Η κυβέρνηση των ΗΠΑ παρουσιάζει σήμερα τα επόμενα βήματά της απέναντι στην Κίνα στο μέτωπο του εμπορίου, διαμηνύοντας πως οι δασμοί που έχουν επιβληθεί δεν αίρονται, μέχρι το Πεκίνο να υποκύψει.
Η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν έχει ξεκαθαρίσει πως θα κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να μην επιτρέψει στην Κίνα να κυριαρχήσει γεωπολιτικά και στρατιωτικά στην περιοχή της ΝΑ Ασίας και του Ειρηνικού, σε βάρος των συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών. Σήμερα, ανοίγει σήμερα τα χαρτιά της και στο μέτωπο της οικονομίας, όπου προαναγγέλλει επίσης σκληρή γραμμή.
Έτσι, ο νυν πρόεδρος αποδεικνύει ότι ακολουθεί, ουσιαστικά, τη γραμμή πλεύσης που χάραξε ο προκάτοχός του, Ντόναλντ Τραμπ. απέναντι στην ανερχόμενη παγκόσμια υπερδύναμη και βασική ανταγωνίστρια των ΗΠΑ. Μια γραμμή η οποία συνίσταται κυρίως στη χρήση του «μαστιγίου» αντί του «καρότου» – με δασμούς και κυρώσεις, νέες συμμαχίες τύπου AUKUS και κυρίαρχο (αν όχι αποκλειστικό) κριτήριο το «Πρώτα η Αμερική».
«Η Κίνα δεν αλλάζει»
«Αναγνωρίζουμε ότι η Κίνα ενδέχεται απλώς να μην αλλάξει και ότι είμαστε αναγκασμένοι να έχουμε μια στρατηγική η οποία την αντιμετωπίζει όπως είναι και όχι όπως θα επιθυμούσαμε εμείς να είναι», δήλωσε χαρακτηριστικά υψηλόβαθμος Αμερικανός αξιωματούχος, ενόψει των ανακοινώσεων που θα κάνει νωρίς το απόγευμα (ώρα Ελλάδας), η επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας των ΗΠΑ για το παγκόσμιο εμπόριο, Κάθριν Τάι.
Με βάση αυτό το σκεπτικό, λοιπόν, η Ουάσιγκτον αναμένεται να ταχθεί υπέρ της έναρξης νέου γύρου διαπραγματεύσεων, χωρίς ωστόσο να άρει τα μέτρα που έχουν ληφθεί κατά του Πεκίνου από την προηγούμενη κυβέρνηση. «Δεν θέλουμε να αφαιρέσουμε από το τραπέζι καμία επιλογή ή να περιοριστούμε προκαταβολικά σε μια δεδομένη πορεία», σημείωσε ο ίδιος αξιωματούχος, μιλώντας στο Reuters.
«Στελέχη της κυβέρνησης Μπάιντεν δηλώνουν ότι σχεδιάζουν να διατηρήσουν τους υπάρχοντες δασμούς – και να εξετάσουν την πιθανότητα επιβολής περαιτέρω κυρώσεων – ως μέσο πίεσης για να εξαναγκάσουν την Κίνα να τηρήσει τους όρους της συμφωνίας του 2020», αναφέρει για το θέμα το σχετικό ρεπορτάζ της Wall Street Journal.
Μείωση ελλείμματος και άνοιγμα αγοράς
Υπενθυμίζεται ότι ένας από τους βασικούς όρους που είχε θέσει εκείνη η συμφωνία, προκειμένου να αρθούν σταδιακά οι αμερικανικοί δασμοί στα εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα αξίας 370 δισ. δολαρίων, ήταν το Πεκίνο να αυξήσει κατά 200 δισ. δολάρια την αξία των αγαθών και υπηρεσιών που αγοράζει από τις ΗΠΑ στη διετία 2020-’21. Τα στοιχεία, όμως, δείχνουν πως η απόκλιση από τον συγκεκριμένο στόχο ήταν της τάξης του 40% για πέρυσι, ενώ η φετινή χρονιά αναμένεται να κλείσει με ποσοστό 30%.
Αυτό είναι το ένα που θέλουν να πετύχουν οι ΗΠΑ: Τη μείωση του τεράστιου εμπορικού τους ελλείματος στις διμερείς συναλλαγές, που μόνο τον Αύγουστο διαμορφώθηκε πάνω από τα 58 δισ. δολάρια. Όσο για το άλλο είναι να ανοίξουν την κινεζική αγορά στις αμερικανικές εταιρείες. Καθώς, όμως, είναι εξαιρετικά δύσκολο έως πρακτικά αδύνατο να τα πετύχουν, μοιάζουν να παίρνουν απόφαση ότι η αντιπαράθεση είναι μονόδρομος.
«Στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας κατά του Ντόναλντ Τραμπ, ο Τζο Μπάιντεν είχε υποσχεθεί τον τερματισμό του εμπορικού πολέμου σε βάρος της Κίνας (…) Σήμερα, εννιά μήνες μετά την είσοδό του στον Λευκό Οίκο, ένα είναι καθαρό: Η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν σχεδιάζει να γκρεμίσει τα τείχη στο εμπόριο που υψώθηκαν επί Τραμπ», σημειώνει στη δική της ανάλυση η γερμανική Handelsblatt.
Το δίλημμα των Ευρωπαίων
Τούτων δοθέντων, τα διλήμματα είναι σοβαρά και δύσκολα για τους Ευρωπαίους. Ειδικά μετά την «προσβολή» που δέχθηκαν (κυρίως οι Γάλλοι) με τη συμφωνία AUKUS, καλούνται να πάρουν την απόφαση εάν θα ακολουθήσουν τους Αμερικανούς στη γραμμή της αντιπαράθεσης με το Πεκίνο – σε γεωπολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Μέχρι στιγμής, είναι γεγονός ότι έχουν καταφέρει, άλλοτε εύκολα ή άλλοτε δύσκολα, να τηρήσουν τις ισορροπίες και να μην πάρουν καθαρά θέση. Όσο, όμως, η αντιπαράθεση ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα κλιμακώνεται και οι διαχωριστικές γραμμές γίνονται πιο καθαρές – και, κατά συνέπεια, πιο δύσκολο να παραβιαστούν χωρίς… παρεξηγήσεις – η πολυτέλεια αυτή θα εκλείψει.
Αργά ή γρήγορα, η Ουάσιγκτον θα απαιτήσει μια καθαρή απάντηση από τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο και το Παρίσι. Έστω κι αν γνωρίζει ότι χωρίς τη σύμπραξη ή, έστω, τη συναίνεση της ΕΕ δεν μπορεί να στριμώξει αποτελεσματικά την Κίνα, τουλάχιστον όσον αφορά στην οικονομία και το εμπόριο.
Η πρόσφατη παρθενική συνεδρίαση του Συμβουλίου για την Τεχνολογία και το Εμπόριο, στο Πίτσμπουργκ, έδειξε ότι οι δύο εταίροι έχουν πολλά που τους χωρίζουν.