ΑΡΙΘΜΟΣ 425/2021
ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
– Αναστολή πλειστηριασμού. Έκδοση διαταγής πληρωμής χωρίς πληρεξουσιότητα και εκ των υστέρων έγκριση.
– Στη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 στοιχ. β ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, ορίζεται ότι «Σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση μόνο έφεσης. Στις λοιπές περιπτώσεις των εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 παράγραφος 2, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση όλων των ενδίκων μέσων πλην της ανακοπής ερημοδικίας. Στις περιπτώσεις των προηγουμένων εδαφίων, η άσκηση ενδίκου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, αυτή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε [5] εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00 το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού». Από τη διάταξη προκύπτει σαφώς ότι αντικείμενο της αίτησης του άρθρου 937 ΚΠολΔ είναι η αναστολή της προόδου της εκτελεστικής διαδικασίας που επισπεύδεται σε βάρος του ασκούντος το ένδικο μέσο κατά της απόφασης που απέρριψε την κατά το άρθρο 933 του ιδίου Κώδικα ανακοπή του μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί του ενδίκου μέσου (Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, παρ. 32, αρ. 21, σελ. 737) και όχι η αναστολή της εκτελέσεως της απορριπτικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αφού αυτή ως αναγνωριστική (και όχι καταψηφιστική) δεν έχει προσωρινή εκτελεστότητα, ώστε να είναι νοητή η εφαρμογή του άρθρου 912 ΚΠοΔ και τούτο ανεξαρτήτως του ότι παρόμοιο αίτημα θα ήταν στην περίπτωση της αιτήσεως του άρθρου 937 απρόσφορο και αλυσιτελές, με δεδομένο ότι η αναστολή της προόδου της εκτελεστικής διαδικασίας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν προϋποθέτει την αναστολή των συνεπειών της εκκαλούμενης απόφασης που απέρριψε την ανακοπή του εκκαλούντος (ΜονΕφΑθ 2700/2021), η οποία απλώς διαπίστωσε την ανυπαρξία του προβληθέντος ελαττώματος της εκτέλεσης, που συνεχίζεται νομίμως ακριβώς επειδή στηρίζεται στο κύρος της πράξεως της οποίας ζητήθηκε ανεπιτυχώς η ακύρωση και όχι στη δικαστική απόφαση που απέρριψε την ανακοπή του καθ’ ου η εκτέλεση.
– Από τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 στοιχ. β ΚΠολΔ, που προπαρατέθηκε, προκύπτει ότι για την από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου χορήγηση αναστολής του επισπευδόμενου πλειστηριασμού ο νόμος αξιώνει να συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις και, συγκεκριμένα, να πιθανολογείται τόσο η ευδοκίμηση της έφεσης όσο και η επέλευση ανεπανόρθωτης βλάβης του αιτούντος (Α. Μιχαηλίδου, Η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 2017, σελ. 399, Σπ. Τσαντίνης, Η αναστολή εκτέλεσης μετά το Ν. 4335/2015, ΝοΒ 2017/265 επομ. [267], Γ. Ορφανίδης, Η αναστολή εκτελέσεως για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων μετά το ν. 4335/2015, 2017, σελ. 34). Ως ανεπανόρθωτη βλάβη νοείται εκείνη που δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί με επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από τον πλειστηριασμό (Ν. Νίκας, ο.