Τον λέγανε Σλόμπονταν Στοϊάνοβιτς
Ήταν μόλις έντεκα χρονών, όταν αργά μια νύχτα, τον Ιούλιο του 1992, οι γονείς του τον ξύπνησαν ψιθυριστά και του έκαναν νόημα ότι έπρεπε να φύγουν.
Έπρεπε να τρέξουν. Τους περίμενε ο θάνατος. Δεν τόλμησαν να περιμένουν μέχρι τη χαραυγή στο σπίτι τους, στο χωριό τους Ντόνια-Καμενίτσα, στην περιοχή ανάμεσα στις πόλεις Ζβόρνικ και Μπράτουνατς. Το αχαλίνωτο και αιμοβόρο κακό ετοιμαζόταν να τους επισκεφτεί στις δικές του συνήθεις «ώρες εργασίας». Όπως χαράματα επισκεπτόταν, τις προηγούμενες ημέρες, τους άλλους συγχωριανούς ορθόδοξης πίστης και σέρβικης εθνικότητας.
Πατούσαν στις άκρες των ποδιών τους, σκυμμένοι, για να μην πατήσουν κάποιο κλαδί ή κάτι άλλο που μπορεί να κάνει θόρυβο. Φοβούνταν ακόμα και το βήχα τους. Ακούγονταν μόνο τα γαβγίσματα των σκυλιών. Το χωριό κοιμόταν βαθιά. Μέσα σε αυτό και το κακό.
Σε μια τέτοια πορεία στο μεταίχμιο της ζωής με το θάνατο, τα λεπτά φαίνονται ώρες και τα μέτρα χιλιόμετρα. Η καρδιά τη μια κατεβαίνει και την άλλη ανεβαίνει στο λαιμό.
Ήδη, είχε αρχίσει να ανατέλλει, όταν η οικογένεια Στοϊάνοβιτς έφτανε σε μέρος που ένιωθαν ασφάλεια, στο σπίτι του κουμπάρου τους. Τους δέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες, με δάκρια χαράς, τους πρόσφεραν φιλοξενία. Όμως, ξαφνικά ακούστηκε η κραυγή του Σλόμπονταν: θυμήθηκε ότι δεν είχαν πάρει μαζί τους το σκύλο του, που τον άφησαν δεμένο στην αυλή.
Ο μικρός ήταν απαρηγόρητος, ζητούσε από τους γονείς του την άδεια να επιστρέψει για να πάρει το σκύλο. Βεβαίως, δεν του το επέτρεψαν, αφού όλοι έβλεπαν με τα δικά τους τα μάτια, ότι το κακό, από το οποίο είχαν διαφύγει, είναι αμείλικτο ακόμα και στα παιδιά.
Ο Σλόμπονταν ήταν ανυποχώρητος, αλλά και οι γονείς του ήταν αμετάκλητοι στο να μην του το επιστρέψουν. Τη πρώτη νύχτα, για σιγουριά, δεν έκλεισαν μάτι και άκουγαν τα κλάματά του. Δεν μπορούσε να συγχωρήσει στον εαυτό του που πρόδωσε το σκύλο, που ποτέ δε θα τον πρόδιδε.
Και το πρωί, πριν από το πρωινό, το αγόρι ξαφνικά πήγε τρέχοντας στο εγκαταλελειμμένο σπίτι του, για να πάρει το σκύλο του. Ο πατέρας και η μητέρα δεν μπόρεσαν να τον προλάβουν και να τον σταματήσουν. Και έτσι, έπεσε ακριβώς στα χέρια εκείνων που στο χωριό Ντόνια-Καμενίτσα σκότωναν και κατέστρεφαν κάθε τι το σέρβικο.
