Το σκεπτικό του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αντιδικία εργαζόμενου με ναυτιλιακή εταιρεία.
Ο κανόνας της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος δεν ισχύει σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης κρατεί την υπόθεση και την δικάζει κατ’ ουσίαν.
Σύμφωνα με την υπ´ αριθμόν 158/2021 απόφαση του B1′ Πολιτικού Τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου αν δεν ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, κατά μεταρρύθμιση της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Μπορεί να το πράξει μόνο αν εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και κατά το μέρος εκείνο που την εξαφάνισε κατά παραδοχή της έφεσης ή της αντέφεσης, και δίκασε περαιτέρω την υπόθεση κατ’ ουσίαν.
Η πρόβλεψη του Νόμου
Κατά την διάταξη του άρθρου 536 παρ.1 ΚΠολΔ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, κατά την παραγ.2 δε του ιδίου άρθρου, οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης δικάζει την υπόθεση κατ’ουσίαν.
Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει σαφώς ότι ο κανόνας της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος δεν ισχύει, αλλά κάμπεται αποφασιστικά όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης κρατεί την υπόθεση και την δικάζει κατ’ ουσίαν, κατά το άρθρο 535 ΚΠολΔ. Πάντως, και μετά την εξαφάνιση της απόφασης το Εφετείο εξακολουθεί να λειτουργεί στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, δηλαδή μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους (ΑΠ 878/2000). Έτσι, αν ο εφεσίβλητος δεν ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, κατά μεταρρύθμιση της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, μόνο δε αν εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και κατά τα κεφάλαια κατά τα οποία την εξαφάνισε κατά παραδοχή της έφεσης ή της αντέφεσης, και δίκασε περαιτέρω την υπόθεση κατ’ ουσίαν μπορεί να πράξει τούτο (ΑΠ 134/2008). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Η ύπαρξη νόμιμης βάσης και η αντίστοιχη έλλειψη της, πρέπει να προκύπτουν αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση (ΟλΑΠ 861/1984, ΑΠ 356/2010, ΑΠ 1/2011). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν αιτιολογία της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του αριθμ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, να επιδέχεται αυτή μομφή για έλλειψη, αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης, ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ειδικότερα ή διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος είναι απαράδεκτος.
Η υπόθεση
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων και της προσβαλλόμενης απόφαση προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την ένδικη από 28.12.2015 αγωγή του και κατά το ενδιαφέρον τμήμα αυτής, ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι, έχοντας την ιδιότητα του απογεγραμμένου Έλληνα ναυτικού, υπηρέτησε, με την ειδικότητα του ναύκληρου, στο με Ελληνική σημαία Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίο, με το όνομα “Α.”, το οποίο ανήκε κατά πλοιοκτησία στην πρώτη εναγόμενη εταιρεία, της οποίας ο δεύτερος εναγόμενος (Δ. Σ.) ήταν διαχειριστής, κατά τα χρονικά διαστήματα από την 01.01.2014 έως και τις 20.10.2014, από τις 31.10.2014 έως και τις15-12-2014 από τις 31.12.2014 έως και τις 15.01.2015 και από τις 16-2-2015 έως και τις 19.09.2015. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι συμφωνήθηκε οι όροι αμοιβής και εργασίας του να ρυθμίζονται από την οικεία σ.σ.ν.ε. του έτους 2011, η οποία είχε κυρωθεί αρμοδίως. Ως αμοιβή της εργασίας του, συμφωνήθηκε κατά την πρόσληψη του στις 13.10.2012 να λαμβάνει τις μηνιαίες αποδοχές που προβλέπονταν και καθορίζονταν για την ειδικότητα μου, από την εκάστοτε εφαρμοζόμενη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Επαγγελματικών Επιβατηγών Τουριστικών Σκαφών Ν.2743/1999. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις ΣΣΝΕ των ετών 2009, 2010 και 2011 που κυρώθηκαν από την Υ.Α. 3525.1.8701/2011 (ΦΕΚ 1880/ 25.8.2011), έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως ως βασικό μισθό 846€, ως επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας 186€, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 12€, ως αποδοχές αδείας 380€ μετά τροφοδοσίας 120€ και επιπλέον υπερωριακή αμοιβή, δώρα εορτών καθώς και κάθε άλλο επίδομα και αμοιβή που προβλέπεται και καθορίζεται από τις ανωτέρω ΣΣΝΕ. Ότι οι εναγόμενοι από 13.10.2012 έως τις 16.2.2015 αρνούντο σκοπίμως να υπογράψουν συμβάσεις εργασίας, ενώ στις 01.04.2015 προκειμένου να μειώσουν τον μισθό που εδικαιούτο βάσει της ΣΣ υπέγραψαν συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου( 6 μηνών) και όρισαν (στην παράγρ. 3) μηνιαίο κλειστό μισθό το ποσό των 3.096, 09 ευρώ.
Ότι ελάμβανε κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα κλειστό μισθό με συνέπεια να υπολείπονται τα λαμβανόμενα από αυτόν χρηματικά ποσά των πράγματι δικαιουμένων καθώς και ότι δεν έλαβε τη δικαιούμενη αποζημίωση λόγω της καταγγελίας της συμβάσεως ναυτικής εργασίας του. Ότι οι υφιστάμενες διαφορές αφορούν: α. αμοιβές για την παροχή υπερωριακής εργασίας ποσό 19.526,24€, β. αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως ναυτικής εργασίας του ποσό 1.548,04€, γ. διαφορές επιδομάτων άδειας ποσό 23.530,05 ευρώ, δ. διαφορές τροφοδοσίας 9450,00 ευρώ, ε. διαφορές τροφοδοσίας άδειας 2.520,00€ και στ. διαφορές μισθών ποσό 12.930,54 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσό 69.504,876. Ότι οι εναγόμενοι δεν στέργουν στην καταβολή του ανωτέρω χρηματικού ποσού και, για τον λόγο αυτό, πρέπει να υποχρεωθούν με την έκδοση δικαστικής αποφάσεως. Ζήτησε δε να γίνει δεκτή η αγωγή του και, μετά παραδεκτά γενόμενο μερικό περιορισμό του αγωγικού ποσού σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον ποσό 20.000 ευρώ (μέρος του ποσού των 23.530,05 ευρώ) νομιμοτόκως, να αναγνωριστεί ότι οι αυτοί διάδικοι οφείλουν να του καταβάλουν ομοιοτρόπως ποσό 49.504,876 ευρώ νομιμοτόκως και να καταδικαστούν οι αντίδικοι του στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον αφορά στο δεύτερο εναγόμενο, διαχειριστή της πρώτης εναγομένης, πλοιοκτήτριας εταιρίας του αναφερόμενου σ’ αυτή πλοίου, απέρριψε την αγωγή ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως, και καταδίκασε τον ενάγοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου του, ενώ καθόσον αφορά στην πρώτη εναγομένη αφού δέχτηκε ότι ο ενάγων είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει μηνιαίως ποσό 3.096,09 ευρώ μικτά, το οποίο ξεπερνούσε το νόμιμο βάσει της ανωτέρω ΣΣΕ μισθό ποσού 1.543,80 ευρώ κατά το ποσό των 1.552,29 ευρώ, με την ειδικότερη συμφωνία ότι στο ποσό αυτό περιλαμβάνεται και η αμοιβή για τυχόν πραγματοποιηθείσες υπερωρίες και ότι συνεπώς αυτός (ενάγων) δεν δικαιούται λάβει αμοιβή για υπερωρίες που πραγματοποίησε κατά τις καθημερινές των μηνών Ιουνίου έως και Σεπτεμβρίου ετών 2014 και 2015 διότι αυτές καλύπτονται από τον κλειστό μισθό που του καταβλήθηκε, ότι περαιτέρω από την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων και ειδικότερα από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Μ. Κ. και Κ. Χ. δεν αποδείχτηκε ότι ο ενάγων κατά τους μήνες Οκτώβριο έως και Μάιο των ετών 2014 και 2015, εκτελούσε βάρδιες που ξεκινούσαν