Ως προς το κανονιστικό τους μέρος οι σ.σ.ε. έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου.
Το ενοχικό μέρος των σ.σ.ε. ρυθμίζει τις σχέσεις και τις αμοιβαίες υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της συμβαλλόμενης συνδικαλιστικής οργάνωσης με την αντίστοιχη εργοδοτική οργάνωση ή, όταν πρόκειται για επιχειρησιακές σ.σ.ε., με τον μεμονωμένο εργοδότη, με τον καθορισμό διαδικασιών ενημέρωσης, τη δημιουργία διαρκών επιτροπών συνεννόησης και επεξεργασίας θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, παραχώρησης ειδικών συνδικαλιστικών εξυπηρετήσεων προς την εργατική πλευρά (π.χ. παραχώρηση γραφείων, χώρων διενέργειας συνελεύσεων).
Στους ενοχικούς όρους εντάσσονται και οι όροι που αφορούν τη θέσπιση κανόνων διευκόλυνσης της διαπραγμάτευσης, την επίλυση των συλλογικών διαφορών με ειρηνικό τρόπο ή τον περιορισμό της προσφυγής σε απεργιακές εκδηλώσεις.
Οι ενοχικοί όροι δεν περιέχουν ρυθμίσεις που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις των εργαζομένων που εκπροσωπούνται από τη συνδικαλιστική οργάνωση.
Ως προς το ενοχικό τμήμα της η σ.σ.ε. αποτελεί σύμβαση του κοινού ιδιωτικού δικαίου και δεσμεύει τα ίδια τα συμβαλλόμενα μέρη.
Η παράβαση ενοχικών όρων δεν δημιουργεί κατ’ αρχήν αξίωση για τους τρίτους, εκτός αν από τη βούληση των συμβαλλομένων ή από τη φύση και τον σκοπό του συγκεκριμένου συμβατικού όρου προκύπτει ευθεία απαίτηση υπέρ των μελών της συμβληθείσας συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Η συνδικαλιστική όμως οργάνωση που μετέχει στη σύναψη της σ.σ.ε. έχει κατά της αντισυμβληθείσας οργάνωσης αξίωση για εκπλήρωση των συνομολογηθέντων ενοχικών όρων.
Το κανονιστικό μέρος των σ.σ.ε. διαμορφώνει το ελάχιστο περιεχόμενο των όρων βάσει των οποίων λειτουργούν οι υπαγόμενες στη σ.σ.ε. ατομικές εργασιακές σχέσεις των δεσμευόμενων από τη σ.σ.ε. κατ’ ιδίαν εργοδοτών και εργαζομένων.
Ως προς το κανονιστικό τους μέρος οι σ.σ.ε. έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου.
Το κύριο αντικείμενο των σ.σ.ε. είναι η ρύθμιση των όρων εργασίας.
Αν και κατά κανόνα τα κατ’ εξοχήν θέματα που αποτελούν αντικείμενο ρύθμισης είναι ο μισθός και ο χρόνος εργασίας, εντούτοις όχι σπάνια στις σ.σ.ε. περιέχονται και όροι που αφορούν τη σύναψη ή τη λύση της σύμβασης εργασίας ή άλλα ζητήματα συνδεόμενα με τους όρους λειτουργίας των ατομικών συμβάσεων.
Έτσι, η σ.σ.ε. μπορεί να προβλέπει όρους που αφορούν την πρόσληψη με διαγωνισμό, τα προσόντα των προσλαμβανομένων, την περίοδο δοκιμής, τον έγγραφο τύπο, την αναγνώριση πλασματικού χρόνου προϋπηρεσίας, την υποχρέωση επαναπρόσληψης εποχικών εργαζομένων, κ.ά.
Πρόκειται για όρους κανονιστικούς και όχι ενοχικούς, διότι αφορούν και ισχύουν στις σχέσεις εργασίας των δεσμευόμενων από τη σ.σ.ε. προσώπων και όχι στη σχέση των συμβαλλόμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173και 200 A.K. εφαρμόζονται για την ερμηνεία δικαιοπραξιών και όχι διατάξεων ουσιαστικού νόμου.
Έτσι, η μη προσφυγή σ’ αυτούς προκειμένου περί διατάξεων των σ.σ.ε. δεν ιδρύει τους εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ. αναιρετικούς λόγους.
Κρίση ότι από τοάρθρο14 της από 17.5.1984 ειδικής σ.σ.ε. προκύπτει υποχρέωση των συμβληθεισών Τραπεζών να προσλαμβάνουν τους απολυόμενους από τις ξένες Τράπεζες υπαλλήλους όταν αυτοί απολύονται λόγω παύσης των εργασιών τους στην Ελλάδα, με μόνη προϋπόθεση, όπου απαιτείται, την κυβερνητική έγκριση.
Πρόκειται για ρύθμιση ζητήματος πρόσληψης και συνεπώς για κανονιστική διάταξη της σ.σ.ε., βάσει της οποίας καθιερώνεται αυτοτελές δικαίωμα των απολυομένων από τις αλλοδαπές Τράπεζες να αξιώσουν την πρόσληψή τους από τις Τράπεζες που συμβλήθηκαν στην ειδική σ.σ.ε.
Μειοψηφία μίας Αρεοπαγίτη (απόφαση Αρείου Πάγου,Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου2021, σ. 654).