Στόχος, να καλυφθούν περισσότεροι τομείς και προϊόντα μετά το 2030
Σχέδια για να επεκτείνει τους διασυνοριακούς δασμούς στους ρύπους, προκειμένου να καλύψει περισσότερους τομείς και προϊόντα μετά το 2030, εξετάζει η Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως ανακοίνωσε κορυφαίος αξιωματούχος της Κομισιόν και αναφέρεται σε δημοσίευμα του moneyreview.gr. Σε πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο, αναφέρεται η επιβολή διασυνοριακού δασμού βάσει των εκπομπών ρύπων διοξειδίου του άνθρακα, με στόχο να εξασφαλιστεί πως οι ξένες μεταποιητικές μονάδες δεν θα έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των εταιρειών της Ε.Ε., η οποία προωθεί συγκριτικά πολύ αυστηρότερες ρυθμίσεις ώστε να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή. Επί του πρακτέου και εάν τελικώς η πρόταση γίνει αποδεκτή, αυτό θα σημαίνει ότι από το 2026 οι εισαγωγείς θα βαρύνονται με τέλη στο διασυνοριακό εμπόριο γαιάνθρακα και με γνώμονα τις εκπομπές αερίων ρύπων διοξειδίου του άνθρακα, οι οποίες προκαλούνται από την παραγωγή των δικών τους προϊόντων εκτός συνόρων Ε.Ε. Ο δασμός αυτός προβλέπεται πως θα αφορά το τσιμέντο, τον σίδηρο, τον χάλυβα και το αλουμίνιο, καθώς και τα λιπάσματα και την ηλεκτρική ενέργεια.
Ο γενικός διευθυντής στο τμήμα της φορολογίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Γεράσιμος Θωμάς, επισήμανε ότι προϊόντος του χρόνου θα προστεθούν ακόμα περισσότεροι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας, οι οποίοι θα βαρύνονται με δασμούς. Οπερ εστί μεθερμηνευόμενον, οι φόροι θα βαρύνουν και τα αυτοκίνητα αυτά καθαυτά και όχι μόνο τον χάλυβα, ο οποίος ως πρώτη ύλη χρησιμοποιείται στην κατασκευή τους. Η Επιτροπή επί κάθε νέου κλάδου θα εξετάζει τις εμπορικές ροές, την αξία των αγαθών και το κόστος στις υπηρεσίες από την επιβολή του διασυνοριακού φόρου, όπως εξήγησε ο κ. Θωμάς, Η διαρροή εκπομπών αερίων ρύπων αποτελεί τον βασικό κίνδυνο υπό το πρίσμα της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Πολλές εταιρείες επιλέγουν να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους σε περιοχές όπου ισχύουν πιο χαλαροί περιβαλλοντικοί κανονισμοί, εξακολουθώντας να ρυπαίνουν κι εκεί, αντί να προβαίνουν σε επενδύσεις απορρύπανσης και πράσινης τεχνολογίας. Η απειλή αυτή αναμένεται να κλιμακωθεί ενόσω η Ευρωπαϊκή Ενωση αποπειράται να εκπληρώσει τους στόχους της για δραστική περικοπή των ρύπων, που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, σε ποσοστό 55% έως το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Η Ε.Ε. αριθμεί περίπου 60 βιομηχανικούς τομείς, οι οποίοι είναι επιρρεπείς σε διαρροή αερίων ρύπων, συμπεριλαμβανομένων των μονάδων διύλισης και των κατασκευαστών κεραμικών και γυαλιού.
Οι χώρες-μέλη της Ε.Ε. και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα διαπραγματευθούν τις λεπτομέρειες της επιβολής του φόρου στις διασυνοριακές συναλλαγές γαιάνθρακα, προτού τεθεί σε ισχύ. Οι διαπραγματεύσεις αυτές μπορεί να διαρκέσουν έως και δύο χρόνια. Είναι ενδιαφέρουσα η προσέγγιση της αναλύτριας στο Breakingviews/Reuters, Τζίνα Τσον, η οποία επισημαίνει ότι ο διασυνοριακός φόρος επί των εκπομπών αερίων ρύπων είναι απλώς το επόμενο επεισόδιο της πολιτικής διαμάχης γύρω από τη φορολόγηση των κερδών των πολυεθνικών, ώστε να μη μετακινούνται σε χώρες/περιφέρειες, όπου οι συντελεστές είναι χαμηλότεροι. Η Δύση δεν επιθυμεί να μεταφέρουν οι επιχειρήσεις της τη βάση τους στην Ινδία ή την Κίνα, όπου οι περιβαλλοντικές ρυθμίσεις είναι χαλαρές, καθιστώντας την παραγωγή φθηνότερη. Με την επιβολή ενός διασυνοριακού φόρου ρύπων τα προϊόντα αυτά θα ακριβύνουν, αποδυναμώνοντας το κίνητρο των ομίλων να μετακινούν θέσεις εργασίας στο εξωτερικό. Επίσης μπορεί να έχει και άλλη επίδραση. Δηλαδή, οι εγχώριες εταιρείες, των οποίων τα προϊόντα είναι ακριβότερα λόγω των αυστηρότερων κανονισμών ή για άλλους λόγους, μπορεί να εξασφαλίζουν εκπτώσεις φόρων, όταν τα εν λόγω εξάγονται. Αμβλύνονται, ως εκ τούτου, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην παγκόσμια αγορά, εξ ου και στις ΗΠΑ τον φόρο υποστηρίζουν εργατικά συνδικάτα και ενώσεις ντόπιων παραγωγών χάλυβα.