Η Αλβανή Έλφετα Βέσελι ήταν από το ίδιο χωριό και, βεβαίως, ήξερε τον Σλόμπονταν. Ήταν τότε 32 ετών. Ένιωθε παθολογική ανάγκη να εκφράσει το μίσος της με τελετουργικό βασανιστήριο του εντεκάχρονου γείτονα. Ήθελε να δείξει το ζήλο της μπροστά στους ντόπιους στρατιώτες του Αλλάχ. Τον βασάνιζε κτηνωδώς μπροστά σε όλους! Το σώμα του βρέθηκε χωρίς ρούχα. Τα μπροστινά του δόντια ήταν βγαλμένα. Το αυτί του κομμένο, όπως και τα δάχτυλα των ποδιών του. Τα χέρια σπασμένα. Το σώμα του είχε βαθιές πληγές σε σχήμα σταυρού. Η γυναίκα – τέρας, αφού τον βασάνισε, στο τέλος τον πυροβόλησε από κοντινή απόσταση στον κρόταφο: η σφαίρα πέρασε από το αριστερό μετωπικό οστό και βγήκε από το δεξί.
Σύμφωνα με τις καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων, ομοϊδεατών της δολοφόνου, που συμμετείχαν στις δικαστικές διαδικασίες, μετά τη κτηνώδη δολοφονία, η Βέσελι, την ώρα που έπλενε τα χέρια και τα ρούχα της από το παιδικό αίμα, αστειευόταν και γελούσε. Η Βέσελι χαμογελούσε και στη διάρκεια της δίκης, αν και στην κάμερα έβγαζε και κανένα δάκρυ, ελπίζοντας, μάλλον, ότι θα αποφύγει την τιμωρία, όπως, άλλωστε, και πολλοί άλλοι δήμιοι από το λεγόμενο «Στρατό της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης» (η Βέσελι, όλα αυτά τα χρόνια, ζούσε στην Ελβετία, ως δήθεν «θύμα σέρβικης επιθετικότητας»). Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή της σύγκρουσης στη Βοσνία, που είχε αναπτυχθεί στους κύκλους των πολιτικών τεχνοκρατών της Δύσης, αιμοσταγείς ήταν οι Σέρβοι που δολοφονούσαν μαζικά τους ανυπεράσπιστους μουσουλμάνους. Τελικά, το 2019 η Έλφετα Βέσελι καταδικάστηκε από το δικαστήριο της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης σε 10 χρόνια φυλάκισης.
Η Έλφετα Βέσελι δεν ήταν μόνη. Ανήκε στο Σώμα Σαμποτέρ του Στρατού της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης που ενεργούσε στην περιοχή Καμενίτσα, με επικεφαλής τον Σακίμπ Χαλίλοβιτς. Ο τελευταίος αν και είχε κατηγορηθεί με την κατηγορία ότι παρακολουθούσε τα βασανιστήρια και την εκτέλεση του Σλόμπονταν, αθωώθηκε.
Η Έλφετα Βέσελι, το 2016
Για κάτι τέτοια «κατορθώματα», ο Νάσερ Όριτς (διοικητής Στρατού της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης) και ακόμα εννιά από τους πολλούς συνεργούς του, με απόφαση του Προέδρου της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης Αλία Ιζετμπέγκοβιτς, βραβεύτηκαν με το «Χρυσό Κρίνο», το ανώτατο παράσημο που απονέμεται για στρατιωτικά κατορθώματα στη Δημοκρατία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης.
Όπως ισχυρίζονται οι ελάχιστοι επιζήσαντες, για αυτά τα εγκλήματα ευθύνονται ο Νάσερ Όριτς, ο Σάμπαν Ρέντιτς, ο Μουχάμεντ Τσικάριτς και ο Σενάντ Σάλκιτς. Άμεσοι «εκτελεστές» ήταν, πέραν των άλλων, ο Βέηζ Μπιέλιτς και ο γιος του Ζόραν Μπιέλιτς, ο Μουχάμεντ Ρέντιτς, ο Μουχιντίν Ρίζλιτς και άλλοι μουσουλμάνοι ισλαμιστές, που είχαν στρατολογηθεί από τα γύρω χωριά.
