— Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνουμε το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και όλους τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα,συναπτόμενες υπό το κράτοςισχύος τωνδιατάξεων των άρθρων 103 παρ. 7 και 8 Συντ. και 21ν. 2190/1994, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.
— Ούτε καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων που συνήφθησαν μετά τη συνταγματική αναθεώρηση της 17ης.4ου.2001, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης, βάσει των πιο πάνω διατάξεων, δεν έχειευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου.
— Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, ότι δηλαδή συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνουμπορούν να αναγνωρίζονταικατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμόως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και μετά την αναθεώρηση του 2001, θα είχε ως συνέπεια τη διαιώνιση ενός αποδοκιμασθέντος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου.
— Επομένως, σε κάθε περίπτωση, στις συμβάσεις αυτέςδεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920.
— Ωστόσο, η ρήτρα 5σημείο 1της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου (Οδηγία 1999/70/Ε.Κ.) έχει την έννοια ότι, όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει, κατά το μέτρο του δυνατού, όλες τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης περιλαμβάνει την εκτίμηση του ζητήματος αν οι διατάξεις προγενέστερης και εισέτι ισχύουσας εθνικής ρύθμισης που επιτρέπει τη μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μπορούνενδεχομένωςνα εφαρμοστούν στο πλαίσιο της σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείαςμολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσεως απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή όσον αφορά τον δημόσιο τομέα.
— Κρίση ότι η ενάγουσα κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου Ν.Π.Ι.Δ. δυνάμει διαδοχικώς ανανεούμενων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η δε ορισμένη χρονική διάρκεια των ανωτέρω αλλεπάλληλων συμβάσεών της έγινε με πρόθεση καταστρατήγησηςτου ν. 2112/1920, με συνέπεια να καθίσταται άκυρη η συμφωνία περί χρονικού περιορισμού της διάρκειάς τους και το σύνολο των διαδοχικών συμβάσεών της με το εναγόμενο να συνιστά μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με έναρξη την ημερομηνία της αρχικής πρόσληψής της.
— Την εκτίμηση αυτή του Δικαστηρίου επιτάσσει η προάσπιση των δικαιωμάτων του εργαζομένου έναντι της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνουμολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσεως απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή στον δημόσιο τομέα, και τούτο διότι οποιαδήποτε αντίθετη ερμηνεία θα αντέβαινε και στον σκοπό της εναρμόνισης της εθνικής νομοθεσίας με το ενωσιακό δίκαιο (Απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου, Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου 2021, σ. 708).