Γεν. Δικαστήριο ΕΕ: «Ακυρώνονται οι αποφάσεις της Επιτροπής κατά τις οποίες το επίμαχο τιμολόγιο δεν συνεπαγόταν τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης στην Μυτιληναίος»
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 22-09-2021 απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΓΔΕΕ) ακύρωσε τις αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή διαπίστωσε ότι διαιτητική απόφαση που καθόρισε το φερόμενο ως προτιμησιακό τιμολόγιο προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δεν συνεπαγόταν τη χορήγηση πλεονεκτήματος στην εταιρία παραγωγής αλουμινίου Μυτιληναίος.
Επιπλέον, κατά το ΓΔΕΕ, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει επιμελώς, επαρκώς και πλήρως την ενδεχόμενη ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης προβαίνοντας σε σύνθετες οικονομικές και τεχνικές εκτιμήσεις.
Σημειώνεται ότι με την απόφασή του, το ΓΔΕΕ παρείχε διευκρινίσεις σχετικά με τον χαρακτηρισμό του καταγγέλλοντος ως «ενδιαφερόμενου μέρους» που νομιμοποιείται ενεργητικώς να προσβάλει απόφαση της Επιτροπής περί μη διατύπωσης αντιρρήσεων έναντι κρατικού μέτρου, βάσει του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων. Επί της ουσίας, η απόφαση διευκρίνισε επιπλέον το περιεχόμενο της υποχρέωσης που υπέχει η Επιτροπή να εξακριβώσει αν ένα διαιτητικό δικαστήριο που διαθέτει εξουσίες ανάλογες εκείνων ενός τακτικού κρατικού δικαστηρίου χορήγησε πλεονέκτημα, κατά την έννοια του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων, καθορίζοντας τιμή προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας η οποία ενδεχομένως δεν αντιστοιχεί στην τιμή της αγοράς.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ΑΕ (ΔΕΗ), παραγωγός και προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας που εδρεύει στην Αθήνα και ελέγχεται από το Ελληνικό Δημόσιο, και ο μεγαλύτερος πελάτης της, η εταιρία Μυτιληναίος AE – Όμιλος Επιχειρήσεων, πρώην Αλουμίνιον της Ελλάδος ΒΕΑΕ, με έδρα στο Μαρούσι, εμπλέκονται σε μακρά αντιδικία σχετικά με το τιμολόγιο προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας που επρόκειτο να αντικαταστήσει το προνομιακό τιμολόγιο που ίσχυε για τη Μυτιληναίος και είχε προκύψει από συμφωνία υπογραφείσα το 1960, η οποία όμως έληξε το 2006.
Στο πλαίσιο συνυποσχετικού διαιτησίας που υπέγραψαν στις 16 Νοεμβρίου 2011, οι δύο διάδικοι συμφώνησαν να αναθέσουν την επίλυση της διαφοράς τους στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), στην οποία έχει συσταθεί, δυνάμει ελληνικού νόμου, μόνιμη διαιτησία.
Με απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 2013, το διαιτητικό δικαστήριο καθόρισε το τιμολόγιο προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας για τη Μυτιληναίος. Η αγωγή ακύρωσης που άσκησε η ΔΕΗ κατά της διαιτητικής αυτής απόφασης απορρίφθηκε από το εφετείο Αθηνών.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΔΕΗ κατέθεσε δύο καταγγελίες ενώπιον της Επιτροπής, υποστηρίζοντας ότι αρχικώς η ΡΑΕ και στη συνέχεια το διαιτητικό δικαστήριο χορήγησαν στη Μυτιληναίος παράνομη κρατική ενίσχυση, στο μέτρο που το επίμαχο τιμολόγιο την υποχρέωνε να προμηθεύει στη Μυτιληναίος ηλεκτρική ενέργεια σε τιμή χαμηλότερη από το κόστος της και, επομένως, από την τιμή της αγοράς. Με έγγραφο της 12ης Ιουνίου 2014, υπογεγραμμένο από προϊστάμενο μονάδας της γενικής διεύθυνσης (ΓΔ) Ανταγωνισμού, η Επιτροπή ενημέρωσε τη ΔΕΗ ότι η καταγγελία που είχε υποβάλει τέθηκε στο αρχείο. Κατά την Επιτροπή, το επίμαχο τιμολόγιο δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση καθόσον δεν πληρούνταν τα κριτήρια του καταλογισμού και του πλεονεκτήματος και, ως εκ τούτου, παρείλκε η κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.