π., αρ. 23, σελ. 738), ενώ η ευδοκίμηση της έφεσης μπορεί να πιθανολογηθεί μόνον αν διαπιστωθεί η προβολή ενός τουλάχιστον παραδεκτού και βάσιμου λόγου. Παραδεκτός θεωρείται ο λόγος της έφεσης που είναι ορισμένος και λυσιτελής. Η λυσιτέλεια του λόγου της έφεσης συναρτάται με την ικανότητά του να επιφέρει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αν γίνει δεκτός (ΑΠ 122/2014, ΑΠ 558/1990, ΕΕΝ 1991/121 = ΕΣυγκΔ 1991/36, ΜονΕφΠειρ 6/2021, 311/2016) και να βελτιώσει έτσι τη νομική θέση του εκκαλούντος (Α. – Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σελ. 108 επομ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, παρ. 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ.) ανατρέποντας τη δυσμενή γι’ αυτόν πρωτοβάθμια κρίση. Κατά συνέπεια, λόγος έφεσης που δεν προσδιορίζει την επίδραση που ασκεί στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης η αποδιδόμενη σ’ αυτήν πλημμέλεια είναι αλυσιτελής και, συνεπώς, απαράδεκτος (ΑΠ 155/1996, ΕλΔνη 1996/1346, ΤριμΕφΠατρ. 148/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου [επιμ.] Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 188, σελ. 121). Το αν κάποιος λόγος έφεσης είναι λυσιτελής ή όχι θα κριθεί με γνώμονα τις διατάξεις του δικαίου και τη λογική ακολουθία της διαδικασίας (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 542, σελ. 231, Ι. Πετρόπουλος, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, σε ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1623]). Έτσι, στο πεδίο των δικών περί την εκτέλεση, είναι απρόσφορος να επιφέρει εξαφάνιση της προσβαλλόμενης με την έφεση απόφασης ο λόγος αυτής, με τον οποίο ο εκκαλών επικαλείται τη νομική βασιμότητα των ισχυρισμών του που προβλήθηκαν με λόγο ανακοπής που, όμως, απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως απαράδεκτος, χωρίς ταυτόχρονα να πλήττει και τις περί του απαραδέκτου παραδοχές της εκκαλουμένης. Περαιτέρω, ενόψει του ότι ως λόγος έφεσης μπορεί να προταθεί παραδεκτά όχι οποιοδήποτε σφάλμα της εκκαλουμένης αλλά μόνον εκείνο στο οποίο θεμελιώνεται το διατακτικό της, στα πλαίσια και πάλι της δίκης περί την εκτέλεση, η λογική και (δικο)νομική αναγκαιότητα αποκλείει την προβολή για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό λόγου ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξης της εκτελεστικής διαδικασίας που δεν είχε προταθεί και ως λόγος ανακοπής, κύριος ή πρόσθετος (ΑΠ 1297/2019, ΑΠ 1390/2006, ΑΠ 660/2005, ΑΠ 490/2004, ΑΠ 1489/2002, ΕλΔνη 2004/749, ΜονΕφΚρ. 13/2021, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Π. Μάζης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας – Αναγκαστική Εκτέλεση, 2021, άρθρο 933, αρ. 24, σελ. 217, πρβλ ΑΠ 686/2018, ΧρΙΔ 2019/371), καθώς στην περίπτωση αυτή ο λόγος της έφεσης θα είναι αλυσιτελής, δεδομένου ότι η πλημμέλεια που με αυτόν αποδίδεται στην εκκαλουμένη αποκλείεται να επέδρασε στο διατακτικό της, αφού επ’ αυτού, ως μη προταθέντος, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν απεφάνθη. Και τούτο ισχύει ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 527 ΚΠολΔ, ασχέτως δηλαδή του αν ο λόγος είναι οψιγενής ή προαποδεικνύεται, καθόσον ο λόγος ανακοπής επέχει θέση ιστορικής βάσης αγωγής και η βραδεία προβολή του δεν αντιμετωπίζεται από την προαναφερόμενη διάταξη αλλά από εκείνες των άρθρων 216 παρ. 1 εδαφ. α και 224 του ιδίου Κώδικα (ΑΠ 563/2003, ΝοΒ 2004/24, ΑΠ 571/2003, ΑΠ 1432/2003, ΕλΔνη 2004/1385 = ΧρΙΔ 2004/241 = ΑρχΝ 2005/786, Α. – Ο. Μήτσου, ο.