Απαιτείται ταχύτητα από τις αρμόδιες αρχές στις υποθέσεις αυτές. Τυχόν ολιγωρία επιφέρει συνέπειες στη σχέση του γονέα με το παιδί του.
Τον Φεβρουάριο του 2013, οι γονείς του τότε 4χρονου παιδιού τους χώρισαν. Τα δικαστήρια αναγνώρισαν κοινή επιμέλεια και αποφάνθηκαν πως το παιδί θα ζούσε με τη μητέρα του, με τον πατέρα να διατηρεί δικαίωμα επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διανυκτέρευσης.
Ωστόσο, η μητέρα επιχείρησε να παρακωλύσει με κάθε τρόπο την επικοινωνία του παιδιού με τον πατέρα του, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να τον κατηγορήσει για σεξουαλική κακοποίηση σε βάρος του ανηλίκου.
Ειδικότερα, από το 2013, η μητέρα είχε αναφέρει ότι το παιδί συμπεριφερόταν ανησυχητικά. Τότε ξεκίνησε μια ποινική έρευνα εναντίον του πατέρα και η επικοινωνία μεταξύ αυτού και του γιου του διακόπηκε.
Το 2013, μετά το πέρας της έρευνας, ο πραγματογνώμονας που διορίστηκε από το δικαστήριο παρατήρησε ότι η σχέση μεταξύ της μητέρας και του παιδιού ήταν δυσλειτουργική. Το τελευταίο επέμεινε στη στάση του να αντιτίθεται στις συναντήσεις με τον πατέρα του, την ώρα που η μητέρα τροφοδοτούσε την ιδέα στο παιδί ότι ο πατέρας του το κακοποίησε.
Μετά τον τερματισμό της έρευνας το 2014, ο πατέρας δεν ήταν σε θέση πλέον να συναντήσει τον γιο του, ιδίως λόγω της αντίθεσης της μητέρας στη διεξαγωγή των συναντήσεων και στη συνέχεια της εναντίωσης του ανηλίκου, ο οποίος σύμφωνα με τους πραγματογνώμονες επηρεάστηκε από τη μητέρα.
Μεταξύ Απριλίου και Νοεμβρίου 2015, παρά τις δυσκολίες που επισημάνθηκαν από τις κοινωνικές υπηρεσίες, οι οποίες ζήτησαν ακρόαση λόγω της αναστολής του θεραπευτικού προγράμματος, το δικαστήριο δεν θεώρησε απαραίτητο να απαντήσει στις ερωτήσεις και αποφάσισε να εξετάσει το παιδί μόνο τον Απρίλιο του 2016.
Στη συνέχεια, μετά την κατάθεση νέας πραγματογνωμοσύνης τον Ιούλιο του 2017, το δικαστήριο διέταξε τη διεξαγωγή συναντήσεων σε προστατευμένο περιβάλλον τον Οκτώβριο του 2017, οι οποίες οργανώθηκαν μόλις έξι μήνες αργότερα.
Αντιμέτωπο με την άρνηση του παιδιού να συναντηθεί με τον πατέρα του, το Νοέμβριο του 2018, το δικαστήριο, βασιζόμενο στην πραγματογνωμοσύνη του 2017, διέταξε την τοποθέτηση του παιδιού με τη μητέρα του σε θεραπευτικό κέντρο. Το Δικαστήριο σημείωσε, ότι η απόφαση αυτή δεν εκτελέστηκε και ότι στη συνέχεια ακυρώθηκε από το Εφετείο τον Απρίλιο του 2019.
Αποτέλεσμα όλων των δικαστικών παλινωδιών, ήταν ο πατέρας να μην έχει ουσιαστική επικοινωνία με το γιο του για 7 περίπου χρόνια.
Η κοινή προσφυγή πατέρα – γιου
Η υπόθεση έφτασε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), στο οποίο προσέφυγαν από κοινού ο πατέρας και ο γιος του κατά των αρχών της Ιταλίας, καταγγέλλοντας παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής τους ζωής λόγω της αδυναμίας του πρώτου προσφεύγοντος (του πατέρα) να ασκήσει τα δικαιώματα επικοινωνίας του υπό τους όρους που καθορίστηκαν από τα δικαστήρια λόγω της εναντίωσης της μητέρας.
«Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο θεώρησε ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που έχουν κατατεθεί προηγουμένως, είχε καθήκον να εξετάσει εάν οι εθνικές αρχές έλαβαν όλα τα μέτρα που θα μπορούσαν εύλογα να απαιτηθούν από αυτές για να διατηρήσουν τους δεσμούς μεταξύ του πρώτου προσφεύγοντος και του γιου του και να εξετάσουν τον τρόπο με τον οποίο παρενέβησαν για να διευκολύνουν την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης του προσφεύγοντος, όπως ορίζεται από δικαστικές αποφάσεις. Υπενθύμισε επίσης ότι, σε μια τέτοια υπόθεση, η επάρκεια ενός μέτρου κρίνεται από την ταχύτητα της εφαρμογής του … για να αποφευχθεί καθυστέρηση που θα μπορούσε να έχει συνέπειες στη σχέση ενός γονέα με το παιδί του» αναφέρει το ΕΔΔΑ.
Σημείωσε ότι ο πρώτος προσφεύγων προσπάθησε να έρθει σε επικοινωνία με τον γιο του από το 2013 και ότι, παρά το ιδιωτικό συμφωνητικό που του παρείχε δικαιώματα επικοινωνίας και διανυκτέρευσης, δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμα αυτό πρώτα απ’ όλα λόγω της αντίθεσης της μητέρας του παιδιού και της μήνυσης που αυτή υπέβαλε σε βάρος του για σεξουαλική κακοποίηση.
Βεβαίως, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι αρχές αντιμετώπισαν εν προκειμένω μια πολύ δύσκολη κατάσταση που προέκυψε ιδίως από τις εντάσεις που υπήρχαν μεταξύ των γονέων του παιδιού. Παραδέχτηκε ότι η μη εκπλήρωση των δικαιωμάτων επικοινωνίας του προσφεύγοντος οφείλονταν αρχικά στην πρόδηλη άρνηση της μητέρας και στη συνέχεια του δικαιώματος του παιδιού. Επισήμανε ωστόσο, ότι η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ χωρισμένων γονέων δεν μπορεί να απαλλάξει τις αρμόδιες αρχές από την εφαρμογή όλων των μέσων που ενδέχεται να επιτρέψουν τη διατήρηση του οικογενειακού δεσμού.
Οι αρχές δεν επέδειξαν τη δέουσα επιμέλεια
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, «οι αρχές δεν κατάφεραν να επιδείξουν τη δέουσα επιμέλεια σε αυτήν την περίπτωση και δεν εκπλήρωσαν αυτό που θα μπορούσε εύλογα να αναμένεται από αυτές. Το Δικαστήριο θεώρησε ειδικότερα ότι τα εγχώρια δικαστήρια δεν έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα για να δημιουργήσουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την πλήρη υλοποίηση του δικαιώματος επικοινωνίας πατέρα με παιδί… Σημείωσε ιδίως ότι μεταξύ του έτους 2013 έως Απρίλιο 2018, δεν πραγματοποιήθηκε επικοινωνία και ότι δεν ελήφθησαν μέτρα για την αποκατάσταση του δεσμού μεταξύ του προσφεύγοντος και του γιου του. Θεώρησε ότι μια ταχεία αντίδραση σε αυτήν την κατάσταση θα ήταν απαραίτητη λόγω του αντίκτυπου, σε τέτοιες περιπτώσεις, του χρόνου που μπορεί να εμποδίσει τη δυνατότητα του ενδιαφερόμενου γονέα να επανασυνδεθεί με το παιδί του».
Το Δικαστήριο θεώρησε επίσης ότι «τα εθνικά δικαστήρια δεν έλαβαν, από την αρχή του χωρισμού και μετά τον τερματισμό της ποινικής έρευνας – όταν το παιδί ήταν μόλις 4 ετών – συγκεκριμένα και χρήσιμα μέτρα που θα αποσκοπούσαν στη δημιουργία αποτελεσματικής επικοινωνίας και ότι στη συνέχεια δεν έλαβαν υπόψη τους για περίπου 7 χρόνια το γεγονός ότι η μητέρα, με τη συμπεριφορά της, εμπόδισε τη δημιουργία μιας πραγματικής σχέσης μεταξύ πατέρα και παιδιού».
Για το λόγο αυτό έκρινε πως υπήρξε παραβίαση της οικογενειακής ζωής και επιδίκασε από 10.000 ευρώ σε κάθε προσφεύγοντα (πατέρα και γιο), καθώς και 11.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες