Απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ισόβαθμου δικαστηρίου με το επιλαμβανόμενο της κύριας υπόθεσης, μπορεί να ανακληθεί ή μεταρρυθμιστεί για νομικά ή ουσιαστικά σφάλματά της μόνο μετά την πρώτη συζήτηση της κύριας υπόθεσης ή συγχρόνως με αυτήν, διαφορετικά καταστρατηγείται η ρύθμιση του άρ. 696 παρ. 3 του ΚΠολΔ
Ως μη νόμιμη απορρίφθηκε αίτηση, κατ’ άρθρο 697 του ΚΠολΔ, περί μεταρρύθμισης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ρυθμίζονται προσωρινά ζητήματα επιμέλειας, διατροφής και επικοινωνίας του αιτούντος με το ανήλικο τέκνο του.
Ενόψει του ότι η εν λόγω αίτηση μεταρρύθμισης ασκήθηκε αυτοτελώς, πριν την πρώτη συζήτηση της κύριας υπόθεσης ενώπιον δικαστηρίου ισόβαθμου με το επιλαμβανόμενο, κρίθηκε πως οι επικαλούμενοι από τον αιτούντα λόγοι μεταρρύθμισης, οι οποίοι συνίσταντο σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και μη συμμόρφωση της καθ’ ης στον «πρέποντα» – κατά την εκτίμηση του αιτούντος – τρόπο άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους, δεν συνιστούν μεταβολή που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη μεταρρύθμιση της απόφασης.
Κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, η αίτηση για ανάκληση ή μεταρρύθμιση είναι δικονομικά βάσιμη εάν στηρίζεται σε νέα στοιχεία, τα οποία δεν είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου που εξέδωσε την ανακλητέα ή μεταρρυθμιστέα απόφαση, σύμφωνα και με τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος. Εφόσον η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης υποβάλλεται από κάποιον από τους αρχικούς διαδίκους, θα πρέπει να προτείνονται ειδικά και να πιθανολογούνται τα νέα στοιχεία που δικαιολογούν την ανάκληση ή μεταρρύθμιση. Σκοπός της διάταξης του άρθρου 696 παρ. 3 του ΚΠολΔ είναι η προσαρμογή στην υφιστάμενη πραγματική κατάσταση μεταβολής προς τα προβαλλόμενα νέα πραγματικά περιστατικά.
Κατά τη διάταξη του άρ. 697 του ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να ζητήσει την ανάκληση ή μεταρρύθμιση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, μέχρι την πρώτη επ’ ακροατηρίω συζήτηση της κύριας αγωγής. Η ανακλητική ή μεταρρυθμιστική αυτή αίτηση, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο των απαγορευμένων ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων που διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα, μπορεί να ασκηθεί χωρίς τους περιορισμούς του άρ. 696 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Μπορεί, λοιπόν, να στηρίζεται όχι μόνο στη μεταβολή πραγμάτων, αλλά σε οποιαδήποτε νέα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία, καθώς επίσης σε νομικές ή πραγματικές πλημμέλειες της αρχικής απόφασης, με την οποία διατάθηκαν τα ασφαλιστικά μέτρα.
Το δικαστήριο επεσήμανε πως με το ένδικο αυτό βοήθημα δεν άγεται προς κρίση από το δικαστήριο η νομιμότητα και κατ’ ακολουθίαν η ορθότητα της απόφασης που διατάζει το ασφαλιστικό μέτρο, αλλά η νομιμότητα της περαιτέρω ισχύος αυτού.
Σε περίπτωση, ωστόσο, κατά την οποία το δικαστήριο που διέταξε τα ασφαλιστικά μέτρα είναι το ίδιο με αυτό με της κύριας δίκης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν εισάγεται αυτοτελώς αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της απόφασής του, τούτο μπορεί να γίνει μόνο υπό τους όρους του ά. 696 παρ. 3 του ΚΠολΔ, αφού ήδη το ίδιο δικαστήριο έχει κρίνει την αίτηση και η απόφασή του παράγει προσωρινό δεδικασμένο. Η μεταβολή των συνθηκών κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ης κύριας υπόθεσης δεν είναι αναγκαία για την ανάκληση ή μεταρρύθμιση από το δικαστήριο της κύριας δίκης της απόφασης που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα, μόνο όταν η τελευταία εκδόθηκε από κατώτερο δικαστήριο πριν από την εκκρεμοδικία της κύριας υπόθεσης, οπότε μπορεί να ανακληθεί ή μεταρρυθμιστεί και για νομικά ή ουσιαστικά σφάλματά της. Αντίθετα, αν προέρχεται από ισόβαθμο δικαστήριο, η απόφαση μπορεί να ανακληθεί ή μεταρρυθμιστεί για νομικά ή ουσιαστικά σφάλματά της μόνο μετά την πρώτη συζήτηση της κύριας υπόθεσης ή συγχρόνως με αυτήν, διαφορετικά καταστρατηγείται η ρύθμιση του άρ. 696 παρ. 3 του ΚΠολΔ.
Συνεπώς, εάν το δικαστήριο δεν είναι ανώτερο από αυτό της αρχικής δίκης αλλά ισόβαθμο, πρέπει η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης να συζητείται συγχρόνως με την κύρια υπόθεση ή μεταγενέστερα αυτής, καθώς μόνο έτσι υπάρχει πλήρης εποπτεία του νομικού και πραγματ6ικού υλικού της όλης υπόθεσης, η οποία και δικαιολογεί την ανάκληση ή μεταρρύθμιση για οποιονδήποτε λόγο και από δικαστήριο ισόβαθμο με αυτό που εξέδωσε την ανακαλούμενη ή μεταρρυθμιζόμενη απόφαση. Αν, όπως, η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης συζητείται πριν από τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης, απαιτείται για την ανάκληση ή μεταρρύθμιση απόφασης ισόβαθμου δικαστηρίου μεταβολή των πραγμάτων, κατ’ άρ. 696 παρ. 3 του ΚΠολΔ.
Απόσπασμα απόφασης
Σύμφωνα με το άρθρο 696 παρ. 3 ΚΠολΔ, «Το δικαστήριο που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα, έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής που αφορά την κύρια υπόθεση, έχει δικαίωμα, με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει ολικά ή εν μέρει την απόφασή του, εφόσον επήλθε μεταβολή των πραγμάτων που δικαιολογεί την ανάκληση ή τη μεταρρύθμισή της.».
Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την μεταρρύθμιση ή την ανάκληση απόφασης με βάση αυτήν, πρέπει η απόφαση να διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα. Αν η σχετική αίτηση δικάζεται απλώς κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων διότι επιτάσσει αυτό σχετική νομική διάταξη, χωρίς να λαμβάνονται και ασφαλιστικά μέτρα, δεν χωρεί ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης. Στη δίκη συνεπώς, αντικείμενο της οποίας δεν είναι η προσωρινή δικαστική προστασία κάποιου δικαιώματος, αλλά απλά η αίτηση εκδικάζεται με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δεν εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις της διαδικασίας αυτής αλλά μόνο εκείνες των οποίων δικαιολογείται η εφαρμογή και επομένως οι διατάξεις περί ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της απόφασης σε υποθέσεις, στις οποίες η παρεχόμενη δικαστική προστασία πρέπει να έχει οριστικότητα, δεν μπορούν να εφαρμοστούν (ΑΠ 477/2013, ΧρΙΔ 2014.373). Η προεκτεθείσα διάταξη επιτρέπει την αίτηση μεταρρύθμισης ή ανάκλησης ασφαλιστικού μέτρου, αν έχει επέλθει μεταβολή πραγμάτων (περιστατικών ή συνθηκών) που να δικαιολογεί την μεταρρύθμιση ή ανάκληση αυτή, δηλαδή αν έχουν μεταβληθεί τα δεδομένα, ήτοι το δικαίωμα ή η ιστορική ή η νομική αιτία, στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση (ΜΠρΠατρ 1372/2014, ΕφΑΔ 2014.1026).
Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως νέα στοιχεία που συνιστούν μεταβολή πραγμάτων, νοούνται καταρχήν τα πραγματικά περιστατικά εκείνα, τα οποία έλαβαν χώρα μετά την έκδοση της απόφασης, της οποίας ζητείται η ανάκληση ή μεταρρύθμιση, αυτό δε διότι, ως οψιγενή, δεν είχαν τεθεί υπό την κρίση του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ΜΠρΑΘ 418/2012, ΝοΒ 2012.555). Η προϋπόθεση αυτή προκύπτει εκ της άλλως υπάρχουσας δεσμευτικότητας της απόφασης κατ’ άρθρο 695 ΚΠολΔ.
Ως νέα όμως στοιχεία θα πρέπει να θεωρούνται κρίσιμα περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση επί της κριθείσας διαφοράς και τα οποία πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο προς το περιεχόμενο του ασφαλιστέου δικαιώματος και σε λογική συνάρτηση προς τα γεγονότα, στα οποία στηρίχθηκε η προηγούμενη απόφαση, ώστε να μορφώνεται αντίθετη ή διαφορετική κρίση (ΜΠρΘεσ 5357/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Έτσι, συνιστά μεταβολή πραγμάτων που μπορεί να δικαιολογήσει την υπό του δικαστηρίου ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης, εκτός άλλων, α) η έλλειψη του κινδύνου για τον οποίο χορηγήθηκε το ασφαλιστικό μέτρο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση παρέλευσης αρκετού χρόνου από τότε που διατάχθηκε το ασφαλιστικό μέτρο, δίχως να επακολουθήσει η διαγνωστική δίκη για το ασφαλισθέν δικαίωμα, β) η ελάττωση ή η αύξηση της περιουσίας του οφειλέτη και συνεπώς η μετάπτωση αυτού από αφερέγγυο σε φερέγγυο και αντιθέτως, γ) η υπό του καθ’ ου η αίτηση προσφορά άλλου ασφαλιστικού μέτρου που να εξασφαλίζει εξίσου τον αιτούντα (ΜΠρΡοδ 130/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δ) η συναίνεση του καθ’ ου η αίτηση, έστω και χωρίς την συνδρομή της μεταβολής των πραγματικών περιστατικών (ΜΠρΛαμ 585/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, κατά την αληθινή έννοια του άνω όρου, ως νέα στοιχεία που συνιστούν μεταβολή των πραγμάτων θεωρούνται και τα προϋπάρξαντα, προϋφιστάμενα της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία τώρα αποκαλύφθηκαν και γενικώς όλα όσα δεν τέθηκαν υπό την κρίση του δικαστηρίου από ανυπαίτια συμπεριφορά του διαδίκου, τα οποία, αν είχαν τεθεί υπόψη του, θα εμφάνιζαν διαφορετική πραγματική κατάσταση και θα απέληγαν σε διαφορετική κρίση (ΜΠρΙωαν 142/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα προϋπάρξαντα όμως αυτά στοιχεία, τα οποία το πρώτον αποκαλύπτονται κατά τη συζήτηση της αίτησης περί ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της απόφασης, θα πρέπει, για να θεωρηθούν ως νέα στοιχεία, να φέρονται στο φως της δημοσιότητας με κάποιο αποδεικτικό μέσο (π.χ. έγγραφο), το οποίο προϋπήρχε της ανακλητέας απόφασης.