α.α., αρ. 191, σελ. 122). Πέραν της αλυσιτέλειάς του, το απαράδεκτο της προβολής με το εφετήριο του [νέου] λόγου ανακοπής επιβάλλει και η δικονομική δικαιοταξία. Πράγματι, η δυνατότητα καθυστερημένης πρότασης νέου λόγου ανακοπής για πρώτη φορά στην έκκλητη δίκη θα παραβίαζε α) τις δικονομικές αρχές των δύο βαθμών δικαιοδοσίας και της τήρησης προδικασίας, που θεμελιώνονται αντίστοιχα στις διατάξεις των άρθρων 12 και 111 ΚΠολΔ (Β. Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, 2015, αρ. 1819, σελ. 463), β) τη διάταξη του άρθρου 525 του ιδίου Κώδικα, που αποτελεί εκδήλωση της πρώτης από τις ανωτέρω αρχής (Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, παρ. 114, αρ. 35, σελ. 717) και κατά την οποία αντικείμενο της κατ’ έφεση δίκης δεν μπορεί να αποτελέσει αίτηση που δεν υποβλήθηκε στον πρώτο βαθμό, γ) τη διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 εδαφ. β ΚΠολΔ, που προσδιορίζει τον τρόπο παραδεκτής προβολής νέων λόγων ανακοπής (Ν. Κατηφόρης, σε Π. Κολοτούρου [επιμ] Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [7], αρ. 57, σελ. 686) και δ) τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ, που καθιερώνει την αρχή της συγκέντρωσης των λόγων ανακοπής ως ειδική έκφανση της αρχής του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι (Α. Μιχαηλίδου, ο.π., σελ. 217 επομ., Α. Παπαδοπούλου, Η συγκέντρωση των λόγων ανακοπής στην αναγκαστική εκτέλεση [άρθρο 935 ΚΠολΔ], 2016, passim). Η τελευταία διάταξη, που οφείλει την ύπαρξή της, αφενός, στην πλειονότητα των ελαττωμάτων που ενδέχεται να βαρύνουν την ίδια πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης και, αφετέρου, στον περιορισμό των αντικειμενικών ορίων του δεδικασμένου σε μόνους τους ισχυρισμούς (αντιρρήσεις) που προτάθηκαν με ανακοπή κατ’ αυτής και κρίθηκαν, καθιστά υποχρεωτική την αντικειμενική σώρευση στο ίδιο δικόγραφο των περισσότερων λόγων ανακοπής που αποτελούν ταυτόχρονα και περισσότερα αντικείμενα δίκης (Χ. Απαλαγάκη, Προβολή και διάγνωση ισχυρισμών στις δίκες περί την εκτέλεση, σε ΕφΑΔ 2010/902 επομ. [912]), αφού καθένας τους συνιστά κατ’ ουσίαν ιδιαίτερη και αυτοτελή ανακοπή (Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος πρώτος, Γενικαί Διατάξεις, ανατύπωση β΄ έκδοσης, άρθρο 933, παρ. 161α, σελ. 444). Ως εκ τούτου η διάταξη της απόφασης που αποφαίνεται για κάθε συγκεκριμένο λόγο ανακοπής συνιστά ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης (Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 359) και αν ο λόγος δεν προταθεί με την ανακοπή ή με δικόγραφο προσθέτων αυτής λόγων δεν δημιουργείται κεφάλαιο, ώστε να μεταβιβαστεί στο δεύτερο βαθμό με την έφεση (Π. Ρεντούλης, σε Ι. Τέντε [επιμ.] Αναγκαστική Εκτέλεση, 2017, σελ. 191, για την αντίθετη άποψη κατά την οποία οι λόγοι της ανακοπής αποτελούν κατά τη νομική τους φύση ενστάσεις και, επομένως, η πλειονότητά τους δεν συνιστά σώρευση περισσοτέρων βάσεων αγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 218 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα η δυνατότητα της προβολής τους να ρυθμίζεται στα πλαίσια του συγκεντρωτικού συστήματος, όπως αυτό στη δευτεροβάθμια δίκη εκδηλώνεται με το άρθρο 527 του ιδίου Κώδικα, βλ. Γ. Νικολόπουλο, Η επί αντιρρήσεων κατά της εκτελούμενης αξιώσεως δυνατότητα θεμελιώσεως λόγου εφέσεως εναντίον αποφάσεως απορριπτικής της κατ’ άρθρον 933 ΚΠολΔ ανακοπής, σε ΕλΔνη 1987/40 επομ. [43] και για την επαρκή αντίκρουσή της βλ. Ε. Ποδηματά, Ενστάσεις στην αναγκαστική εκτέλεση – Οι λόγοι ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, σε ΕλΔνη 1990/1174 επομ. [1179 – 1182]). Αν, τέλος, η έφεση δεν περιέχει έστω έναν ορισμένο και λυσιτελή λόγο απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως κατά μεν τη νομολογία ως απαράδεκτη (ΑΠ 128/2008, ΑΠ 356/2002, ΤριμΕφΠειρ 98/2021), κατά δε τη θεωρία ως αβάσιμη (Ν. Νίκας, ο.π., σελ. 689).
– Κατά το άρθρο 954 παρ. 2 εδαφ. ε ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το Ν. 4335/2015, το Ν. 4472/2017 και το Ν. 4512/2018 και το οποίο εφαρμόζεται και στην κατάσχεση ακινήτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 993 παρ. 2 εδαφ. α του ιδίου Κώδικα «Η κατασχετήρια έκθεση πρέπει να περιέχει […] και ε) αναφορά της ημέρας του πλειστηριασμού, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά επτά [7] μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση οκτώ [8] μηνών από την ημέρα αυτή». Δικαιολογητικός λόγος της νομοθετικής μεταβολής ήταν, αφενός, η επιτάχυνση και η απλοποίηση της εκτελεστικής διαδικασίας και, αφετέρου, η τοποθέτηση του πλειστηριασμού σε τέτοιο χρονικό σημείο, κατά το οποίο θα έχουν ολοκληρωθεί σε πρώτο βαθμό οι δίκες περί την εκτέλεση και ο καθ’ ου αυτή επισπεύδεται θα έχει προβάλει τις αντιρρήσεις του (αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015, βλ. και Α. Πλεύρη, Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 σε ζητήματα του δικαίου της αναγκαστικής εκτελέσεως, σε ΕλΔνη 2016/152 επομ.). Με τη διάταξη αυτή θεσπίζονται δύο [2] δικονομικές προθεσμίες και ειδικότερα μία προπαρασκευαστική και μία προθεσμία ενέργειας, καθώς, αφενός, καθίσταται υποχρεωτική η επτάμηνη αναμονή για τη διενέργεια του πλειστηριασμού μετά την κατάσχεση (η οποία συνιστά κατ’ ουσίαν ex lege αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας) και, αφετέρου, προσδιορίζεται το απώτατο χρονικό όριο για τη διενέργειά του. Οι δικονομικές προθεσμίες διακρίνονται σε προπαρασκευαστικές και ενέργειας ανάλογα με το σκοπό που επιδιώκουν. Στην μεν πρώτη περίπτωση θα πρέπει να παρέλθει η τασσόμενη προθεσμία που προβλέπεται προκειμένου να διενεργηθεί η διαδικαστική πράξη, διαφορετικά επέρχεται είτε ακυρότητα της πράξης αυτής είτε απαράδεκτο της συζήτησης, ενώ στη δεύτερη, η διαδικαστική πράξη θα πρέπει να λάβει χώρα εντός της τασσόμενης προθεσμίας άλλως επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα της επιχείρησής της (βλ. άρθρο 151 ΚΠολΔ). Οι προπαρασκευαστικές προθεσμίες δεν αναστέλλονται κατά το μήνα Αύγουστο (Ν. Νίκας, ο.π., παρ. 56, αρ. 12, σελ. 342, Γ. Ορφανίδης, Ζητήματα προθεσμιών στον ΚΠολΔ, ΕλΔνη 2002/325 επομ., Ε. Μπαλογιάννη/Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη [επιμ.] Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2016, άρθρο 147, αρ. 4, σελ. 494), ενώ επ’ αυτών δεν εφαρμόζεται το άρθρο 147 παρ. 2 ΚΠολΔ (Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [- Γ. Ορφανίδης], Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, 2000, άρθρο 147, αρ. 6, σελ. 351). Η εκδοχή κατά την οποία η επτάμηνη προθεσμία του άρθρου 954 παρ. 2 εδαφ. ε ΚΠολΔ, που πρέπει να διατρέξει από την περάτωση της κατάσχεσης έως και τη διενέργεια του αναγκαστικού ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου, και συνεπώς για τον υπολογισμό του επτάμηνου δεν πρέπει να συνυπολογίζεται ο μήνας Αύγουστος, άλλως πάσχει ακυρότητα η έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης (Αγ. Νάνου – Καρολίδου, Μία προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισης της νέας προθεσμίας ορισμού πρώτου πλειστηριασμού του άρθρου 954 παρ. 4 εδ. ε ΚΠολΔ ιδίως επί ακινήτων, σε ΕφΑΔ 2018/618 επομ.), η οποία μάλιστα (εν λόγω άποψη) συσχετίζει την αναστολή των προθεσμιών του άρθρου 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, με την απαγόρευση διενέργειας πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης από 1 έως 31 Αυγούστου, κατ’ άρθρο 940Α ΚΠολΔ, υπό την έννοια ότι ο συνυπολογισμός του χρονικού διαστήματος του Αυγούστου στην επτάμηνη προθεσμία παραβιάζει τη διάταξη αυτή, παραγνωρίζει ότι ο νομοθέτης κατά την τροποποίηση του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015 επέλεξε να μην εντάξει την προθεσμία του άρθρου 954 παρ. 2 στο άρθρο 147 παρ. 2, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για ακούσιο νομοθετικό κενό, που θα επέτρεπε την αναλογική εφαρμογή της τελευταίας διατάξεως, Άλλωστε, δεν τίθεται ζήτημα καταστρατήγησης των δικαιωμάτων του καθ’ ου η εκτέλεση, αφού αυτός έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα ή βοηθήματα σε χρονικό διάστημα προγενέστερο της διενέργειας του πλειστηριασμού, όπως συμβαίνει με την ανακοπή του άρθρου 933, που ασκείται μέσα σε σαράντα πέντε [45] ημέρες από την κατάσχεση και την ανακοπή του άρθρου 954 παρ. 4 εδαφ. α, που, όπως και η αναστολή του άρθρου 1000, ασκούνται δεκαπέντε [15] τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Τέλος, το ζήτημα του συνυπολογισμού του Αυγούστου στην εν λόγω επτάμηνη προπαρασκευαστική προθεσμία δεν πρέπει να συγχέεται με το μη συναφές θέμα της απαγορεύσεως της διενέργειας πράξεων εκτελέσεως από την 1η έως την 31η Αυγούστου κατ’ άρθρο 940Α ΚΠολΔ, της οποίας (απαγορεύσεως) δεν αποτελεί κατά νόμο συνέπεια η αναστολή της αντίστοιχης προθεσμίας. Επομένως, το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό της προθεσμίας των επτά [7] μηνών του άρθρου 954 παρ. 2 εδαφ. ε ΚΠολΔ (Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Ε. Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη], Ερμηνεία ΚΠολΔ – Αναγκαστική Εκτέλεση, 2021, άρθρο 954, σελ. 359, Ν. Κατηφόρης, παρατηρήσεις στην [αντίθετη] ΜονΠρωτΑθ. 1057/2019, σε ΕΠολΔ 2020/294 επομ., Κ. Ροβόλη, Ζητήματα από την προθεσμία ορισμού ημερομηνίας πρώτου πλειστηριασμού, eΘεμις ΕΕΝ, 2021).
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 96 παρ. 2, 104, 143 παρ. 1, 544 παρ. 4 ΚΠολΔ και 211, 219 και 238 ΑΚ προκύπτει ότι ο διάδικος, για λογαριασμό του οποίου παραστάθηκε ως δικηγόρος πρόσωπο στερούμενο της τυπικής δικαστικής πληρεξουσιότητας, δικαιούται να εγκρίνει μεταγενεστέρως τις πράξεις τούτου, η έγκριση δε αυτή μπορεί να γίνει και σιωπηρώς (ΑΠ 835/2010, ΕλΔνη 2011/791 = ΝοΒ 2011/712). Τέτοια έγκριση συνάγεται ιδίως από τη νομότυπη παράσταση του διαδίκου σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας και από την εκ μέρους του εξ αυτής συναγόμενη παραδοχή των μέχρι τότε διαδικαστικών πράξεων ως ισχυρών (ΕφΑθ. 836/1996, ΕλΔνη 37/1667). Έτσι, σε περίπτωση αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής, ναι μεν η χωρίς πληρεξουσιότητα υποβολή της έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 104 ΚΠολΔ, την ακυρότητα της διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε, που προβάλλεται με λόγο ανακοπής κατ’ αυτής (ΕφΑθ. 6400/1996, ΕΕμπΔ 1998/969, Στ. Πανταζόπουλος, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, 2016, σελ. 50, Χ. Παπαδάκης, Διαταγή πληρωμής. Θεωρία και Πράξη, 2012, 17, αρ. 5, σελ. 95), όμως ο διάδικος μπορεί να εγκρίνει σύμφωνα με τα παραπάνω την πράξη της υποβολής της αίτησης που προηγήθηκε, με τη νομότυπη πληρεξουσιότητα στο δικηγόρο που παρίσταται για λογαριασμό του στη δίκη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής (ΕφΛαρ 164/2001, Δικογραφία 2002/95, ΕφΑθ. 8786.1979, ΝοΒ 1980/1176, Ν. Τριάντος, Διαταγή πληρωμής, πιστωτικοί τίτλοι και διαταγή απόδοσης μισθίου, 2016, αρ. 125, σελ. 48) ή στη δίκη που ανοίγεται στα πλαίσια της διαδικασίας για την αναγκαστική εκτέλεση της διαταγής πληρωμής, εφόσον βέβαια αυτή δεν έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου (ΑΠ 337/2006, ΕλΔνη 2006/779 = ΧρΙΔ 2007/237, ΑΠ 382/2002, ΕλΔνη 2003/438, βλ. και Π. Αρβανιτάκη, Η Διαταγή Πληρωμής κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2012, σελ. 454 – 455). Μάλιστα, η έγκριση αυτή μπορεί να γίνει και μετά την πρόταση της ακυρότητας για έλλειψη πληρεξουσιότητας, εφόσον για την ακυρότητα αυτή δεν έχει εκδοθεί κατά το χρόνο της έγκρισης τελεσίδικη απόφαση (Ε. Τσαρούχη, σε Π. Κολοτούρου [επιμ.] Ενστάσεις κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2011, [7], αρ. 92, σελ. 251) και, επομένως, και στην κατ’ έφεση δίκη, με το διορισμό ως δικηγόρου είτε εκείνου που υπέγραψε την αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής είτε και άλλου, καθόσον η έγκριση αφορά τις πράξεις που ενεργήθηκαν και όχι το πρόσωπο που τις ενήργησε (ΑΠ 602/2004, ΕλΔνη 2006/177 = ΧρΙΔ 2004/901, ΕφΑιγ. 161/2011, ΕλΔνη 2012/215, Δ. Γιακουμής/Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη [επιμ.] Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2016, άρθρο 104, αρ. 8, σελ. 356).