ΣΙΜΟΝΕ ΤΑΛΙΑΠΕΤΡΑ*, ΓΚΟΥΝΤΡΑΜ ΒΟΛΦ
Η οικονομική ανάπτυξη, μέχρι στιγμής, έχει τροφοδοτήσει την υπερθέρμανση του πλανήτη. Ο μηχανισμός αυτής της ενοχλητικής αλήθειας είναι απλός: τα υψηλότερα επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας τείνουν να συμβαδίζουν με πρόσθετη χρήση ενέργειας και κατανάλωση φυσικών πόρων. Τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν το 80% του παγκόσμιου ενεργειακού μείγματος, οπότε η κατανάλωση ενέργειας παραμένει στενά συνδεδεμένη με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και ως εκ τούτου με την επίδραση στο κλίμα.Για να επιτευχθούν οι βαθιές περικοπές των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, ο κόσμος έχει ως εκ τούτου δύο επιλογές: να αποσυνδέσει τις παγκόσμιες εκπομπές από την οικονομική ανάπτυξη ή απλώς να εγκαταλείψει την οικονομική ανάπτυξη ως στόχο.
Η αποσύνδεση είναι σαφώς η πιο επιθυμητή λύση, καθώς τόσο οι ανεπτυγμένες όσο και οι αναπτυσσόμενες χώρες θέλουν να συνεχίσουν να μεγεθύνουν το ΑΕΠ τους. Η οικονομική ανάπτυξη είναι πράγματι κεντρικής σημασίας για την ευημερία όπως και η κοινωνική ασφάλιση, οι συντάξεις και η βιωσιμότητα του χρέους. Αλλά η αποσύνδεση είναι δύσκολη: οι τρέχουσες προβλέψεις για το μέγεθος του παγκόσμιου πληθυσμού και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ υποδηλώνουν ότι ο κόσμος πρέπει να μειώσει το ποσοστό των εκπομπών CO2 ανά μονάδα πραγματικού ΑΕΠ κατά περίπου 9% ετησίως κατά μέσον όρο για να φτάσει στις μηδενικές καθαρές εκπομπές έως τα μέσα του αιώνα. Συγκριτικά, μεταξύ 1990 και 2016 οι παγκόσμιες εκπομπές ανά μονάδα πραγματικού ΑΕΠ μειώθηκαν μόνο κατά 1,8% ετησίως.
Αντιμέτωποι με αυτή την αποθαρρυντική πραγματικότητα, οι οικονομολόγοι διαφωνούν για το αν η ανθρωπότητα μπορεί ρεαλιστικά να αποσυνδέσει την ανάπτυξη και τις εκπομπές. Οι θιασώτες της «πράσινης ανάπτυξης» είναι αισιόδοξοι ότι οι κατάλληλες πολιτικές και η τεχνολογία θα επιτρέψουν τη μείωση των εκπομπών σε βιώσιμα επίπεδα, ενώ θα ενθαρρύνουν τη συνέχιση ή ακόμη και την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτή τη σκέψη συμμερίζονται πολλές κυβερνήσεις και θεσμικά όργανα.
Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ορίζει την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία ως «νέα στρατηγική ανάπτυξης της Ευρώπης». Αντίθετα, οι οπαδοί της «απο-ανάπτυξης» απορρίπτουν αυτή την επιχειρηματολογία. Υποστηρίζουν ότι η παγκόσμια οικονομία πρέπει να συρρικνωθεί για να μειωθούν οι εκπομπές και ότι είναι απαραίτητη η συστημική αλλαγή και αναδιανομή για να επιτευχθεί αυτό με κοινωνικά βιώσιμο τρόπο και να αντιμετωπιστούν τα «παραμύθια περί αιώνιας οικονομικής ανάπτυξης», όπως είπε η Γκρέτα Τούνμπεργκ στους ηγέτες του κόσμου το 2019.
Θεωρούμε ότι αυτή η συζήτηση είναι σε μεγάλο βαθμό θεωρητική. Καμία χώρα, πλούσια ή φτωχή, δεν θα επιλέξει συνειδητά την απο-ανάπτυξη. Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς θα επιτευχθεί η πράσινη ανάπτυξη, έχοντας κατά νουν ότι θα χρειαστεί ένας δραστικός μετασχηματισμός της τεχνολογικής ικανότητας και της κοινωνικής οργάνωσης των οικονομιών μας. Τέσσερις παράγοντες θα είναι καθοριστικοί για την επιτάχυνση της αποσύνδεσης: πράσινες επενδύσεις, πρωτοποριακή καινοτομία, αλλαγή συμπεριφοράς και προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.
