Απόφαση Γεν. Δικαστηρίου ΕΕ: «Ορθά η Επιτροπή αποφάσισε την ανάκτηση 109.415,20 Ευρώ από την ελληνική εταιρία»
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 20-10-2021 απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΓΔΕΕ) επιβεβαίωσε την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάκτηση 109.415,20 ευρώ από το μαιευτήριο Λητώ σχετικά με το πρόγραμμα Dicoems.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η εταιρία Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο είναι μαιευτήριο ειδικευμένο στους τομείς της μαιευτικής, της γυναικολογίας και της χειρουργικής με έδρα την Αθήνα. Στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου για την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη (2002-2006), η Λητώ συμμετείχε σε κοινοπραξία που συνήψε τον Δεκέμβριο του 2003 με την Επιτροπή σύμβαση σχετικά με ένα πρόγραμμα ιατρικής έρευνας, ονομαζόμενο Dicoems. Στο πλαίσιο της εκτέλεσης της σύμβασης, η Λητώ εισέπραξε ως συνεισφορά της Ένωσης το ποσό των 117.306,85 ευρώ.
Η Επιτροπή, αφού πραγματοποίησε οικονομικό έλεγχο τον Αύγουστο του 2009 σχετικά με τη συμμετοχή της εταιρίας στο πρόγραμμα Dicoems, της επισήμανε ότι δεν υπήρχαν τα δελτία χρόνου απασχόλησης του προσωπικού με τις ώρες εργασίας, για τις οποίες ζητούσε την απόδοση των δαπανών. Δεδομένου ότι δεν έκρινε πειστικές τις παρατηρήσεις που απέστειλε η εταιρία, η Επιτροπή ενέμεινε στα πορίσματα που είχαν ήδη διατυπωθεί.
Τον Απρίλιο του 2010, η Επιτροπή ενημέρωσε την Λητώ για την πρόθεσή της να κινήσει τη διαδικασία ανάκτησης και την καλούσε να της επιστρέψει το ποσό των 109.415,20 ευρώ. Έπειτα, η εταιρία ζήτησε από την Επιτροπή να επανεξετάσει και να δεχτεί τις παρατηρήσεις τις οποίες της είχε διαβιβάσει προηγουμένως.
Η Επιτροπή, όμως, εκτιμώντας ότι η απάντηση της εταιρίας δεν παρείχε κανένα νέο στοιχείο, της απέστειλε τον Ιούλιο του 2010 χρεωστικό σημείωμα, με το οποίο την καλούσε να καταβάλει το ποσό των 109.415,20. Η εταιρία άσκησε προσφυγή ακύρωσης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά του χρεωστικού σημειώματος, η οποία ωστόσο απορρίφθηκε με την διάταξη της 12ης Οκτωβρίου 2011, Τ-353/10.
Στις 16 Φεβρουαρίου 2016, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση με την οποία επιβλήθηκε στην Λητώ η καταβολή του ποσού των 109.415,20 ευρώ, πλέον τόκων (προσβαλλόμενη απόφαση).
Τον Απρίλιο του 2016, η Λητώ άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης της Επιτροπής.
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της εταιρίας και επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής.
Καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την αρμοδιότητα της Επιτροπής, βάσει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ και του άρθρου 79, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 [κανονισμός σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου], προς την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης που αποτελεί εκτελεστό τίτλο για την ανάκτηση συμβατικής απαίτησης.
Ειδικότερα, κατά το Γενικό Δικαστήριο, το άρθρο 299 ΣΛΕΕ δεν περιέχει κανέναν περιορισμό όσον αφορά τη φύση των πράξεων της Επιτροπής που επιβάλλουν χρηματική υποχρέωση εις βάρος προσώπων, πλην του ότι δεν εφαρμόζεται στις πράξεις που απευθύνονται στα κράτη μέλη.
Το Γενικό Δικαστήριο πρόσθεσε ότι, το άρθρο 79, παράγραφος 2, του κανονισμού μπορεί να αποτελέσει νομική βάση για την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση αποφάσεων που αποτελούν εκτελεστό τίτλο, κατά την έννοια του άρθρου 299 ΣΛΕΕ, ακόμη και όταν η επίμαχη χρηματική υποχρέωση είναι συμβατικής φύσης. Η Επιτροπή δύναται, όμως, να εκδώσει τέτοια απόφαση εντός πλαισίου συμβατικών σχέσεων μόνο στις συμβάσεις που περιλαμβάνουν ρήτρα διαιτησίας παρέχουσα αρμοδιότητα στον δικαστή της Ένωσης, όπως συμβαίνει εν προκειμένω.
Άλλωστε, η προσβαλλόμενη απόφαση, που αποτελεί εκτελεστό τίτλο, βρίσκεται εκτός της συμβατικής σχέσης και συναρτάται προς την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας που απονέμονται στην Επιτροπή ως διοικητική αρχή, και, συνεπώς, μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ακύρωσης βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.
Έπειτα, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς, μεταξύ άλλων, η εταιρία ήταν δεόντως ενημερωμένη βάσει της οικείας σύμβασης για τη δυνατότητα της Επιτροπής να διενεργήσει δημοσιονομικό έλεγχο για να εξασφαλίσει την ορθή εκτέλεσή της έως 5 έτη μετά την λήξη του προγράμματος.
Επιπλέον, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε ότι το σύνολο δαπανών του προσωπικού, μέρος των εξόδων ταξιδιού και το σύνολο των έμμεσων δαπανών δεν ήταν επιλέξιμα για χρηματοδότηση από την Ένωση.
Ακόμη, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της εταιρίας για την καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου περί μόνου τρόπου απόδειξης της εργασίας που παρασχέθηκε, δηλαδή, μέσω της προσκόμισης των δελτίων χρόνου απασχόλησης. Στους όρους της σύμβασης δεν γίνεται αναφορά σε τέτοια δελτία αλλά απλώς στο ότι οι άμεσες δαπάνες προσωπικού περιορίζονται στις πραγματικές δαπάνες του προσωπικού που απασχολείται στο πρόγραμμα.
Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο θεώρησε ότι η απαίτηση της Επιτροπής δεν έχει παραγραφεί, καθώς βάσει της οικείας σύμβασης εφαρμόζεται το βελγικό δίκαιο το οποίο προβλέπει δεκαετή προθεσμία παραγραφής.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προσφυγή ακυρώσεως αποσκοπεί στην ακύρωση πράξεων των οργάνων της Ένωσης που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη, τα όργανα της Ένωσης και οι ιδιώτες μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου. Αν η προσφυγή είναι βάσιμη, η πράξη ακυρώνεται. Το καθού όργανο της Ένωσης οφείλει να καλύψει το ενδεχόμενο κενό δικαίου που δημιουργεί η ακύρωση της πράξεως.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και εντός δύο μηνών και δέκα ημερών από της κοινοποιήσεώς της μπορεί να ασκηθεί αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, περιοριζόμενη σε νομικά ζητήματα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στα γαλλικά στην ιστοσελίδα CURIA