Δεν θεωρούνται συνεπώς νέα στοιχεία, γιατί δεν συνιστούν μεταβολή πραγμάτων που να δικαιολογούν την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης (ΜΠρΛαμ 81/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ‘ ΜΠρθεσ 2045/2015, ΕλλΔνη 2016.1446),
1) οι πραγματικές πλημμέλειες αυτής, δηλαδή η κακή ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου,
2) η προσαγωγή κατά τη συζήτηση της αίτησης ανάκλησης ή μεταρρύθμισης το πρώτον νέων αποδεικτικών μέσων (λ.χ. μαρτύρων κ.λπ.) για πραγματικά περιστατικά που προϋπήρχαν της ενώπιον του δικαστή εκδίκασης της αίτησης, εκτός αν πρόκειται για αποδεικτικά στοιχεία (έγγραφα κ.λπ.) των ίδιων πραγμάτων, των οποίων όμως στοιχείων ο αϊτών έλαβε γνώση μετά την έκδοση της απόφασης ή είχε και προηγούμενη γνώση τούτων, πλην όμως δεν μπορούσε να προσαγάγει αυτά από δικαιολογημένη αιτία (ΜΠρΛαμ 652/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως από λόγους ανώτερης βίας, ή πρόκειται για αποδεικτικά στοιχεία που ανάγονται στο κύρος και την αποδεικτική αξία των στοιχείων πάνω στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του για την έκδοση της απόφασης της οποίας ζητείται η ανάκληση ή μεταρρύθμιση,
3) οι νομικές πλημμέλειες της απόφασης, δηλαδή τα νομικά σφάλματα περί την ερμηνεία και εφαρμογή των νόμων, καθόσον και στην περίπτωση αυτή, η επιδιώκουσα την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης αίτηση θα επείχε θέση ένδικου μέσου (έφεσης), το οποίο με θετική του διάταξη απαγορεύει ο ΚΠολΔ (άρθρο 699), και συνεπώς με την παραδοχή μιας τέτοιας αίτησης θα επερχόταν αναδίκαση της υπόθεσης κατά καταστρατήγηση της περί αποκλεισμού των ένδικων μέσων διάταξης του πιο πάνω άρθρου 699 ΚΠολΔ (ΜΠρΑΘ 7804/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ),
4) η μεταβολή της νομολογίας των δικαστηρίων κατά την ερμηνεία διάταξης νόμου.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, η αίτηση για ανάκληση ή μεταρρύθμιση θα είναι δικονομικά βάσιμη, αν στηρίζεται σε νέα στοιχεία, τα οποία δεν είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου που εξέδωσε την ανακλητέα ή μεταρρυθμιστέα απόφαση, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Εφόσον δε η αίτηση για ανάκληση ή μεταρρύθμιση υποβάλλεται από κάποιον από τους αρχικούς διαδίκους, θα πρέπει να προτείνονται ειδικά και να πιθανολογούνται τα νέα στοιχεία που δικαιολογούν την ανάκληση ή μεταρρύθμιση (ΜΠρΣερ 72/2017, ΕλλΔνη 2017.1508).