Απαιτούνται τεράστιες επενδύσεις στην απανθρακοποίηση του συστήματος παραγωγής ενέργειας. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) εκτιμά ότι το τρέχον ετήσιο επίπεδο επενδύσεων σε ενεργειακά συστήματα, που ανέρχεται στο 2,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ, θα πρέπει να αυξηθεί στο 4,5% το 2030. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να πληρώσουν μέρος του κόστους, ειδικά για μεγάλα έργα υποδομών πράσινης ενέργειας ή πράσινες τεχνολογίες που βρίσκονται ακόμη υπό ανάπτυξη. Αλλά ο ιδιωτικός τομέας θα χρειαστεί να καλύψει το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης. Οι κυβερνήσεις πρέπει επομένως να δημιουργήσουν κίνητρα και να διευκολύνουν τις επενδύσεις, ιδίως μέσω της τιμολόγησης του άνθρακα, αλλά και του κανονιστικού πλαισίου. Οι σαφείς και αξιόπιστες δεσμεύσεις πολιτικής βοηθούν επίσης μειώνοντας την αβεβαιότητα που αποτρέπει τις επιχειρήσεις από το να επενδύσουν.
Ο στόχος των μηδενικών εκπομπών απαιτεί επίσης επιτάχυνση της τεχνολογικής εξέλιξης. Το υδρογόνο που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η αυξημένη χωρητικότητα αποθήκευσης των μπαταριών είναι αξιοσημείωτα παραδείγματα τεχνολογιών των οποίων το κόστος εξακολουθεί να είναι απαγορευτικά υψηλό. Οι τεχνολογίες που απορροφούν CO2 από τον αέρα ή το συλλαμβάνουν από τις εξατμίσεις αποτελούν επίσης μέρος της λύσης στα περισσότερα σενάρια απαλλαγής από τον άνθρακα, αλλά εξακολουθούν να είναι πολύ ακριβά για να χρησιμοποιηθούν σε επαρκή κλίμακα. Για να επιταχυνθεί η ανάπτυξή τους, τόσο ο ιδιωτικός τομέας όσο και οι κυβερνήσεις πρέπει να αυξήσουν σημαντικά τη χρηματοδότησή τους για έρευνα και καινοτομία.
Εν τω μεταξύ, για την ταχεία και οικονομικά προσιτή μείωση των εκπομπών σε τομείς που είναι πιο δύσκολο να απαλλαγούν από τον άνθρακα, όπως τα αεροπορικά ταξίδια, η γεωργία και οι χρήσεις γης, θα χρειαστεί αλλαγή συμπεριφοράς. Η αλλαγή συμπεριφοράς μπορεί επίσης να μειώσει το κόστος της πράσινης μετάβασης: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι θα μπορούσε να μειώσει τις πρόσθετες ετήσιες επενδύσεις που απαιτούνται για την επίτευξη των μηδενικών καθαρών εκπομπών κατά ένα τρίτο.
Τέλος, η κλιματική αλλαγή είναι ήδη μαζί μας. Η επένδυση στην προσαρμογή είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση πυρκαγιών, πλημμυρών και άλλων ακραίων καιρικών φαινομένων που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή. Αλλά οι έμφαση στην προσαρμογή δεν πρέπει να γίνει εις βάρος του άμεσου μετριασμού της κλιματικής αλλαγής. Χρειάζονται πολύ περισσότερες επενδύσεις επειγόντως και στα δύο μέτωπα, γιατί το να τεθεί υπό έλεγχο η κλιματική αλλαγή –ειδικά η δυνατότητα να διατηρηθεί η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας στον 1,5° C πάνω από τα επίπεδα προ βιομηχανικής εποχής– θα γίνει πολύ πιο δύσκολο όσο καθυστερούν οι αναγκαίες παρεμβάσεις.
H τελική απάντηση στο ερώτημα εάν η κλιματική αλλαγή μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς να στραφούμε στην απο-ανάπτυξη, εξαρτάται από τη βούληση να ενισχυθεί μαζικά η κλιματική δράση. Θα χρειαστεί τρομακτική προσπάθεια και μαζικές επενδύσεις σε τεχνολογίες και υποδομές για να πετύχουμε τους απαραίτητους κλιματικούς μας στόχους. Ελπίζοντας ότι η ανθρωπότητα θα θυσιάσει την ανάπτυξη μοιάζει ακόμα πιο απίθανο.
* Ο δρ Σιμόνε Ταλιαπέτρα είναι senior fellow.
** Ο δρ Γκούντραμ Βολφ είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Bruegel. Το παρόν άρθρο βασίζεται σε εκτενέστερη εργασία που συνέγραψαν οι δύο συντάκτες με τον Κλάας Λέναρτς.