στις 8 το πρωί του Σαββάτου και έληγαν στις 12 το μεσημέρι της Κυριακής, ήτοι ότι εργαζόταν επί 28 ώρες συνεχόμενα και συνεπώς ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχτηκε ότι ο ενάγων πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, για την οποία θα δικαιούτο ποσό που υπερβαίνει τον πιο πάνω κλειστό μισθό, και ότι συνεπώς, οι συμφωνημένες και καταβαλλόμενες κλειστές αποδοχές του ενάγοντα ήταν ανώτερες των νομίμων, αφού από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχτηκε ότι ο ενάγων πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, για την οποία θα δικαιούτο ποσό που υπερβαίνει τον πιο πάνω κλειστό μισθό, ότι με βάση την παραπάνω συμφωνία που ήταν έγκυρη ο ενάγων έπρεπε να λάβει για το επίδικο χρονικό διάστημα (1-01-2014 έως 19-09-2015) το συνολικό ποσό των 3.096,09 € Χ 20,6 μήνες = 63.779,45 ευρώ (μικτά), έναντι του οποίου όπως αποδείχτηκε η πρώτη εναγομένη κατέβαλε μηνιαίως στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ καθαρά, κι επομένως του έχει καταβάλει συνολικά το ποσό των 52,087,35 ευρώ (καθαρά), όπως συνομολογεί και ο ενάγων στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής του, κι απομένει υπόλοιπο ποσού 11.692,10 ευρώ, το οποίο οφείλει να του καταβάλει.
Ακολούθως, και αφού στη συνέχεια η εκκαλουμένη απόφαση δέχτηκε καθόσον αφορά στα αγωγικά κονδύλια περί καταβολής επιδόματος αδείας οκτώ ημερών ανά μήνα υπηρεσίας κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 της ΣΣΕ ετών 2014 και 2015 και τροφοδοσίας αδείας των ημερών αυτών, ότι τα ποσά αυτών έχουν ήδη συνυπολογιστεί στις μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντα, και για τις οποίες αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα υπόλοιπο ποσού 11.692,10 ευρώ και συνεπώς δεν μπορεί να γίνει εκ νέου επιδίκαση των σχετικών ποσών στον ενάγοντα, διότι αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να του καταβάλει εις διπλούν τα εν λόγω ποσά και τέλος ότι ο ενάγων συμφώνησε να λυθεί η σύμβαση εργασίας του αμοιβαία συναινέσει, όπως άλλωστε προβλέπεται και στον όρο 5.4 της από 1-04-2015 έγγραφης σύμβασης εργασίας του, και ότι επομένως, το αιτούμενο κονδύλιο για αποζημίωση απόλυσης τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, δέχτηκε εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη ως ουσιαστικά αβάσιμη και υποχρέωσε την τελευταία να καταβάλει στον ενάγοντα για διαφορές αποδοχών, το ως άνω ποσό των 11.692,10 ευρώ, νομιμοτόκως από τη λύση της σύμβασης του ενάγοντος στις 19-9-2015.
Το σκεπτικό
Κατά της αποφάσεως αυτής ο ενάγων άσκησε την από 28-12-2015 έφεσή του, ενώ η μερικώς ηττηθείσα πρώτη εναγομένη δεν άσκησε έφεση ή αντέφεση. Το Εφετείο, αφού δέχτηκε ως αποδεικνυόμενο από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα ότι η σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος διεπόταν από τους όρους της από 26.05.2011 συλλογικής συμβάσεως εργασίας πληρωμάτων επαγγελματικών τουριστικών σκαφών του ν. 2743/1999, ετ. 2009 – 10 & 2011, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.8/01/02.08.2011 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας δημοσιεύτηκε δε νόμιμα (Φ.Ε.Κ. Β’ 1880 της 25.08.2011), ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις της αμέσως προαναφερόμενης σ.σ.ν.ε., ο ενάγων δικαιούτο να λαμβάνει κάθε μήνα ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες του (πλην αυτών που προσφέρονταν υπερωριακά ποσό 1.543,80€ [ βασικός μισθός 846,θθ€ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 12,00€ + επίδομα Κυριακών ποσοστού 22% (846,00€ χ 22%) 186,12€ + αποδοχές μη λαμβανόμενης αυτουσίως άδειας (846,θθ€ + 12,00€ + 186,12€ = 1.044,12€ : 22 ημέρες = 47,46€ ημερομίσθιο χ 8 ημέρες μηνιαίως)379,68€ + αντίτιμο τροφοδοσίας άδειας (8 ημέρες χ 15,00€ ημερησίως) 120,00€ = 1.543,80€] και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα της εργασίας του, διάρκειας 18,83 μηνών, συνολικά ποσό 29.069,75 ευρώ, ότι αυτός (ενάγων) παρείχε υπερωριακή εργασία, διάρκειας 1.148 ωρών για την οποία πρέπει να λάβει ως αντιπαροχή ποσό 6.888,00€ (1.148 ώρες χ 6,00€ αγωγικό ωρομίσθιο), ότι στο πλοίο τόσο κατά τις χρονικές περιόδους που εκτελούσε πλόες όσο και κατά τις λοιπές χρονικές περιόδους προσφερόταν τροφή στο πλήρωμα είτε με την παροχή παρασκευασμένου στο πλοίο φαγητού είτε με την παροχή παρασκευασμένου έξω από αυτό φαγητού που παραδιδόταν στο πλοίο και τέλος ότι από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων απολύθηκε από το πλοίο στις 19.09.2015, αλλά η σύμβαση ναυτικής εργασίας του λύθηκε μετά από συμφωνία του με τον πλοίαρχο επειδή το πλοίο θα εκτελούσε πλόες εκτός της Χώρας και ο ενάγων δεν ήταν διατεθειμένος να συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες του σ’ αυτό με τους ίδιους όρους αμοιβής και εργασίας και ότι επομένως, για τις ανωτέρω αναφερόμενες νόμιμες αιτίες ο ενάγων δικαιούτο να λάβει συνολικά ποσό 37.984,19€ (29.069,75€ + 2.026,44€ +6.888,006 για υπερωρίες) και ότι συνεπώς ενόψει του ότι ο ενάγων στην αγωγή του ισχυρίζεται ότι για τα ενδιαφέροντα χρονικά διαστήματα έλαβε συνολικά από την πρώτη εναγόμενη ποσό 52.087,356 ευρώ, απαλλαγμένο κρατήσεων, που αντιστοιχεί σε μηνιαίο κλειστό μεικτό μισθό ποσού 3.096,096 και καθαρό τέτοιο ποσού 2.480,356, προκύπτει ότι αυτός έλαβε από την πρώτη εναγόμενη ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες του στο πλοίο συνολικές αποδοχές μεγαλύτερες από τις δικαιούμενες (52.087,356 αντί 37.984,196) και ότι ουδέν ποσό δικαιούται να λάβει πλέον, πολύ περισσότερο που στο ληφθέν ποσό από τον ενάγοντα δεν περιλαμβάνονται οι κρατήσεις που βαρύνουν αυτόν και αφορούν εισφορές του προς το Ν.Α.Τ και Φ.ΜΎ.
