Το 22% δηλώνει σε έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ ότι θα προχωρήσει άμεσα σε ανατιμήσεις
Δήμητρα Μανιφάβα
Σε ανατιμήσεις προϊόντων και υπηρεσιών έχει προχωρήσει ήδη κατά το α΄ εξάμηνο του 2021 σχεδόν μία στις τέσσερις επιχειρήσεις (23,6%), ενώ το 22,2% δηλώνει πως θα προχωρήσει σε αύξηση τιμών το προσεχές διάστημα. Το παραπάνω εύρημα στην εξαμηνιαία έρευνα οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας) δείχνει αν μη τι άλλο ότι αναχώματα στο κύμα ακρίβειας είναι δύσκολο να υπάρξουν, ειδικά μάλιστα καθώς σημαντικό ποσοστό επιχειρήσεων, το 42,4% των ΜμΕ, δηλώνει ότι έχει ταμειακά διαθέσιμα το πολύ για ένα μήνα, ενώ το 21,4% αναφέρει ότι δεν διαθέτει καθόλου ρευστότητα.
Τα δύο αυτά φαινόμενα στην ουσία προκαλούν έναν φαύλο κύκλο: η έλλειψη ρευστότητας δεν επιτρέπει απορρόφηση ανατιμήσεων –σε κάποιες περιπτώσεις αυτή η έλλειψη μπορεί να αποτελεί και πρόφαση για ανατιμήσεις– οι οποίες μετακυλίονται στην τιμή καταναλωτή. Τούτο μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης, επιδεινώνοντας τελικά το πρόβλημα ρευστότητας των επιχειρήσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα προαναφερθέντα ποσοστά επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι έχουν προβεί ήδη σε ανατιμήσεις ή θα προβούν στο άμεσο μέλλον είναι τα υψηλότερα που έχουν καταγραφεί σε εξαμηνιαία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. «Η αύξηση των τιμών είναι μια πρόδρομη ένδειξη των πληθωριστικών πιέσεων που θα δεχθούν όλες οι οικονομίες. Αυτές οι πληθωριστικές πιέσεις σε συνδυασμό με τις υφεσιακές τάσεις που μπορεί να προκληθούν από τη συνέχιση της πανδημίας εγκυμονούν τον κίνδυνο του στασιμοπληθωρισμού, φαινόμενο που εκδηλώθηκε από το 1973 και ταλάνισε όλες τις οικονομίες για μία δεκαετία. Επομένως κρίσιμος θα είναι ο τρόπος αντιμετώπισης των ανατιμήσεων», επισημαίνει η ΓΣΕΒΕΕ.
Οι ανατιμήσεις, το γεγονός ότι η πανδημία είναι εδώ, με τις μεταλλάξεις και την καθυστέρηση στο πρόγραμμα εμβολιασμού να επιτείνουν την αβεβαιότητα, αλλά και η υστέρηση των μικρών επιχειρήσεων σε ό,τι αφορά την τεχνολογία, με το χάσμα μεταξύ αυτών και των ψηφιακά έτοιμων επιχειρήσεων να διευρύνεται λόγω της πανδημίας, θέτουν εν αμφιβόλω τη βιωσιμότητα πολλών ΜμΕ. Σύμφωνα με την έρευνα, το 36,7% των επιχειρήσεων εκφράζει τον φόβο για ενδεχόμενη διακοπή δραστηριοτήτων το επόμενο διάστημα. Ακόμη πιο δυσοίωνα είναι τα στοιχεία σε ό,τι αφορά ειδικά τις επιχειρήσεις των οποίων η λειτουργία ανεστάλη με κρατική εντολή. Το 50,9% αυτών εκφράζει τον φόβο για «λουκέτο» το επόμενο διάστημα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ειδικά στον κλάδο της εστίασης είναι 48,5%.
Λιγότερο απαισιόδοξα, τουλάχιστον για την ώρα, είναι τα στοιχεία για την απασχόληση. Το ισοζύγιο των επιχειρήσεων που αύξησαν/μείωσαν το προσωπικό τους επιστρέφει σε επίπεδα προ πανδημίας, δηλαδή σε θετικό πρόσημο. Συγκεκριμένα, το 7,9% των επιχειρήσεων αύξησε το προσωπικό έναντι του 5,6% που το μείωσε και του 86,6% που το διατήρησε στα ίδια επίπεδα. Τα θετικά ευρήματα, ωστόσο, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην εποχικότητα (π.χ. λόγω του τουρισμού). Και αυτό διότι για το β΄ εξάμηνο προκύπτει από την έρευνα ότι το ισοζύγιο θα είναι αρνητικό, δηλαδή οι επιχειρήσεις που δηλώνουν ότι θα αυξήσουν το προσωπικό τους είναι λιγότερες (5,5%) σε σύγκριση με αυτές που δηλώνουν ότι θα το μειώσουν (6,1%).
Συνολικά, πάντως, ο δείκτης οικονομικού κλίματος ΜμΕ ενισχύθηκε σημαντικά το α΄ εξάμηνο του 2021 (46,3 μονάδες) έναντι του α΄ εξαμήνου και του β΄ εξαμήνου του 2020 (20,1 μονάδες), παραμένει όμως ακόμη πολύ χαμηλά σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα, όταν είχε φτάσει το β΄ εξάμηνο του 2019 στις 66,4 μονάδες, που αποτελούσε και το υψηλότερο σημείο από το 2011, οπότε ξεκίνησε η συγκεκριμένη έρευνα.