ΑΡΙΘΜΟΣ 308/2021
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Μεταβολή της βάσης της αγωγής. Ποινές τάξης.
– Kατά τη διάταξη του άρθρου 224 εδ. α του ΚΠολΔ είναι απαράδεκτη κάθε μεταβολή της (ιστορικής) βάσης της αγωγής, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 526 του ΚΠολΔ είναι απαράδεκτη στην κατ` έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής, είτε γίνεται με το δικόγραφο της έφεσης, είτε με τις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, ακόμη και αν ο αντίδικος του ενάγοντος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο (ΑΠ 1704/2007). Επίσης, κατά πάγια νομολογία, βάσει των άρθρων 224 και 236 ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου να θεραπεύσει την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, αλλά όχι και την νομική αοριστία αυτής, η οποία υπάρχει όταν δεν περιέχεται στην αγωγή το βασικό περιστατικό που απαιτείται για τη νομική θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή της αγωγικής υποχρέωσης ή έννομης σχέσης. Εξάλλου, η απαγόρευση, κατά τα άρθρα 224 και 526 του ΚΠολΔ, της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής τόσο στον πρώτο, όσο και στον δεύτερο βαθμό, αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Έτσι, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1525/2013, ΑΠ 43/2011). Η επίκληση από τον ενάγοντα και η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματος του και νέων γεγονότων, τα οποία απλώς διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας χωρίς να αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής, δεν συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής (ΑΠ 910/2017, ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 46/2020).
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΠολΔ, το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική του απόφαση, επιβάλλει στον διάδικο ή το νόμιμο αντιπρόσωπο του ή τον δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από χίλια(1.000) έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, που περιέρχεται στο Ταμείο Νομικών, αν προκύψει από την δίκη που έγινε ότι, αν και το γνώριζαν α) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή β) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστεως ή το καθήκον της αληθείας. Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξης, χωρίς καμιά επίδραση στο περιεχόμενο της απόφασης, η υποχρέωση του δικαστηρίου για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Ταμείο Νομικών, ως ασφαλιστικό φορέα των νομικών επαγγελμάτων, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή της δικαιοσύνης. Η διάταξη αναφέρεται στην άσκηση προφανώς αβάσιμης αγωγής, ανταγωγής, παρεμβάσεως ή ενδίκου μέσου. Για την επιβολή της ποινής απαιτείται εν γνώσει επιχείρηση των απαγορευμένων πράξεων και δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος και ακόμη περισσότερο η βαρεία αμέλεια. Τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως οριοθετούν την ευθύνη του διαδίκου, του νομίμου αντιπροσώπου και του δικαστικού πληρεξουσίου (ΑΠ 602/2016, ΑΠ 1443/2014).