Δηλαδή σκοπός της εν λόγω διάταξης του άρθρου 696 παρ. 3 ΚΠολΔ είναι η προσαρμογή στην υφιστάμενη πραγματική κατάσταση μεταβολής προς τα προβαλλόμενα νέα πραγματικά περιστατικά. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 697 του ίδιου κώδικα (ΚΠολΔ), το αρμόδιο για την κύρια υπόθεση δικαστήριο, ενώ διαρκεί η εκκρεμοδικία, μπορεί με αίτηση του διαδίκου που έχει έννομο συμφέρον, η οποία υποβάλλεται και αυτοτελώς, να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει ολικά ή εν μέρει την απόφαση που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα. Εκ των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι, εάν εκδόθηκε απόφαση που διατάζει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, δικαιούται όποιος έχει έννομο συμφέρον, όπως ο καθ’ ου είχε διαταχθεί το ασφαλιστικό μέτρο ως και ο υπέρ ου ελήφθη τούτο (εάν συντρέχει, ως εκ των αποκαλυφθέντων νέων στοιχείων, λόγος επέκτασης αυτού), να ζητήσει την μεταρρύθμιση ή την ανάκληση εν όλω ή εν μέρει της απόφασής του, μέχρι την πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση της αγωγής περί της κύριας υπόθεσης. Η εξουσία δηλαδή αυτή του δικαστηρίου, το οποίο διέταξε ασφαλιστικά μέτρα, τελεί υπό την προϋπόθεση της μη επέλευσης της πρώτης επ’ ακροατηρίου συζήτησης της κύριας δίκης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, διότι από ταύτης αποκλειστική αρμοδιότητα προς ανάκληση ή μεταρρύθμιση έχει το δικάζον την κύρια υπόθεση δικαστήριο και μάλιστα αδιάφορα του είδους της διαδικασίας κατά την οποία επιλαμβάνεται αυτής. Η ανακλητική ή μεταρρυθμιστική αυτή αίτηση, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο των απαγορευμένων ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων που διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα, μπορεί να ασκηθεί και αυτοτελώς, δηλαδή με ίδιο δικόγραφο, χωρίς να γίνεται συζήτηση συγχρόνως με την κύρια υπόθεση και ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή όχι στάσης δίκης, ή, αν υπάρχει στάση, ανεξάρτητα από το στάδιο που βρίσκεται αυτή, χωρίς την επίκληση νέων στοιχείων που δικαιολογούν την ανάκληση ή μεταρρύθμιση (ΜΠρΠειρ 708/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή χωρίς τους περιορισμούς του άρθρου 696 παρ. 3 ΚΠολΔ, διότι, αν ο νομοθέτης ήθελε και αυτή την προϋπόθεση στην προκειμένη περίπτωση, θα διελάμβανε και αυτήν ρητώς, όπως ακριβώς έκανε και στην περίπτωση του ως άνω άρθρου. Έτσι, η ανακλητική ή μεταρρυθμιστική αίτηση μπορεί να στηρίζεται όχι μόνο στη μεταβολή πραγμάτων, υπό την έννοια του άρθρου 696 παρ. 3 ΚΠολΔ, αλλά σε οποιαδήποτε νέα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία, καθώς επίσης σε νομικές ή πραγματικές πλημμέλειες της αρχικής απόφασης, με την οποία διατάχθηκαν τα ασφαλιστικά μέτρα (ΠΠρΑΘ 61/2016, ΕΕμπΔ 2017.182).
Με το υπόψη ένδικο βοήθημα δεν άγεται προς κρίση από το δικαστήριο η νομιμότητα και κατ’ ακολουθίαν η ορθότητα της απόφασης που διατάζει το ασφαλιστικό μέτρο αλλά η νομιμότητα της περαιτέρω ισχύος αυτού. Το δικαστήριο δηλαδή της κύριας δίκης θα ελέγξει αν κατά τον χρόνο κατά τον οποίο καλείται να αποφανθεί ως αρμόδιο δικαστήριο και να διατάξει για πρώτη φορά κάποιο ασφαλιστικό μέτρο, θα διέτασσε το μέτρο αυτό, όπως έχει ήδη διαταχθεί με την απόφαση της οποίας διώκεται η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση, τόσο κατά την έκταση όσο και κατά το είδος του ασφαλιστικού μέτρου. Αν δε το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι με τις συνθήκες που υπάρχουν κατά τον χρόνο της συζήτησης ενώπιον του δεν δικαιολογείται η διατήρηση της ισχύος του ασφαλιστικού μέτρου, είτε ολικά είτε εν μέρει, μπορεί να ανακαλέσει αναλόγως την απόφαση που διέταξε το ασφαλιστικό μέτρο ή να την μεταρρυθμίσει (ΜΠρΤρικ 132/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα παραπάνω ισχύουν, εφόσον η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων δεν εκδόθηκε από το δικαστήριο της κύριας δίκης (ΠΠρΛαμ 9/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς σε περίπτωση όπου το δικαστήριο που διέταξε τα ασφαλιστικά μέτρα είναι το ίδιο με αυτό της κύριας δίκης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν εισάγεται αυτοτελώς αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της απόφασής του, τούτο μπορεί να γίνει μόνο υπό τους όρους του άρθρου 696 παρ. 3 ΚΠολΔ, αφού ήδη το ίδιο δικαστήριο έχει κρίνει την αίτηση και η απόφασή του παράγει προσωρινό δεδικασμένο (ΜΠρΠειρ 2025/2013, ΕλλΔνη 2014.1505).
Δηλαδή στην περίπτωση αυτή η μεταβολή των συνθηκών είναι αναγκαία προϋπόθεση κάμψης του προσωρινού δεδικασμένου που απορρέει από την απόφαση που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα. Η μεταβολή των συνθηκών κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της κύριας υπόθεσης δεν είναι αναγκαία για την ανάκληση ή μεταρρύθμιση από το δικαστήριο της κύριας δίκης της απόφασης που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα, μόνο όταν η τελευταία εκδόθηκε από κατώτερο δικαστήριο πριν από την εκκρεμοδικία της κύριας υπόθεσης, οπότε μπορεί να ανακληθεί ή μεταρρυθμιστεί και για νομικά ή ουσιαστικά σφάλματά της, ενώ, αν προέρχεται από ισόβαθμο δικαστήριο, η απόφαση μπορεί να ανακληθεί ή μεταρρυθμιστεί, κατά την ορθότερη γνώμη, για νομικά ή ουσιαστικά σφάλματά της μόνο μετά την πρώτη συζήτηση της κύριας υπόθεσης ή συγχρόνως με αυτήν, αφού διαφορετικά καταστρατηγείται η ρύθμιση του άρθρου 696 παρ. 3 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 1165/2001, Αρμ 2003.994).
Συνεπώς, εάν το δικαστήριο δεν είναι ανώτερο από αυτό της αρχικής δίκης αλλά ισόβαθμο, πρέπει η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης να συζητείται συγχρόνως με την κύρια υπόθεση ή μεταγενέστερα αυτής, ώστε να υπάρχει πλήρης εποπτεία του νομικού και πραγματικού υλικού της όλης υπόθεσης, η οποία και δικαιολογεί την ανάκληση ή μεταρρύθμιση για οποιονδήποτε λόγο και από δικαστήριο ισόβαθμο προς αυτό που εξέδωσε την ανακαλούμενη ή μεταρρυθμιζόμενη απόφαση (ΜΠρΡοδ 1/2012, ΤΝΠ ΝΌΜΟΣ).
Αντίθετα, αν η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης συζητείται πριν από τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης, απαιτείται για την ανάκληση ή μεταρρύθμιση απόφασης ισόβαθμου δικαστηρίου μεταβολή των πραγμάτων.
Τέλος, η διάταξη του άρθρου 696 παρ. 3 ΚΠολΔ έχει εφαρμογή και στην περίπτωση κατά την οποία έχει ρυθμιστεί προσωρινά, ως ασφαλιστικό μέτρο, η επιμέλεια του προσώπου ανήλικου τέκνου επί διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης των γονέων του και η επικοινωνία του με αυτούς (ΜΠρΑΘ 5125/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και στην περίπτωση προσωρινής επιδίκασης, ως ασφαλιστικό μέτρο, χρηματικής απαίτησης διατροφής, οπότε μεταβολή πραγμάτων που να δικαιολογούν την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης μπορεί να συνιστά και η μείωση των αποδοχών του προς διατροφή υπόχρεου, αρκεί να είναι πραγματική και να μην οφείλεται σε δόλο του ίδιου (ΜΠρΘεσ 10695/2015, ΕφΑΔ 2016.278).
Τα νέα δε αυτά στοιχεία πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της αίτησης περί ανάκλησης ή μεταρρύθμισης και όχι να γίνεται επίκληση αυτών για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση της αίτησης ή με το σημείωμα (ΜΠρΑΘ 9781/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΜΠρΘεσ 7708/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).