Κατόπιν του εγγράφου αυτού, η ΔΕΗ άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T-639/14, με αίτημα την ακύρωση της περιεχόμενης στο εν λόγω έγγραφο απόφασης να τεθούν οι καταγγελίες στο αρχείο.
Κατά τη διάρκεια της ως άνω διαδικασίας, η Επιτροπή, με απόφαση της 25ης Μαρτίου 2015, προέβη στην ανάκληση και αντικατάσταση του επίδικου εγγράφου. Με την απόφαση αυτή έκρινε ότι η διαιτητική απόφαση δεν συνεπαγόταν τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης υπέρ της Μυτιληναίος, με το σκεπτικό ότι η οικειοθελής εκ μέρους της ΔΕΗ υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία ισοδυναμούσε με τη συμπεριφορά ενός συνετού ιδιώτη επενδυτή της αγοράς και ότι, ως εκ τούτου, δεν χορηγήθηκε πλεονέκτημα.
Ακολούθως, η ΔΕΗ άσκησε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T-352/15, με αίτημα την ακύρωση της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης.
Με διάταξη της 9ης Φεβρουαρίου 2016, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι παρείλκε η έκδοση απόφασης επί της προσφυγής στην υπόθεση T-639/14. Εντούτοις, μετά την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο, με την απόφαση της 31ης Μαΐου 2017, ΔΕΗ κατά Επιτροπής, C-228/16 P, αναίρεσε την απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, όπου πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T-639/14 RENV.
Στις 14 Αυγούστου 2017, η Επιτροπή εξέδωσε δεύτερη απόφαση, με την οποία κατάργησε και αντικατέστησε τόσο το επίδικο έγγραφο όσο και την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση. Στηριζόμενη σε λόγους πανομοιότυπους με εκείνους που εκτίθενται στην πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, η δεύτερη αυτή απόφαση επιβεβαιώνει ότι η διαιτητική απόφαση δεν συνεπάγεται τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
Η ΔΕΗ άσκησε εκ νέου προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά της δεύτερης απόφασης, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T-740/17.
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τις τρεις προσφυγές που άσκησε η ΔΕΗ και ακυρώνει τόσο το επίδικο έγγραφο όσο και την πρώτη και τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής στην υπόθεση T-740/17, η οποία εξετάστηκε πρώτη, το Γενικό Δικαστήριο επεσήμανε ότι η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι της ΔΕΗ. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται ενίσχυση και με την οποία η Επιτροπή περατώνει το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο πρόσθεσε ότι η ΔΕΗ, στο μέτρο που υποστήριξε ότι το επίμαχο τιμολόγιο αποτελούσε ενίσχυση απαγορευόμενη από το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η οποία έθιγε τα οικονομικά συμφέροντά της, έχει την ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου μέρους», κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 1, στοιχείο η΄, του κανονισμού για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, ήτοι του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, το οποίο εμποδίζεται, λόγω των προσβαλλόμενων πράξεων με τις οποίες τέθηκαν οι καταγγελίες του στο αρχείο, να υποβάλει τις παρατηρήσεις του στο πλαίσιο επίσημης διαδικασίας έρευνας.
