ΑΠ Απόφαση 1181 / 2020 (ΠΟΛ). Παραίτηση κληρονόμου από το δικαίωμα του ακύρωσης της διαθήκης – εάν αυτή θεωρηθεί ως αναγνώριση της άκυρης διαθήκης, δεν καθιστά έγκυρη την άκυρη διαθήκη, ώστε να αποκλείει ως αποσβεσθείσα την αγωγή περί αναγνώρισης της ακυρότητας, εάν δε έχει γίνει μονομερώς αποτελεί ενδεχομένως εξώδικη ομολογία του αναγνωρίζοντος για την ανυπαρξία ελαττωμάτων που συνεπάγονται ακυρότητα.
«Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 180 έως 183 ΑΚ σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 156 ίδιου Κώδικα, που εφαρμόζονται και επί διαθηκών, προκύπτει ότι επί ακυρότητας δικαιοπραξίας, όπως είναι και η διαθήκη, η ακυρότητα αυτή εφόσον είναι απόλυτη, όπως τέτοια (απόλυτη ακυρότητα) καθιερώνεται με το άρθρο 1718 ΑΚ και επί ανικανότητας για σύνταξη αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 1719 ιδίου Κώδικα για τους αναφερόμενους στο άρθρο αυτό λόγους, μεταξύ των οποίων ανίκανοι για σύνταξη διαθήκης είναι και όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης αυτής δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική η διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους (άρθρο 1719 αρ. 3 εδ.α, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με άρθρο 30 του ν.2447/1996), η ακυρότητα επέρχεται αυτοδικαίως, χωρίς ανάγκη να κηρυχθεί με δικαστική απόφαση, αφού η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται εξαρχής σαν να μην έγινε (ΑΠ 879/2002), χωρίς όμως να αποκλείεται στον έχοντα έννομο συμφέρον να ζητήσει να αναγνωρισθεί με δικαστική απόφαση κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ η ακυρότητα της διαθήκης (ΑΠ 1304/1999). Η ικανότητα προς σύνταξη διαθήκης, κατά τεκμήριο, υφίσταται και συνεπώς αυτός που επικαλείται το αντίθετο του τεκμηρίου βαρύνεται με την απόδειξή του. Η ως άνω ακυρότητα δεν είναι θεραπεύσιμη, ούτε μπορεί να τύχει εφαρμογής η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 156 ΑΚ περί απόσβεσης του δικαιώματος λόγω παραίτησης η οποία προϋποθέτει δικαιοπραξία που υπάρχει και παράγει τα έννομα αποτελέσματά της μέχρι να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση, σε περίπτωση δε τέτοιας παραίτησης εάν αυτή θεωρηθεί ως αναγνώριση της άκυρης διαθήκης, δεν καθιστά έγκυρη την άκυρη διαθήκη, ώστε να αποκλείει ως αποσβεσθείσα την αγωγή περί αναγνώρισης της ακυρότητας, εάν δε έχει γίνει μονομερώς αποτελεί ενδεχομένως εξώδικη ομολογία του αναγνωρίζοντος για την ανυπαρξία ελαττωμάτων που συνεπάγονται ακυρότητα (ΑΠ 879/2002, ΑΠ 1450/1999). Στην περίπτωση δε που η αναγνώριση έχει την έννοια της παραίτησης του νομιμοποιούμενου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του διαθέτη από τυχόν δικαίωμά του να προσβάλλει τη διαθήκη ως άκυρη ή και από το εξ αδιαθέτου κληρονομικό του δικαίωμα που θίγεται με αυτήν, είτε η παραίτηση αυτή γίνεται με σύμβαση είτε και μονομερώς, αφορά δε κληρονομιαία ακίνητα, απαιτείται, μεταξύ των όρων της έγκυρης παραίτησης από το απαλλοτριωτό δικαίωμά του, η υποβολή της στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου διότι διαφορετικά θα ματαιωνόταν ο επιδιωκόμενος, από το νομοθέτη σκοπός (άρθρα 369,1033, 1121, 1143, 1266, 166, 217 παρ. 2 και 1942 παρ. 2 ΑΚ ΑΠ 816/2010). Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι εάν με τελεσίδικη και αμετάκλητη δικαστική απόφαση, κατόπιν σχετικής κοινής αγωγής των εξ αδιαθέτου κληρονόμων ή κάποιου από αυτούς, στρεφόμενη κατά του εγκατασταθέντος με διαθήκη κληρονόμου, αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα της διαθήκης συνεπεία ανικανότητας του διαθέτη για σύνταξη αυτής για τον προαναφερόμενο στο άρθρο 1719 αρ. 3 εδ.α’ ΑΚ (όπως ισχύει μετά τη- αντικατάστασή του με άρθρο 30 του ν.2447/1996) λόγο, ο εγκατάστατος κανένα δικαίωμα άρα και καμία υποχρέωση δεν έχει από την εν λόγω άκυρη διαθήκη αφού αυτή (διαθήκη) και η με αυτή εγκατάστασή του δεν καθίσταται ισχυρή, ούτε εγκυροποιείται από το ότι δεν προσέβαλαν το κύρος αυτής ενδεχομένως και άλλοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη…
Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις επικαλούμενες (από την αναιρεσείουσα) ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 131, 180, 1718, 1719 και 1884 -1886 ΑΚ, αφού σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προεκτέθηκαν και με όσα ανελέγκτως δέχθηκε το Εφετείο ο ανακόπτων κανένα δικαίωμα, άρα και καμία υποχρέωση, δεν έχει από την προαναφερθείσα άκυρη διαθήκη, είναι δε νομικά αδιάφορο, (στο πεδίο του ουσιαστικού δικαίου), το ότι δεν ζήτησαν την αναγνώριση της ακυρότητάς της και άλλοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της διαθέτιδος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η ακυρότητα της διαθήκης (για τον προεκτεθέντα λόγο) επέρχεται αυτοδικαίως, χωρίς ανάγκη να κηρυχθεί με δικαστική απόφαση, δεδομένου ότι η άκυρη δικαιοπραξία (και εν προκειμένω η άκυρη διαθήκη) θεωρείται εξαρχής σαν να μην έγινε και η ακυρότητα αυτή δεν είναι θεραπεύσιμη, ούτε μπορεί να τύχει εφαρμογής η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 156 ΑΚ. Από το ότι δε μεταξύ των περισσοτέρων εξ αδιαθέτου κληρονόμων ως εναγόντων ή μεταξύ των περισσοτέρων εκ διαθήκης κληρονόμων ως εναγομένων, αντίστοιχα, στη δίκη με αντικείμενο την αναγνώριση της ακυρότητας διαθήκης (για τον παραπάνω λόγο) δεν υφίσταται δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας, αλλά απλής, και είναι δυνατόν να εκδοθούν και αντίθετες αποφάσεις (ΟλΑΠ 902/1982, ΑΠ 385/2014, ΑΠ 505/2011), δεν μπορεί να εξαχθεί αντίθετο από το παραπάνω συμπέρασμα». (areiospagos.gr)