Περαιτέρω, αν και το Εφετείο έκρινε , στηρίζοντας την κρίση του στους όρους της από 26.05.2011 συλλογικής συμβάσεως εργασίας πληρωμάτων επαγγελματικών τουριστικών σκαφών του ν. 2743/1999, ετ. 2009 – 10 & 2011, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.8/01/02.08.2011 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας δημοσιεύτηκε δε νόμιμα (Φ.Ε.Κ. Β’ 1880 της 25.08.2011), από την οποία δέχτηκε ότι διεπόταν η ένδικη σύμβαση, όπως επικαλείτο και ο ενάγων με την αγωγή, και όχι σε έγκυρη συμφωνία αμοιβής αυτού με πάγιο μηνιαίο μισθό (κλειστό) ποσού 3.096,09 ευρώ, όπως είχε δεχτεί η εκκαλουμένη απόφαση, ότι έπρεπε να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά παραδοχή των 3ου και 4ου των λόγων της έφεσης του ενάγοντος που αφορούσε τις διαφορές αποδοχών του, μη δεσμευόμενο μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης από την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος, εφόσον ο κανόνας της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος δεν ισχύει, αλλά κάμπτεται αποφασιστικά, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ ουσία, κατ’ άρθρο 535 ΚΠολΔ καθώς και ότι ο ενάγων έλαβε από την πρώτη εναγόμενη ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες του στο πλοίο συνολικές αποδοχές μεγαλύτερες από τις δικαιούμενες με βάση την ως άνω οικεία Σ.Σ.Ε. (52.087,356 αντί 37.984,196) και ότι ουδέν επί πλέον ποσό δικαιούται να λάβει από την πρώτη εναγομένη, δικάζοντας την αγωγή ως προς το κεφαλαίο των αιτούμενων διαφορών αποδοχών, κατά το οποίο εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή των ως άνω λόγων έφεσης, έκανε μερικά δεκτή την αγωγή, και αναγνώρισε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει από την πρώτη εναγομένη ποσό έντεκα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και δέκα λεπτών του ευρώ (11.692,106) νομιμοτόκως από τις 20-9-2015 .Κρίνοντας έτσι το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του αντιφατικές αιτιολογίες , αφού αν και δέχτηκε ότι ο ενάγων, όπως συνομολογεί με την αγωγή έλαβε από την πρώτη εναγόμενη ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες του στο πλοίο συνολικές αποδοχές 52.087,356, οι οποίες όπως έκρινε είναι μεγαλύτερες από τις δικαιούμενες από τον ενάγοντα για την ίδια αιτία αποδοχές, που ανέρχονται όπως δέχτηκε, στο ποσό των 37.984,196 ευρώ, (έλαβε 52.087,356 ευρώ αντί 37.984,196 ευρώ) και ότι ουδέν δικαιούται να λάβει πλέον από την πρώτη εναγομένη, εν τούτοις αναγνώρισε την υποχρέωση της τελευταίας να του καταβάλει το ως άνω ποσό, νομιμοτόκως κατά τα ανωτέρω, υποπίπτοντας στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ κατ’ ορθή εκτίμηση και όχι του αριθμού 17 του ίδιου άρθρου που αναφέρει η αναιρεσείουσα, εφόσον οι επικαλούμενες αντιφάσεις, όπως και η ίδια αναφέρει στον υπό στοιχ.β’ λόγο αναίρεσης, εντοπίζονται στις αιτιολογίες της και σε αντιφατικές διατάξεις του διατακτικού της και καθιστώντας έτσι αναιρετέα την απόφασή του.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παραδοχή του υπό στοιχ.β λόγου της αίτησης αναίρεσης με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι “το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο περιέλαβε στην απόφασή του αντιφατικές αιτιολογίες” αφού έκρινε ότι κατέβαλε στον αναιρεσίβλητο συνολικές αποδοχές, μεγαλύτερες από τις δικαιούμενες (€ 52.087,35 > 37.984,190)”, ωστόσο αναγνώρισε ότι οφείλουν να του καταβάλουν το ποσό των 11.692,106, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση (και παραδοχή) των προβαλλόμενων με τον πρώτο λόγο αυτής αιτιάσεων, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου είναι δυνατή από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνο που δίκασε προηγουμένως και να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσειοντος ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.