Απόφαση Γεν. Δικαστηρίου ΕΕ: «Απορρίπτεται η προσφυγή της Altice κατά απόφασης της Επιτροπής με την οποία της επιβλήθηκαν 2 πρόστιμα συνολικού ποσού 124,5 εκατ. € για την εξαγορά της PT Portugal»
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 22-09-2021 απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΓΔΕΕ) απέρριψε την προσφυγή της Altice Europe κατά της απόφασης της Επιτροπής με την οποία της επιβλήθηκαν δύο πρόστιμα συνολικού ποσού 124,5 εκατομμυρίων ευρώ στο πλαίσιο της εξαγοράς της PT Portugal.
Ωστόσο, το ΓΔΕΕ διέταξε να μειωθεί κατά 6,22 εκατομμύρια ευρώ το ποσό του προστίμου που αφορά την αθέτηση της υποχρέωσης κοινοποίησης της συγκέντρωσης στην Επιτροπή.
Σημείωνεται ότι με την απόφασή του αυτή, το ΓΔΕΕ διευκρίνισε την ερμηνεία και την εφαρμογή των υποχρεώσεων κοινοποίησης και αναστολής των συγκεντρώσεων με ευρωπαϊκή διάσταση οι οποίες προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) 139/2004 [κανονισμός του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων].
Ιστορικό της υπόθεσης
Η Altice Europe NV είναι πολυεθνική εταιρεία τηλεπικοινωνιών και καλωδιακής τηλεόρασης. Η PT Portugal SGPS SA είναι φορέας παροχής τηλεπικοινωνιών και πολυμέσων, οι δε δραστηριότητές του καλύπτουν ολόκληρο τον τομέα των τηλεπικοινωνιών στην Πορτογαλία.
Στις 9 Δεκεμβρίου 2014, η Altice συνήψε σύμβαση εξαγοράς μετοχών (Share Purchase Agreement ή, αλλιώς ,SPA) με σκοπό να αναλάβει τον αποκλειστικό έλεγχο της PT Portugal μέσω της θυγατρικής της Altice Portugal SA. Δεδομένου ότι η εν λόγω εξαγορά έπρεπε να εγκριθεί από την Επιτροπή κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004, η SPA προέβλεπε σειρά κανόνων σχετικά με τη διαχείριση των δραστηριοτήτων της PT Portugal μεταξύ της υπογραφής της συμφωνίας αυτής και της ολοκλήρωσης της πράξης κατόπιν έγκρισης εκ μέρους της Επιτροπής (ή, αλλιώς, προπαρασκευαστικές ρήτρες).
Με απόφαση της 20ής Απριλίου 2015, η Επιτροπή κήρυξε την εξαγορά συμβατή με την εσωτερική αγορά, υπό την προϋπόθεση τήρησης ορισμένων δεσμεύσεων.
Τον Μάρτιο του 2016, μετά από πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο, η Επιτροπή κίνησε έρευνα προκειμένου να διαπιστώσει αν η Altice είχε παραβεί τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 οι οποίες, αφενός, προβλέπουν υποχρέωση κοινοποίησης της συγκέντρωσης στην Επιτροπή πριν από την πραγματοποίησή της και, αφετέρου, απαγορεύουν την πραγματοποίησή της προτού αυτή κοινοποιηθεί και κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά.
Στηριζόμενη στα αποτελέσματα της έρευνάς της, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Altice είχε τη δυνατότητα να ασκήσει αποφασιστική επιρροή στην PT Portugal ή είχε ασκήσει έλεγχο στον φορέα αυτόν προτού εκδοθεί η απόφαση έγκρισης της Επιτροπής και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και πριν από την κοινοποίηση της συγκέντρωσης. Συναφώς, η Επιτροπή διαπίστωσε, πρώτον, ότι ορισμένες προπαρασκευαστικές ρήτρες παρείχαν στην Altice δικαίωμα αρνησικυρίας σε σχέση με τον διορισμό των ανώτερων διευθυντικών στελεχών της PT Portugal, με την τιμολογιακή της πολιτική, με τους εμπορικούς όρους που συμφωνούνται με τους πελάτες της, καθώς και με τη δυνατότητά της να συνάπτει, να καταγγέλλει ή να τροποποιεί ένα ευρύ φάσμα συμβάσεων. Δεύτερον, η Επιτροπή ανέφερε ότι οι εν λόγω ρήτρες είχαν εφαρμοσθεί επανειλημμένως, όπερ συνεπαγόταν παρέμβαση της Altice στην καθημερινή λειτουργία της PT Portugal. Τρίτον, η Επιτροπή επισήμανε ότι, αφ’ ης στιγμής υπεγράφη η SPA, αντηλλάγησαν εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούσαν την PT Portugal.
Ως εκ τούτου, με απόφαση της 24ης Απριλίου 2018, η Επιτροπή επέβαλε στην Altice πρόστιμο ύψους 62.250.000 ευρώ λόγω παράβασης της υποχρέωσης κοινοποίησης της συγκέντρωσης καθώς και πρόστιμο ύψους 62.250.000 ευρώ λόγω μη συμμόρφωσης με την απαγόρευση πραγματοποίησης της συγκέντρωσης πριν από την κοινοποίησή της στην Επιτροπή και πριν από την έγκρισή της από την τελευταία.
Η Altice άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της ανωτέρω απόφασης,
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε εν μέρει την προσφυγή της Altice.
Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, καταρχάς, την ένσταση έλλειψης νομιμότητας που προέβαλε η Altice, κατά την οποία η υποχρέωση κοινοποίησης της συγκέντρωσης (που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004) και το πρόστιμο που επιβάλλεται σε περίπτωση αθέτησής της (που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού) επικαλύπτονται με την υποχρέωση περί μη πραγματοποίησης της συγκέντρωσης προτού αυτή κοινοποιηθεί και εγκριθεί (που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού) και με το πρόστιμο που επιβάλλεται σε περίπτωση αθέτησης της εν λόγω υποχρέωσης (που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού). Στο πλαίσιο αυτό, η Altice προέβαλε, επιπλέον, παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της απαγόρευσης επιβολής διπλών κυρώσεων, καθόσον οι προαναφερθείσες διατάξεις επέτρεπαν στην Επιτροπή να επιβάλει δεύτερο πρόστιμο στο ίδιο πρόσωπο για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.
Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε, πρώτον, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 επιδιώκουν αυτοτελείς σκοπούς. Σκοπός του πρώτου είναι να υποχρεούνται οι επιχειρήσεις να κοινοποιούν τη συγκέντρωση πριν αυτή πραγματοποιηθεί, ενώ σκοπός του δευτέρου είναι να εμποδίζεται η εκ μέρους των επιχειρήσεων πραγματοποίηση της συγκέντρωσης προτού η Επιτροπή την κηρύξει συμβατή με την εσωτερική αγορά. Επιπλέον, το άρθρο 4, παράγραφος 1, προβλέπει υποχρέωση πράξης, ενώ το άρθρο 7, παράγραφος 1, προβλέπει υποχρέωση αποχής από πράξη. Επιπροσθέτως, ενώ η παράβαση της πρώτης διάταξης συνιστά στιγμιαία παράβαση, η παράβαση της δεύτερης συνιστά διαρκή παράβαση.
Βάσει των ως άνω εκτιμήσεων, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 δεν επικαλύπτονται με το άρθρο 7, παράγραφος 1 και με το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας ούτε την απαγόρευση επιβολής διπλών κυρώσεων. Επιπροσθέτως, το να κηρυχθούν παράνομες οι διατάξεις αυτές όχι μόνο θα αντέβαινε στον σκοπό του κανονισμού που έγκειται στη διασφάλιση αποτελεσματικού ελέγχου των συγκεντρώσεων, αλλά θα στερούσε επίσης από την Επιτροπή τη δυνατότητα να διακρίνει, μέσω των προστίμων που επιβάλλει, μεταξύ της περίπτωσης στην οποία η επιχείρηση τηρεί την υποχρέωση κοινοποίησης, αλλά αθετεί την υποχρέωση αναστολής, και εκείνης στην οποία η επιχείρηση αθετεί αμφότερες τις υποχρεώσεις.
Όσον αφορά, περαιτέρω, το επιχείρημα της Altice κατά το οποίο οι προπαρασκευαστικές ρήτρες της SPA δεν της παρείχαν την εξουσία να εμποδίζει τη λήψη στρατηγικών αποφάσεων και δεν ήταν δυνατόν, ως εκ τούτου, να θεωρηθούν ως δικαιώματα αρνησικυρίας μέσω των οποίων η ίδια ήλεγχε την PT Portugal, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε καταρχάς την προπαρασκευαστική ρήτρα που παρέχει στην Altice τη δυνατότητα να διορίζει και να απολύει τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη της PT Portugal ή να τροποποιεί τις συμβάσεις τους. Το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε, συναφώς, ότι ο έχων τη δυνατότητα συμμετοχής σε αποφάσεις που αφορούν τη στελέχωση διευθυντικών θέσεων δύναται εν γένει να ασκεί αποφασιστική επιρροή στην εμπορική πολιτική μιας επιχείρησης.
Επιπλέον, συνεπεία της προπαρασκευαστικής ρήτρας, δυνάμει της οποίας η Altice μπορούσε να παρεμβαίνει στην τιμολογιακή πολιτική της PT Portugal, η τελευταία υποχρεούτο να λαμβάνει τη γραπτή συγκατάθεση της Altice για οποιαδήποτε αλλαγή των τιμών και για κάθε τροποποίηση των γενικών όρων της.
Στο μέτρο που οι προπαρασκευαστικές ρήτρες επέτρεπαν, επιπλέον, στην Altice να συνάπτει, να καταγγέλλει ή να τροποποιεί ένα ευρύ φάσμα συμβάσεων της PT Portugal, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εν λόγω ρήτρες, οι οποίες συνοδεύονταν από δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση παράβασης, υποχρέωναν την PT Portugal να ζητεί την προηγούμενη έγκριση της Altice για όλες τις σημαντικές συμβάσεις, είτε αυτές σχετίζονταν με τη συνήθη επιχειρηματική δραστηριότητα είτε όχι και ανεξαρτήτως της οικονομικής αξίας τους.
Επ’ αυτού, η Altice δεν είχε άλλωστε αποδείξει ότι οι σχετικές προπαρασκευαστικές ρήτρες ήταν απαραίτητες προκειμένου να διασφαλιστεί η διατήρηση της αξίας της μεταβιβασθείσας επιχείρησης ή προκειμένου να μη θιγεί η εμπορική ακεραιότητά της.
Με γνώμονα τα ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, δυνάμει των προπαρασκευαστικών ρητρών, η Altice μπορούσε να ασκεί έλεγχο επί της PT Portugal, καθόσον της παρεχόταν η δυνατότητα να ασκεί αποφασιστική επιρροή στη δραστηριότητα της τελευταίας. Κατά την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, από διάφορα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει, επιπλέον, ότι η Altice είχε επανειλημμένως πράγματι παρέμβει στην καθημερινή λειτουργία της PT Portugal και ότι είχαν ανταλλαγεί εμπιστευτικές πληροφορίες μεταξύ της Altice και της PT Portugal.
Τέλος, δεδομένου ότι η έναρξη ισχύος των προπαρασκευαστικών ρητρών της SPA, ορισμένες παρεμβάσεις και ορισμένες ανταλλαγές εμπιστευτικών πληροφοριών χρονολογούνταν πριν από την κοινοποίηση της πράξης, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η Altice είχε ασκήσει αποφασιστική επιρροή στην PT Portugal, αθετώντας τόσο την υποχρέωση κοινοποίησης που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004, όσο και την υποχρέωση αναστολής που υπέχει από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.
Ωστόσο, στο πλαίσιο της άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας του, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι πρέπει να μειωθεί κατά 10% το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε λόγω παράβασης της υποχρέωσης κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004, ούτως ώστε να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι, πριν από την υπογραφή της SPA, η Altice είχε ενημερώσει την Επιτροπή για την πράξη που επρόκειτο να πραγματοποιήσει και ότι, αμέσως μετά την υπογραφή, είχε απευθύνει στην Επιτροπή αίτημα για τον ορισμό ομάδας η οποία θα αναλάμβανε την εξέταση του φακέλου της.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προσφυγή ακυρώσεως αποσκοπεί στην ακύρωση πράξεων των οργάνων της Ένωσης που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη, τα όργανα της Ένωσης και οι ιδιώτες μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου. Αν η προσφυγή είναι βάσιμη, η πράξη ακυρώνεται. Το καθού όργανο της Ένωσης οφείλει να καλύψει το ενδεχόμενο κενό δικαίου που δημιουργεί η ακύρωση της πράξεως.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και εντός δύο μηνών και δέκα ημερών από της κοινοποιήσεώς της μπορεί να ασκηθεί αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, περιοριζόμενη σε νομικά ζητήματα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στα αγγλικά και στα γαλλικά στην ιστοσελίδα CURIA