Καταβολή δώρου Χριστουγέννων (άρθρο 65 του ν. 2084/1992, Α΄165) και επιδόματος αδείας (άρθρο 28 του ν. 4476/1965, Α΄103) από τα ταμεία επικουρικής ασφάλισης. Ζήτημα αν εξακολουθούν να καταβάλλονται υπό το καθεστώς ισχύος του άρθρου 96 του ν. 4387/2016 (Α΄85) που ρυθμίζει τον επανυπολογισμό των επικουρικών συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων, σε αποφατική δε περίπτωση, αν γεννώνται αγώγιμες αξιώσεις για την καταβολή ισόποσης με τις παροχές αυτές αποζημίωσης διαρκούντος του διαστήματος που μεσολαβεί μέχρι την εφαρμογή του νόμου. Υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Συμβούλιο της Επικρατείας (άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, Α΄213).
Αγωγή συνταξιούχων κατά του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.) και ήδη του οιονεί καθολικού διαδόχου του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Α.Ε.Π.) με αίτημα την καταβολή αποζημίωσης προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν, διαρκούντος του χρονικού διαστήματος από 1-1-2012 έως 31-10-2016, ένεκα των περικοπών της καταβαλλόμενης στον καθένα τους επικουρικής σύνταξης, της μείωσης και εν συνεχεία (από 1-1-2013 και επέκεινα) της κατάργησης του δώρου Χριστουγέννων και του επιδόματος αδείας που καταβάλλονταν ως μέρος της επικουρικής σύνταξης, της παρακράτησης της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης και της επιβολής κράτησης επί της επικουρικής σύνταξης σε ποσοστό 5,2% (συντελεστής βιωσιμότητας), κατ’ εφαρμογήν των νόμων 3986/2011, 4051/2012, 4052/2012, 4093/2012, 4254/2014 και 4387/2016.
Απορρίπτεται ως απαράδεκτο το αίτημα της αγωγής να παύσει εφεξής κάθε περικοπή στο ποσό της επικουρικής συντάξεως εκάστου ενάγοντος, με το σκεπτικό ότι αντικείμενο της αγωγής, κατ’ άρθρο 73 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., είναι δυνατόν να αποτελέσει μόνο η καταψήφιση ή η αναγνώριση αξίωσης του ενάγοντος και όχι η αναγνώριση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας έννομων σχέσεων ή δικαιωμάτων.
Με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι σε περιπτώσεις εξαιρετικώς δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η επέμβαση του νομοθέτη για τη μείωση ακόμη και των συντάξεων που έχουν ήδη απονεμηθεί, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων δεν επιτρέπεται να παραβιάζει τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, δηλαδή τη χορήγηση στον συνταξιούχο τέτοιων παροχών που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια. Προκειμένου να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος των οικείων νομοθετικών μέτρων υπό τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις, οφείλει ο νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενα σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, ενόψει και της γενικότερης υποχρεώσεώς του για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), να προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικώς τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει αφ’ ενός ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα, αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, λαμβανομένων υπόψη και των παραγόντων που το προκάλεσαν, ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφ’ ετέρου ότι οι επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των προσώπων που πλήττονται από τα μέτρα αυτά, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κλπ.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικώς λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση. Υπ’ αυτό το πρίσμα, οι διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 με τις οποίες θεσπίσθηκαν περικοπές στις συντάξεις κρίθηκε πως αντιβαίνουν στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και, ως εκ τούτου, είναι ανίσχυρες, καθόσον, μολονότι είχαν ήδη παρέλθει δύο έτη από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης, με τις επίμαχες νομοθετικές διατάξεις επιχειρήθηκε νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, χωρίς να έχει προηγηθεί εμπεριστατωμένη μελέτη, με την οποία να διαπιστώνεται και να αναδεικνύεται κατά τρόπο τεκμηριωμένο ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν σύμφωνη με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις που απέρρεαν, μεταξύ άλλων, από τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Συγχρόνως, κατόπιν στάθμισης του δημοσίου συμφέροντος, αναφερόμενου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, το Δικαστήριο όρισε ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των εν λόγω διατάξεων επρόκειτο να επέλθουν μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων αυτών (10-6-2015), η δε διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα είχε αναδρομικό χαρακτήρα μόνο για τους ενάγοντες και όσους άλλους είχαν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι τον χρόνο δημοσιεύσεως.
Με τις 1889 και 1890/2019 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 96 του ν. 4387/2016 και εκείνες των υπουργικών αποφάσεων που είχαν εκδοθεί δυνάμει της νομοθετικής εξουσιοδότησης αυτών, ήταν αντίθετες στην αρχή της κοινωνικής ασφάλισης, η οποία απορρέει από τα άρθρα 22 παρ. 5 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος και κατοχυρώνει αφ’ ενός την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας, αφ’ ετέρου την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου, επιβάλλοντας στον νομοθέτη την υποχρέωση να τεκμηριώσει την βιωσιμότητα των φορέων που συνιστώνται και λειτουργούν στο πλαίσιο ενός εκ βάθρων μεταβληθέντος, νέου ασφαλιστικού συστήματος και χορηγούν στις συνταξιοδοτικές παροχές (κύριες και επικουρικές). Και τούτο, διότι εν προκειμένω ο νομοθέτης δεν προκάλεσε, ως όφειλε, πριν από την ψήφιση του ν. 4387/2016, την σύνταξη αναλογιστικών μελετών, μέσω των οποίων να τεκμηριώνεται η βιωσιμότητα του κλάδου επικουρικής ασφάλισης του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., ενόψει και του νέου τρόπου υπολογισμού της επικουρικής σύνταξης, του θεσπιζόμενου μηχανισμού εξισορρόπησης των ελλειμμάτων, του επανυπολογισμού των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων και της αύξησης των εισφορών για την επικουρική σύνταξη κατά το χρονικό διάστημα από 2016 έως 2022. Συγχρόνως, με τις ίδιες αποφάσεις κρίθηκε πως η αναπροσαρμογή των καταβαλλόμενων επικουρικών συντάξεων, με κριτήριο το άθροισμα των ποσών της καταβαλλόμενη πριν από τον νόμο κύριας σύνταξης και της καταβαλλόμενης μετά τον νόμο επικουρικής σύνταξης να μην υπερβαίνει το ποσό των 1.300 ευρώ, αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 5 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος και στην αρχή της αναλογικότητας, έκφανση της οποίας αποτελεί η αρχή της ανταποδοτικότητας, επειδή το ύψος της καταβαλλόμενης κύριας σύνταξης δεν είναι πρόσφορο κριτήριο για τον προσδιορισμό του ύψους της καταβαλλόμενης επικουρικής σύνταξης, τη στιγμή που για αμφότερες έχουν καταβληθεί υποχρεωτικές εισφορές. Με βάση αυτό το σκεπτικό ακυρώθηκαν οι αποφάσεις του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με αριθμούς οικ. 23123/785/7-6-2016 (Β΄1604) και οικ. 25909/470/7-6-2016 (Β΄1623), συγχρόνως, όμως, κατά συνεκτίμηση των λόγων ακυρώσεως σε συνδυασμό με τον μεγάλο αριθμό των καταβαλλόμενων επικουρικών συντάξεων, των οποίων ο επανυπολογισμός επρόκειτο να τεθεί εν αμφιβόλω σε περίπτωση αναδρομικής ακυρώσεως, και τις εκκρεμότητες που θα ανέκυπταν, ορίσθηκε τα αποτελέσματα της ακυρώσεως να επέλθουν από την δημοσίευση των ακυρωτικών αποφάσεων (4-10-2019).
Με την 1891/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι δεν κωλυόταν ο νομοθέτης από τις 2287-2288/2015 αποφάσεις του ίδιου Δικαστηρίου να προβεί σε νέες ρυθμίσεις ως προς το ύψος των συντάξεων ή ακόμη και να επαναθεσπίσει τις κριθείσες ως παράνομες περικοπές, εφόσον λάμβανε υπόψη τα κριτήρια και ικανοποιούσε τις απαιτήσεις που είχαν τεθεί με τις ανωτέρω αποφάσεις, είτε, διατηρώντας την σχετική προς τούτο ευχέρειά του, να προβεί στην θέσπιση νέου ασφαλιστικού συστήματος˙ στην τελευταία περίπτωση, εφόσον επέλεγε να υιοθετήσει εκ νέου τις ίδιες περικοπές των συντάξεων στο πλαίσιο του επανυπολογισμού των συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων, ο νομοθέτης υποχρεούνταν να αιτιολογήσει ειδικώς τον λόγο για τον οποίο τούτο ήταν αναγκαίο ενόψει της επιχειρούμενης συνολικής μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Επίσης, κρίθηκε πως είναι θεμιτή η επιλογή του νομοθέτη να προβεί, στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος και της ιδρύσεως ενιαίου φορέα απονομής των κύριων συνταξιοδοτικών παροχών που εφαρμόζει ενιαίους κανόνες ως προς τον τρόπο υπολογισμού των απονεμόμενων στο σύνολο του πληθυσμού συντάξεων, σε επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κατά την δημοσίευση του ν. 4387/2016 συντάξεων. Με την ίδια απόφαση κρίθηκε συμβατή με το Σύνταγμα και αιτιολογημένη η επιλογή του νομοθέτη, προκειμένου να καθορίσει τις καταβλητέες, κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, στους ήδη κατά την δημοσίευσή του συνταξιούχους, συντάξεις, στο πλαίσιο του επανυπολογισμού τους, να ορίσει ότι το ύψος των συντάξεων αυτών θα ανέρχεται στο ύψος στο οποίο οι εν λόγω συντάξεις είχαν διαμορφωθεί μετά τις περικοπές των νόμων 4051/2012 και 4093/2012. Και τούτο, αφ’ ενός λόγω της ουσιαστικής συνεισφοράς της εν λόγω νομοθετικής επιλογής στην συγκράτηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και, κατ’ επέκταση, στην επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου της διατήρησης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, αφ’ ετέρου ώστε να επωμισθούν και οι παλαιοί και όχι μόνον οι νέοι συνταξιούχοι και οι νυν ασφαλισμένοι (μέσω της θεσπιζόμενης με τον ίδιο νόμο αύξηση των εισφορών και την μείωση των μελλοντικών συντάξεων) το βάρος της επιχειρούμενης μεταρρύθμισης, για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης και διαγενεακής ισότητας και αλληλεγγύης, δεδομένου ότι και αυτοί ωφελούνται εξίσου από την επιδιωκόμενη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή την διατήρηση της ικανότητάς του να χορηγεί συντάξεις τόσο στους υφιστάμενους όσο και στους μελλοντικούς συνταξιούχους. Έτσι, κρίθηκε συμβατή με το Σύνταγμα η ρύθμιση του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016, σύμφωνα με την οποία οι κύριες συντάξεις που καταβάλλονταν κατά την δημοσίευση του νόμου (παλαιές συντάξεις) θα ανέρχονται στο ύψος, στο οποίο αυτές είχαν διαμορφωθεί στις 31-12-2014, ήτοι με τις περικοπές των νόμων 4051/2012 και 4093/2012. Σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου, η ανωτέρω ρύθμιση, η οποία, κατ’ ουσία, ισοδυναμούσε με εκ νέου υιοθέτηση με τον ν. 4387/2016 των περικοπών για τους ήδη συνταξιούχους κατά την δημοσίευσή του (παλαιούς συνταξιούχους), οι οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές με τις αποφάσεις 2287-2288/2015 της Ολομέλειας, ήταν συνταγματικώς θεμιτή και η θέσπισή της παρίστατο δικαιολογημένη στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή όχι ως μεμονωμένη, αυτοτελής ρύθμιση, επιφέρουσα οριζόντιες περικοπές στις ήδη καταβαλλόμενες κατά την δημοσίευση του ν. 4387/2016 συντάξεις, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν με τη θέσπιση των περικοπών αυτών με τις διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, αλλά ως ρύθμιση εντασσόμενη σε ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων και διαρθρωτικών αλλαγών του νέου ριζικώς αναμορφωμένου ασφαλιστικού συστήματος που θεσπίσθηκε με τον ν. 4387/2016 και ως τμήμα της εισαχθείσας με αυτόν ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αποτέλεσμα της οποίας είναι οι μελλοντικοί συνταξιούχοι να λαμβάνουν, κατά κανόνα, μικρότερες, σε σχέση με τους παλαιούς συνταξιούχους, συνταξιοδοτικές παροχές. Ωσαύτως θεμιτή κατά το Σύνταγμα κρίθηκε η κατ’ ουσίαν εκ νέου θέσπιση των αντίστοιχων περικοπών στο πλαίσιο του επανυπολογισμού των επικουρικών συντάξεων. Εντούτοις, το Δικαστήριο οδηγήθηκε στο συμπέρασμα πως, δεδομένης της έλλειψης οποιασδήποτε αναλογιστικής μελέτης, εκπονηθείσας πριν από την ψήφιση του ν. 4387/2016, η οποία να τεκμηριώνει την βιωσιμότητα του κλάδου επικουρικής ασφάλισης του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. – έλλειψη που είχε ήδη καταδειχθεί στο σκεπτικό των αποφάσεων 1889-1890/2019 της Ολομέλειας – επηρεάζεται τελικώς και το ύψος και, συνακολούθως, η επάρκεια της συνολικής συνταξιοδοτικής παροχής (κύριας και επικουρικής) την οποία χορηγεί το ασφαλιστικό σύστημα του ν. 4387/2016, υπό το πρίσμα της συνταγματικής υποχρέωσης του κράτους να διασφαλίζει υπέρ των συνταξιούχων αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, κατά το δυνατόν εγγύτερο εκείνου που αυτοί είχαν κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου τους. Με βάση αυτό το σκεπτικό ακυρώθηκε η απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών με αριθμό 26083/887/7-6-2016 και ορίσθηκε, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ως χρόνος επέλευσης του ακυρωτικού αποτελέσματος η δημοσίευση της απόφασης.
Με την 1439/2020 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, επί αγωγής συνταξιούχων γήρατος κατά του Ε.Φ.Κ.Α., του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. και του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία είχε ασκηθεί ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και εισήχθη προς συζήτηση στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατόπιν της 21/2019 πράξης της οικείας Επιτροπής, κρίθηκε ότι η ουσιαστική αντισυνταγματικότητα των επίμαχων διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 δεν θεραπεύθηκε με το άρθρο 14 του ν. 4387/2016 για τις κύριες συντάξεις ούτε με το άρθρο 96 του ίδιου νόμου για τις επικουρικές συντάξεις, αλλά και ούτε με τις αναλογιστικές μελέτες που είχαν συνταχθεί σε μεταγενέστερο χρόνο. Συνεπώς, οι περικοπές των συντάξεων που είχαν λάβει χώρα από 11-6-2015 έως 11-5-2016, κατ’ εφαρμογήν των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, δεν ήταν νόμιμες.
Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο νομοθέτης καθορίζει τους όρους του αδίκου, δεν μπορεί να προκύψει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση ή παράλειψη νομοθέτησης, εκτός αν διαπιστώνεται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος˙ στην τελευταία περίπτωση, ευθύνη του Δημοσίου γεννάται μόνο αν η ζημία προκαλείται απευθείας από την επίμαχη διάταξη, προ και ανεξαρτήτως της οποιασδήποτε εφαρμογής της με πράξη της Διοίκησης, ειδεμή, η ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος προκύπτει από την τελευταία αυτή πράξη (βλ. ΣτΕ 479-481/2018 Ολομ.).
Το δικάσαν Δικαστήριο κρίνει, εν πρώτοις, ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στην επικουρική σύνταξη των εναγόντων με το άρθρο 44 του ν. 3986/2011 δεν αντιβαίνουν στα άρθρα 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος.
Κατά δεύτερο λόγο, με τις περικοπές στην επικουρική σύνταξη των εναγόντων οι οποίες διενεργήθηκαν δυνάμει του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ του ν. 4093/2012 παραβιάσθηκαν τα άρθρα 2 παρ. 1, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., διότι αυτές, συνολικώς κρινόμενες με εκείνες που είχαν επιβληθεί με προγενέστερους νόμους, θίγουν τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος του εναγόντων και οδηγούν σε σημαντική επιβάρυνση των περιουσιακών τους δικαιωμάτων, με συνέπεια να κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του δικαιώματος της περιουσίας.
Δεδομένου όμως ότι με την απόφαση 2287/2015 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ορίσθηκε πως η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα των παραπάνω διατάξεων θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα μόνο για όσους είχαν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασης (10-6-2015), παρέπεται, ως εκ της ημερομηνίας άσκησης της αγωγής (22-12-2016) πως η αντισυνταγματικότητα δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο επίκλησης για να θεμελιωθούν οι αποζημιωτικές αξιώσεις των εναγόντων επί των συνταξιοδοτικών παροχών τους που είχαν περικοπεί σε χρόνο προγενέστερο της 10-6-2015, δηλαδή εν προκειμένω από 1-1-2012 έως 10-6-2015.
Συναφώς, εφόσον με την 1439/2020 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε πως οι διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016 που αφορούν τις κύριες συντάξεις ισχύουν για το μέλλον και δεν ανατρέχουν σε χρόνο προ της δημοσιεύσεως του νόμου, το ίδιο, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ισχύει και για το άρθρο 96 παρ. 4 του νόμου που αφορά τις επικουρικές συντάξεις, ώστε ο νόμος δεν καταλαμβάνει ρυθμιστικώς το διάστημα από 1-1-2012 έως 10-6-2015, υπό την έννοια της αναδρομικής ισχυροποίησης των περικοπών των νόμων 4051/2012 και 4093/2012.
Εξάλλου, δεδομένου ότι με την απόφαση 1890/2019 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε συνταγματικώς θεμιτή η εκ νέου, κατ’ ουσίαν, θέσπιση των περικοπών των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 με το άρθρο 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016, υπό την έννοια ότι νομίμως λαμβάνεται υπόψη, ως αφετηρία για τον επανυπολογισμό των επικουρικών συντάξεων που καταβάλλονταν στους ήδη συνταξιούχους κατά το χρόνο δημοσίευσης του νόμου, το ύψος των συντάξεων που ίσχυε την 31-12-2014, δηλαδή όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μετά τις περικοπές, από τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 (12-5-2016) και εφεξής οι περικοπές έχουν νόμιμο έρεισμα τις διατάξεις του τελευταίου. Το ακυρωτικό αποτέλεσμα, άλλωστε, της 1890/2019 αποφάσεως της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς την υπουργική απόφαση με αριθμό οικ. 25909/470/7-6-2016 ισχύει, κατά τα προεκτεθέντα, από 4-10-2019, ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης του Δικαστηρίου, με εξαίρεση όσους είχαν ασκήσει ένδικα μέσα και βοηθήματα μέχρι τότε.
Κατά την κρίση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, σύμφωνα με τα παραπάνω, η επικουρική σύνταξη που έλαβαν οι ενάγοντες από το Ε.Τ.Ε.Α. δεν υπέκειτο στις περικοπές: α) του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012, για το χρονικό διάστημα από 11-6-2015 έως 11-5-2016, β) του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.2 παρ. 3Γ του ν. 4254/2014 σε συνδυασμό με το άρθρο 42 παρ. 1 του ν. 4052/2012, όσον αφορά την επιβολή κράτησης σε ποσοστό 5,2% υπέρ του Ε.Τ.Ε.Α., από 1-7-2014 έως 11-5-2016, γ) του άρθρου 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016 και της υπουργικής αποφάσεως οικ. 25909/470/7-6-2016, όσον αφορά το τελικό αποτέλεσμα του επανυπολογισμού των επικουρικών συντάξεων των παλαιών ασφαλισμένων, από 12-5-2016 έως 31-10-2016, χρονικό διάστημα για το οποίο αναβιώνουν αναδρομικώς οι προγενέστερες διατάξεις.
Όσον αφορά τα αγωγικό αίτημα που αφορά το επίδομα αδείας και το δώρο Χριστουγέννων, το Μονομελές Πρωτοδικείο διαπίστωσε πως, πριν από την κατάργησή τους (με το άρθρο πρώτο παρ, ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012) καταβάλλονταν από τα ταμεία επικουρικής ασφάλισης δυνάμει του άρθρου 28 του ν. 4476/1965 και του άρθρου 65 του ν. 2084/1992. Μετά την διάγνωση της αντισυνταγματικότητας της κατάργησής τους (ΣτΕ 2287/2015 Ολομ.), αναβίωσαν οι προϊσχύσασες διατάξεις. Εν συνεχεία, τέθηκε σε ισχύ ο ν. 4387/2016, με τον οποίο μεταβλήθηκε εκ βάθρων το σύστημα υπολογισμού των συντάξεων των ασφαλισμένων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ωστόσο, ούτε στο κείμενο του νόμου ούτε στα συνοδευτικά κείμενα (αιτιολογική έκθεση, έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους) έχει περιληφθεί οποιαδήποτε ρητή διάταξη και εν γένει αναφορά περί κατάργησης αυτών των παροχών. Η ρητή πρόβλεψη τέτοιας καταργητικής ρύθμισης αποτελεί πρωτίστως υποχρέωση του νομοθέτη, ιδίως όταν θεσπίζει μέτρα που συνεπάγονται μείζονα μεταβολή στο ισχύον σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, ερειδόμενα σε εκτιμήσεις πολύπλοκες και τεχνικού εν πολλοίς χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, δυνάμενες να προκαλέσουν δυσχέρειες στην ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών ρυθμίσεων, οι οποίες εφαρμόζονται στο σύνολο των συνταξιούχων και των ασφαλισμένων, που, κατά την κοινή πείρα, δεν είναι εξοικειωμένοι με τις εκάστοτε ρυθμίσεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας, πολλώ δε μάλλον με το τεχνικό-αναλογιστικό τους υπόβαθρο και το δημοσιονομικό τους αποτύπωμα. Η υποχρέωση αυτή του κοινωνικοασφαλιστικού νομοθέτη επιβάλλεται, σε κάθε περίπτωση, από την αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία περιλαμβάνεται μεταξύ των αρχών της καλής νομοθέτησης (άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 4048/2012) και απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου, υπαγορεύει δε την σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε θεσπιζόμενων νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων. Έτσι, η εν λόγω υποχρέωση πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα επί διατάξεων που μπορεί να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερομένους, όπως εκείνες του ν. 4387/2016.
Κατόπιν αυτών, ανακύπτει το ζήτημα αν οι πρόσθετες συνταξιοδοτικές παροχές του δώρου Χριστουγέννων και του επιδόματος αδείας, οι οποίες καταβάλλονταν από τα ταμεία επικουρικής ασφάλισης έως 31-12-2012, η δε κατάργησή τους από 1-1-2013 κρίθηκε αντισυνταγματική με την 2287/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρέπει να θεωρούνται, στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος του ν. 4387/2016, ως μη κατηργημένες, κατά την αληθή έννοια του άρθρου 96 παρ. 5 του νόμου, από 12-6-2016 και επέκεινα, εφόσον ήθελε κριθεί ότι με τις συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις του νόμου αυτού ρυθμίστηκαν μόνο οι επικουρικές συντάξεις καθεαυτές των παλαιών συνταξιούχων και για τον λόγο αυτό υιοθετήθηκαν, κατ’ ουσίαν, εκ νέου νομίμως μόνο οι περικοπές του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπρ. ΙΑ.5 του ν. 4093/2012 που είχαν κριθεί αντισυνταγματικές, όχι όμως και η κατά την υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ίδιου νόμου κατάργηση των επίμαχων παροχών. Συνεκτιμάται, επίσης, αφ’ ενός ότι το άρθρο 96 αναφέρεται αποκλειστικώς στην επικουρική σύνταξη και στον τρόπο επανυπολογισμού της όσον αφορά τους παλαιούς συνταξιούχους, καθώς και στον τρόπο υπολογισμού της στο μέλλον, όπως συνέβαινε με το αντικατασταθέν άρθρο 42 του ν. 4052/2012, υπό την ισχύ του οποίου δεν είχαν καταργηθεί τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας, αφ’ ετέρου ότι σύμφωνα με την ανωτέρω ερμηνεία του άρθρου 96 παρ. 5 του ν. 4387/2016, κατά το Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν εμπίπτουν ratione materiae στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων αυτοτελείς σε σχέση με τη σύνταξη του άρθρου 42 του ν. 4052/2012 παροχές. Για την ταυτότητα λοιπόν του νομικού λόγου, το κατ’ άρθρο 65 του ν. 2084/1993 δώρο Χριστουγέννων και το κατ’ άρθρο 28 του ν. 4476/1965 επίδομα αδείας έχουν αυτοτελή, έναντι της επικουρικής σύνταξης, χαρακτήρα και, συνακολούθως, όπως κρίνει το Δικαστήριο, δεν καταλαμβάνονται από τις ρυθμίσεις του ν. 4387/2016, λαμβανομένου υπόψη ότι οι κρίσιμες διατάξεις του νόμου και της υπουργικής απόφασης οικ. 25909/470/7-6-2016 αναφέρονται με σαφήνεια μόνο στον τρόπο επανυπολογισμού της επικουρικής σύνταξης καθεαυτήν.
Από την άλλη μεριά, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι υπό το καθεστώς του ν. 4387/2016 ο επανυπολογισμός των συντάξεων που καταβάλλονταν στους συνταξιούχους, οι οποίοι είχαν αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από τη δημοσίευσή του, βαίνει παραλλήλως με την κατάργηση των παραπάνω πρόσθετων συνταξιοδοτικών παροχών και δη ανεξαρτήτως του τυχόν αυτοτελούς χαρακτήρα τους, αναφύεται το ζήτημα αν το ακυρωτικό αποτέλεσμα της απόφασης 1891/2019 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως αναγόμενο στην μεσοβραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη ικανότητα του ασφαλιστικού συστήματος του ν. 4387/2016 να χορηγεί επαρκείς συνταξιοδοτικές παροχές, ανατρέπεται τα θεμελιακά, νόμιμα, κατά τα κριθέντα από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ερείσματα του συστήματος αυτού, με αποτέλεσμα για όσο χρονικό διάστημα μεσολαβήσει έως την πλήρη αποκατάσταση της νομιμότητας σε σχέση με τον ανακαθορισμό των επικουρικών συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων για τις οποίες υπάρχει αξίωση από 12-5-2016, να αναβιώνουν οι προϊσχύσασες διατάξεις του άρθρου 65 του ν. 2084/1992 και του άρθρου 28 του ν. 4476/1965 και να καθίστανται αγώγιμες οι επίδικες αξιώσεις κατά του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. για την καταβολή αποζημίωσης ισόποσης με το επίδομα αδείας και το δώρο Χριστουγέννων έτους 2016 και εφεξής.
Το Μονομελές Πρωτοδικείου υποβάλλει λοιπόν στο Συμβούλιο της Επικρατείας το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: εάν οι πρόσθετες συνταξιοδοτικές παροχές του, τακτικώς μεν χορηγούμενου κατ’ έτος, αλλά σε ορισμένη μόνο περίοδο του χρόνου, δώρου Χριστουγέννων (άρθρο 65 του ν. 2084/1992, Α’ 165) και του επιδόματος αδείας (άρθρο 28 του ν. 4476/1965, Α’ 103), που καταβάλλονταν από τα ταμεία επικουρικής ασφάλισης έως 31.12.2012, η δε κατάργησή τους, από 1.1.2013, με το άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 κρίθηκε αντισυνταγματική με την 2287/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρέπει να θεωρούνται, στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος του ν. 4387/2016, ως μη κατηργημένες, κατά την αληθή έννοια του άρθρου 96 παρ. 5 του ν. 4387/2016, από 12.5.2016 και εφεξής, εφόσον θεωρηθεί ότι με τις συνταξιοδοτικές διατάξεις του νόμου αυτού ρυθμίστηκαν μόνο οι επικουρικές συντάξεις αυτές καθ’ εαυτές («stricto sensu») των παλαιών συνταξιούχων και, για το λόγο αυτό, υιοθετήθηκαν, κατ’ ουσίαν εκ νέου, νομίμως μόνον οι προηγουμένως κριθείσες ως αντισυνταγματικές (με την ως άνω απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας) περικοπές του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 του ν. 4093/2012, όχι δε και η κατά την υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 της παρ. ΙΑ του ίδιου άρθρου και νόμου κατάργηση των ως άνω ένδικων, αυτοτελών (έναντι της επικουρικής σύνταξης) παροχών. Περαιτέρω, και σε συνάρτηση προς το ανωτέρω ερώτημα, εφόσον κριθεί ότι υπό το καθεστώς του ν. 4387/2016, ο επανυπολογισμός των συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων βαίνει παραλλήλως με την κατάργηση των πιο πάνω πρόσθετων συνταξιοδοτικών παροχών (ανεξαρτήτως του τυχόν αυτοτελούς χαρακτήρα των δεύτερων), (διατυπώνεται, επίσης, το προδικαστικό ερώτημα) εάν το ακυρωτικό αποτέλεσμα των αποφάσεων 1889, 1890 και 1891/2019 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως αναγόμενο στη μεσοβραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη ικανότητα του ασφαλιστικού συστήματος του ν. 4387/2016 να χορηγεί επαρκείς συνταξιοδοτικές παροχές, ανατρέπει τα θεμελιακά, νόμιμα, κατά τα κριθέντα με τις πιο πάνω αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ερείσματα του συστήματος αυτού, με αποτέλεσμα, για όσο χρονικό διάστημα μεσολαβήσει έως την πλήρη αποκατάσταση της νομιμότητας σε σχέση με τον ανακαθορισμό των δικαιούμενων από 12.5.2016 επικουρικών συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων, να αναβιώνουν οι προϊσχύουσες διατάξεις των άρθρων 65 του ν. 2084/1992 και 28 του ν. 4476/1965 και να καθίστανται αγώγιμες οι προβαλλόμενες, με αγωγές ασκηθείσες, εν προκειμένω, πριν από την 4.10.2019, αξιώσεις κατά του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. των συνταξιούχων αυτών για την καταβολή αποζημίωσης ισόποσης με το επίδομα αδείας και το δώρο Χριστουγέννων των ετών 2016 και εντεύθεν.