Επομένως, η προσφυγή της ΔΕΗ είναι παραδεκτή, καθόσον αποσκοπεί στη διαφύλαξη των διαδικαστικών εγγυήσεων των οποίων θα τύγχανε, ως ενδιαφερόμενο μέρος, αν είχε κινηθεί η επίσημη διαδικασία έρευνας βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει η ΔΕΗ αποβλέπουν πράγματι στο να καταδειχθεί η ύπαρξη αμφιβολιών (κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589) ή σοβαρών δυσχερειών λόγω των οποίων θα έπρεπε η Επιτροπή να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας.
Όσον αφορά το ουσιαστικό ζήτημα αν η Επιτροπή έπρεπε να διατηρεί αμφιβολίες ή να αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες κατά την αξιολόγηση των καταγγελιών της ΔΕΗ, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος στην κατάσταση της ΔΕΗ θα επέλεγε τη διαιτησία και θα δεχόταν τον καθορισμό του εφαρμοστέου τιμολογίου από διαιτητικό δικαστήριο αποτελούμενο από ειδικούς του τομέα, των οποίων η εξουσία εκτίμησης θα περιοριζόταν από παραμέτρους ανάλογες με εκείνες του συνυποσχετικού διαιτησίας, με συνέπεια, κατά την Επιτροπή, ο καθορισμός του επίμαχου τιμολογίου από το διαιτητικό δικαστήριο να μην μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη χορήγηση πλεονεκτήματος στη Μυτιληναίος.
Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι το διαιτητικό δικαστήριο, αποφαινόμενο βάσει διαδικασίας διαιτησίας προβλεπόμενης από τον νόμο και με την οποία καθορίζεται το τιμολόγιο προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας με νομικά δεσμευτική απόφαση, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως όργανο που ασκεί εξουσία εμπίπτουσα στη σφαίρα της δημόσιας εξουσίας, λαμβανομένων υπόψη της φύσης του, του πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η δραστηριότητά του, του σκοπού του, καθώς και των κανόνων στους οποίους υπόκειται και οι οποίοι προβλέπουν ότι οι αποφάσεις του μπορούν να προσβληθούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, έχουν ισχύ δεδικασμένου και αποτελούν εκτελεστό τίτλο. Συνεπώς, το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί να εξομοιωθεί με τακτικό κρατικό δικαστήριο.
Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και της Επιτροπής στον τομέα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, τα εθνικά δικαστήρια ενδέχεται να παραβαίνουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το άρθρο 107, παράγραφος 1, και από το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να καθιστούν δυνατή ή να διαιωνίζουν τη χορήγηση παράνομης ενίσχυσης, ή ακόμη και να καθίστανται τα ίδια το μέσο προς τούτο, ζήτημα το οποίο εμπίπτει στην αρμοδιότητα ελέγχου της Επιτροπής.
Επομένως, προκειμένου να μπορέσει να άρει κάθε αμφιβολία ή σοβαρή δυσχέρεια ως προς το ζήτημα αν το καθορισθέν από τη διαιτητική απόφαση τιμολόγιο ενείχε πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να ελέγξει κατά πόσον ένα κρατικό μέτρο, όπως το εν λόγω τιμολόγιο, το οποίο δεν είχε κοινοποιηθεί, πλην όμως είχε αμφισβητηθεί από καταγγέλλοντα, πληρούσε τα κριτήρια που κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ συνθέτουν την έννοια της κρατικής ενίσχυσης, συμπεριλαμβανομένου του κριτηρίου του πλεονεκτήματος. Ο έλεγχος αυτός απαιτεί σύνθετες οικονομικές εκτιμήσεις, σχετικές ιδίως με τη συμβατότητα του τιμολογίου προς τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.
Πλην όμως, η Επιτροπή, περιορίζοντας την ανάλυσή της στο ζήτημα αν ένας ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε υπαχθεί στη διαιτησία που αποδέχθηκε η ΔΕΗ, ανέθεσε τις σύνθετες αυτές εκτιμήσεις στα ελληνικά δικαιοδοτικά όργανα, παραβλέποντας το δικό της καθήκον ελέγχου. Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριακών στοιχείων που υπέβαλε η ΔΕΗ κατά τη διοικητική διαδικασία, η Επιτροπή όφειλε να προβεί στη δική της ανάλυση του ζητήματος αν η μέθοδος προσδιορισμού του κόστους της ΔΕΗ, όπως εφαρμόστηκε από το διαιτητικό δικαστήριο, ήταν ενδεδειγμένη και αρκούντως εύλογη προκειμένου να διαπιστωθεί ότι το επίμαχο τιμολόγιο ήταν σύμφωνο με τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.
Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν ανταποκρίθηκε, με τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, στις απαιτήσεις ελέγχου που υπέχει, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες ή να έχει αμφιβολίες λόγω των οποίων θα όφειλε να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή στην υπόθεση T-740/17 και ακύρωσε τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση.
Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση κηρύσσεται άκυρη, δεν μπορεί να καταργήσει και να αντικαταστήσει ούτε την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση ούτε το επίδικο έγγραφο. Επομένως, η προσφυγή ακυρώσεως κατά της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης διατηρεί το αντικείμενό της.
Λαμβανομένου υπόψη του σχεδόν πανομοιότυπου περιεχομένου της πρώτης και της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο, για τους ίδιους λόγους, δέχθηκε την προσφυγή στην υπόθεση T-352/15 και ακύρωσε την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση. Στο μέτρο που ούτε η εν λόγω απόφαση μπορεί πλέον να καταργήσει και να αντικαταστήσει το επίδικο έγγραφο, η υπόθεση T-639/14 RENV διατηρεί επίσης το αντικείμενό της.
Αφού έκρινε παραδεκτή την προσφυγή στην ως άνω υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το επίδικο έγγραφο, το οποίο συνιστά την οριστική λήψη θέσης εκ μέρους των υπηρεσιών της Επιτροπής επί των καταγγελιών της προσφεύγουσας, καθώς με αυτό τέθηκαν οι καταγγελίες στο αρχείο, ενέχει παράβαση ουσιώδους τύπου, καθότι έπρεπε να είχε εκδοθεί από την Επιτροπή ως συλλογικό όργανο και όχι από προϊστάμενο μονάδας της ΓΔ Ανταγωνισμού, για τον λόγο δε αυτόν η ίδια η Επιτροπή προέβη στην κατάργηση και αντικατάσταση του εγγράφου. Το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε, εξάλλου, ότι η Επιτροπή έπρεπε να αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες ή να διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης ή, τουλάχιστον, ότι δεν μπορούσε να άρει τις αμφιβολίες αυτές για τον λόγο ότι η διαιτητική απόφαση δεν μπορούσε να καταλογιστεί στο ελληνικό κράτος. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο, υπενθυμίζοντας ότι, λόγω της φύσης και των εννόμων αποτελεσμάτων της, η διαιτητική απόφαση μπορεί να συγκριθεί με απόφαση τακτικού ελληνικού δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως πράξη δημόσιας εξουσίας, υπογράμμισε ότι η ΔΕΗ απέδειξε επαρκώς κατά νόμον τον καταλογισμό στο κράτος.
Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δέχεται την τρίτη προσφυγή και ακυρώνει και το επίδικο έγγραφο.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προσφυγή ακυρώσεως αποσκοπεί στην ακύρωση πράξεων των οργάνων της Ένωσης που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη, τα όργανα της Ένωσης και οι ιδιώτες μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου. Αν η προσφυγή είναι βάσιμη, η πράξη ακυρώνεται. Το καθού όργανο της Ένωσης οφείλει να καλύψει το ενδεχόμενο κενό δικαίου που δημιουργεί η ακύρωση της πράξεως.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και εντός δύο μηνών και δέκα ημερών από της κοινοποιήσεώς της μπορεί να ασκηθεί αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, περιοριζόμενη σε νομικά ζητήματα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στα γαλλικά και στα γερμανικά στην ιστοσελίδα CURIA