Όλα τα σπίτια και η περιουσία των Σέρβων στα χωριά της περιοχής Καμενίτσα λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Ο Σλόμπονταν Στοϊάνοβιτς αργότερα έγινε σύμβολο μνήμης των κτηνωδιών που διέπραξαν Βόσνιοι και ακραίοι ισλαμιστές, που πολεμούσαν στο πλευρό του Νάσερ Όριτς. Λίγο πριν τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα, η οποία με τις προσπάθειες των δυτικών ΜΜΕ είχε σερβιριστεί στον κόσμο ως «γενοκτονία των Βοσνίων μουσουλμάνων», οι τζιχαντιστές κατέστρεψαν στην περιοχή 55 (!) από τα 59 σέρβικα χωριά.
Τις επιδρομές τους οι ισλαμιστές προσπαθούσαν να τις κάνουν τις ημέρες των ορθόδοξων εορτών. Έτσι, την ημέρα του Αγίου Γεωργίου, στις 6 Μαΐου του 1992 (με το παλαιό ημερολόγιο), άρχισαν να σκοτώνουν τους Σέρβους κατοίκους και να τους διώχνουν από την ίδια τη Σρεμπρένιτσα. Έσφαξαν το σέρβικο πληθυσμό του χωριού Μπλέτσεβο. Την ημέρα των Αγίων Πέτρου και Παύλου, στις 12 Ιουλίου του 1992, έκαναν επιδρομές στα χωριά Ζαγκόνι, Σάσε, Ζαλάζιε. Τα Χριστούγεννα, τη νύχτα από 6 προς 7 Ιανουαρίου του 1993, έκαναν επιδρομή στο χωριό Κράβιτσε, όπου έκαψαν 688 σπίτια, κατέστρεψαν την εκκλησία, σκότωσαν 49 άτομα και τραυμάτισαν 80. Οι επιδρομείς δε σκότωναν μόνο ανθρώπους, αλλά και όλα τα οικόσιτα ζώα.
Για τη δολοφονία του Σλόμπονταν Στοϊάνοβιτς, έγινε λόγος στην ταινία «Έγκλημα χωρίς τιμωρία», την οποία πρόβαλε η ραδιοτηλεόραση της Σερβίας, και η οποία ήταν το πρώτο ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εις βάρος του σέρβικου πληθυσμού στην περιοχή του κεντρικού Ποντρίνιε.
Ο Σλόμπονταν απεικονίζεται πλέον, ανάμεσα στα παιδιά-μάρτυρες, στους τοίχους της Ιεράς Μονής Εισοδίων της Υπεραγίας Θεοτόκου, στο Βελιγράδι. Την επόμενη φορά, όταν θα μας λένε ότι οι Σέρβοι πρέπει να μετανοήσουν δημόσια για τη δήθεν τελεσθείσα στη Σρεμπρένιτσα «γενοκτονία κατά του άμαχου πληθυσμού», να θυμόμαστε τον Σλόμπονταν Στοϊάνοβιτς. Ας τον έχουμε μπροστά στα μάτια μας με το χαραγμένο ορθόδοξο σταυρό στην κοιλιά του.
Η αγάπη του και η αφοσίωσή του στο σκύλο ήταν πολύ δυνατή, τόσο δυνατή που δε φοβήθηκε να χάσει ακόμα και την ίδια του τη ζωή.
Τον βασάνισαν κτηνωδώς μόνο και μόνο επειδή ήταν Σέρβος.
Το όνομά του ήταν Σλόμπονταν Στοϊάνοβιτς.
Είναι ανάμεσα σε αυτούς που για πάντα θα μείνουν στις ψυχές και τις καρδιές των ανθρώπων.
Ο Σλόμπονταν Στοϊάνοβιτς είναι ένας από τους Σέρβους ήρωές μας. Αιωνία του η μνήμη!