Δικαστήριο ΕΕ: “Η αρχή του κράτους εκτέλεσης δεν μπορεί να αμφισβητεί τον νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε για την παράβαση από την αρχή του κράτους έκδοσης απόφασης περί επιβολής ποινής”
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 6-10-2021 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης χρηματικών ποινών αντιτίθεται στην αμφισβήτηση από την αρχή εκτέλεσης του νομικού χαρακτηρισμού μιας παράβασης εκ μέρους της αρχής έκδοσης σύμφωνα με τον οποίον η εν λόγω παράβαση εμπίπτει στις περιπτώσεις στις οποίες επιβάλλεται χρηματική ποινή.
Επομένως, κατά το ΔΕΕ, σε περίπτωση που η αρχή εκδόσεως έχει χαρακτηρίσει «συμπεριφορά που παραβιάζει κανονισμούς οδικής κυκλοφορίας» την άρνηση συμμόρφωσης προς διαταγή της αρχής και, συγκεκριμένα, την άρνηση του ιδιοκτήτη οχήματος να παράσχει πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα του οδηγού του οχήματος κατά τη διάπραξη τροχαίας παράβασης, η απόφαση με την επιβάλλεται χρηματική ποινή για τη μη παροχή των πληροφοριών θα πρέπει καταρχήν να εκτελείται.
Ιστορικό της υπόθεσης
Με πράξη της 6ης Ιουνίου 2018, η οποία κατέστη απρόσβλητη την 1η Ιανουαρίου 2019, η περιφερειακή διοικητική αρχή Weiz επέβαλε στην LU χρηματική ποινή ύψους 80 ευρώ, για τον λόγο ότι η LU, κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας οχήματος εμπλεκόμενου σε τροχαία παράβαση που διαπράχθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2017 στην περιοχή του Δήμου Gleisdorf (Αυστρία), είχε διαπράξει διοικητική παράβαση, καθόσον δεν είχε απαντήσει εντός της προθεσμίας των δύο εβδομάδων που προβλέπει η αυστριακή νομοθεσία στο αίτημα με το οποίο της ζητήθηκε από την εν λόγω διοικητική αρχή να δηλώσει το όνομα του προσώπου που οδηγούσε ή που είχε σταθμεύσει το εν λόγω όχημα.
Η περιφερειακή διοικητική αρχή Weiz, ως αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης, διαβίβασε την απόφαση επιβολής χρηματικής ποινής προς εκτέλεση στο Zalaegerszegi Járásbíróság (πρωτοβάθμιο δικαστήριο της περιφέρειας Zalaegerszeg, Ουγγαρία), αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης. Στο πιστοποιητικό του άρθρου 4 της απόφασης-πλαισίου 2005/214/ΔΕΥ [απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009] που συνόδευε την εν λόγω απόφαση, η διοικητική αρχή του κράτους έκδοσης ανέφερε ότι η διοικητική παράβαση για την οποία είχε εκδοθεί η διαπιστωτική της παράβασης πράξη της 6ης Ιουνίου 2018 ενέπιπτε στην κατηγορία των αδικημάτων «συμπεριφοράς που παραβιάζει κανονισμούς οδικής κυκλοφορίας», όπως αυτά προβλέπονται από το άρθρο 5, παράγραφος 1, τριακοστή τρίτη περίπτωση, της απόφασης-πλαισίου 2005/214/ΔΕΥ.
Το Zalaegerszegi Járásbíróság (πρωτοβάθμιο δικαστήριο της περιφέρειας Zalaegerszeg) διατήρησε αμφιβολίες για το αν πρέπει να δεχθεί το αίτημα της αρχής έκδοσης να εκτελέσει στην Ουγγαρία την απόφαση επιβολής χρηματικής ποινής, λαμβανομένου υπόψη του νομικού χαρακτηρισμού στον οποίον προέβη η αρχή αυτή, σύμφωνα με τον οποίον η παράβαση για την οποία εκδόθηκε η διαπιστωτική της παράβασης πράξη της 6ης Ιουνίου 2018 συνιστούσε «συμπεριφορά που παραβιάζει κανονισμούς οδικής κυκλοφορίας». Ειδικότερα, το εν λόγω δικαστήριο διερωτήθηκε αν η παράβαση αυτή εμπίπτει πράγματι στην κατηγορία των αδικημάτων που προβλέπονται από το άρθρο 5, παράγραφος 1, τριακοστή τρίτη περίπτωση, της απόφασης-πλαισίου 2005/214/ΔΕΥ.
Το αιτούν δικαστήριο παραδέχεται ότι, με την απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2019, Centraal Justitieel Incassobureau (Αναγνώριση και εκτέλεση χρηματικών ποινών) (C‑671/18), το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης δεν μπορεί να αρνηθεί την αναγνώριση και την εκτέλεση απόφασης που επιβάλλει χρηματική ποινή για παραβάσεις οδικής κυκλοφορίας, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης της απόφασης‑πλαισίου, όταν η κύρωση αυτή έχει επιβληθεί στο πρόσωπο επ’ ονόματι του οποίου έχει ταξινομηθεί το επίμαχο όχημα επί τη βάσει τεκμηρίου ευθύνης που προβλέπει η εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης, υπό την προϋπόθεση ότι το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό.
Εντούτοις, το εν λόγω δικαστήριο επεσήμανε ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, η χρηματική ποινή είχε επιβληθεί λόγω παράβασης των διατάξεων περί οδικής κυκλοφορίας.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο στην υπόθεση της κύριας δίκης, διότι τα προσαπτόμενα στην LU πραγματικά περιστατικά συνιστούν μάλλον άρνηση συμμόρφωσης προς διαταγή των αρμόδιων αυστριακών αρχών, η οποία αφορούσε τον προσδιορισμό της ταυτότητας του προσώπου που οδηγούσε το όχημα κατά τον χρόνο τέλεσης της παράβασης, παρά «συμπεριφορά που παραβιάζει κανονισμούς οδικής κυκλοφορίας», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, τριακοστή τρίτη περίπτωση, της απόφασης‑πλαισίου 2005/214/ΔΕΥ.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο θεώρησε ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη παράβαση ενδέχεται να μην εμπίπτει σε καμία από τις παραβάσεις που συνεπάγονται την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων επιβολής χρηματικής ποινής χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου της πράξης.
Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο θεώρησε ότι ο χαρακτηρισμός της εν λόγω παράβασης ως «συμπεριφοράς που παραβιάζει κανονισμούς οδικής κυκλοφορίας» συνιστά υπερβολικά ευρεία ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2005/214/ΔΕΥ και είναι αντίθετος προς τον σκοπό της τελευταίας.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Zalaegerszegi Járásbíróság (πρωτοβάθμιο δικαστήριο της περιφέρειας Zalaegerszeg) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα συναφώς.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2005/214/ΔΕΥ έχει την έννοια ότι η αρχή του κράτους εκτέλεσης δεν μπορεί κατ’ αρχήν, αν δεν συντρέχει κάποιος από τους ρητώς προβλεπόμενους από την απόφαση-πλαίσιο λόγους μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης, να αρνηθεί να αναγνωρίσει και να εκτελέσει απόφαση περί επιβολής χρηματικής ποινής μη δυνάμενη πλέον να προσβληθεί σε περίπτωση που η αρχή του κράτους έκδοσης έχει χαρακτηρίσει την επίμαχη παράβαση, στο πιστοποιητικό του άρθρου 4 της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, ως εμπίπτουσα σε κάποια από τις κατηγορίες αδικημάτων για τις οποίες δεν προβλέπεται έλεγχος του διττού αξιοποίνου της πράξης βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA