία μιας στρατιωτικής δύναμης ταχείας αντίδρασης (rapid reaction force) με όλα τα μέσα (5.000 στρατιωτών τουλάχιστον) και ικανότητες να λειτουργεί αυτόνομα σε περιπτώσεις κρίσεων ή συγκρούσεων (π.χ. αποχώρηση από Καμπούλ) κ.ά. Η πρόταση αυτή συναντά ευρεία υποστήριξη κυρίως από τα παλαιότερα κράτη-μέλη της Ενωσης αλλά και ισχυρές επιφυλάξεις από νέα κράτη-μέλη όπως οι Βαλτικές χώρες, η Πολωνία, κ.ά. Οι χώρες αυτές φοβούνται (α) ότι η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής άμυνας στο πλαίσιο της ΕΕ θα υπονομεύσει το ΝΑΤΟ, το οποίο θεωρούν ως τον κύριο πυλώνα της ασφάλειάς τους πρωτίστως απέναντι στη Ρωσία και (β) ότι θα βαθύνει ακόμη περισσότερο το χάσμα ανάμεσα στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες τις οποίες θεωρούν επίσης ως αναγκαίο συντελεστή για την άμυνα της Ευρώπης.
Με άλλα λόγια, οι χώρες αυτές προσεγγίζουν το ζήτημα της ευρωπαϊκής άμυνας μέσα από την οπτική της «ρωσικής απειλής» και όχι μέσα από το πρίσμα των παγκόσμιων απειλών, προκλήσεων και κινδύνων. Ως εκ τούτου, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμφωνηθεί σε επίπεδο ΕΕ – 27 η σύσταση της δύναμης ταχείας αντίδρασης. Αλλά η σύσταση μπορεί να γίνει με τη σύμπραξη περιορισμένου αριθμού κρατών-μελών στη βάση των μορφών ενισχυμένης συνεργασίας που προβλέπει η Συνθήκη (άρθ. 42 ΣΕΕ και άλλα).
Ενα είναι βέβαιο και αναγκαίο: η Ενωση δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι «οικονομικός γίγαντας και πολιτικός νάνος» όπως συχνά λέγεται. Να είναι οικονομική υπερδύναμη αλλά ανίκανη να προστατεύσει τον εαυτό και τα συμφέροντά της. Θα πρέπει να γίνει και πολιτική υπερδύναμη, αν και σε σημαντικό βαθμό θα στηρίζεται στην «ήπια ισχύ» (soft power).
Για την Ελλάδα (και ανεξάρτητα από τη σχέση της με τις ΗΠΑ) η σύσταση της δύναμης ταχείας αντίδρασης θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα και για πολλούς λόγους.
Μεταξύ άλλων, η δύναμη αυτή θα μπορούσε υπό ορισμένες προϋποθέσεις να αξιοποιηθεί και για την εφαρμογή της ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής σε περίπτωση ενεργοποίησής της. Γενικότερα όμως η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής κοινής άμυνας ως συλλογικού συστήματος ασφαλείας και με εγγύηση των εξωτερικών συνόρων θα πρέπει να συνιστά κορυφαία ελληνική προτεραιότητα…
Ο καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής-σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του FEPS και ΕΛΙΑΜΕΠ. Από τις εκδόσεις Θεμέλιο κυκλοφορεί το νέο του βιβλίο Επιτεύγματα και Στρατηγικά Λάθη της Εξωτερικής Πολιτικής της Μεταπολίτευσης.