Ουσιαστικό και όχι νομικό το ζήτημα εάν τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά συνιστούν την απαιτούμενη επεξεργασία – απαράδεκτη η παραπομπή στην Τακτική Ολομέλεια
Στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε από το ΣΤ’ Τμήμα η εκδίκαση αναίρεσης κατά απόφασης του ΜΟΕ Θεσσαλονίκης, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας, με την επιβαρυντική περίσταση της πορνογραφίας ανηλίκων κάτω των 15 ετών. Ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε πως η εν λόγω πράξη προϋπέθετε την ύπαρξη επεξεργασίας του υλικού εκ μέρους του και, συνακόλουθα, ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε ορθά τον νόμο (ΟλΑΠ 5/2021).
Πιο συγκεκριμένα, ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της κατοχής, με χρήση συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και σύνδεση αυτού στο διαδίκτυο, υλικού παιδικής πορνογραφίας, η παραγωγή του οποίου συνδέεται με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων που δεν έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους, κατ’ εξακολούθηση. Το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε το αίτημα περί μετατροπής της κατηγορίας σε πλημμέλημα, δεχόμενο πως για την κακουργηματική μορφή της κατοχής υλικού πορνογραφίας ανηλίκων, κατά τη διάταξη του άρ. 348Α παρ. 4 του ΠΚ, αρκεί η παραγωγή του υλικού αυτού να συνδέεται με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων, που δεν είχαν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους, και ο κατηγορούμενος να το γνώριζε, χωρίς να απαιτείται να είναι ο ίδιος ο παραγωγός του, τόνισε δε πως η ρύθμιση με το ανωτέρω περιεχόμενο αποτελεί συνειδητή επιλογή του έλληνα νομοθέτη.
Σύμφωνα, ωστόσο, με τα διαλαμβανόμενα στον υπό κρίση λόγο αναίρεσης, η κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας δεν αναβαθμίζεται αυτόματα σε κακουργηματική, εάν συγχρόνως δεν συντρέχουν ορισμένα ενδεικτικά στοιχεία επεξεργασίας, διαχείρισης, αξιοποίησης, διάθεσης ή περαιτέρω διακίνησης του υλικού αυτού σε τρίτους μέσω e-mail ή ανταλλαγής των φωτογραφιών και των βίντεο ανηλίκων μέσω του διαδικτύου ή συνεργασίας με άλλους χρήστες για εμπλουτισμό και βελτίωση του υλικού, ώστε να ανακύπτει κίνδυνος διάδοσης και μετάδοσης της παιδικής πορνογραφίας.
Επί του λόγου αυτού αναίρεσης, η μεν πλειοψηφία του ΣΤ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου έκρινε ότι τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας δεν συνιστούν από μόνα τους ενδεικτικά στοιχεία τέτοιας επεξεργασίας, διαχείρισης και αξιοποίησης του υλικού παιδικής πορνογραφίας, ώστε να ανακύπτει κίνδυνος διάδοσης ή μετάδοσης αυτού προς τρίτους, η δε μειοψηφία δύο μελών του τμήματος έκρινε, αντιθέτως, ότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά μαρτυρούν μεθοδική ενασχόληση του αναιρεσείοντος με το υλικό αυτό και αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία επεξεργασίας, διαχείρισης και αξιοποίησης του υλικού αυτού, ώστε να ανακύπτει κίνδυνος διάδοσης και μετάδοσής του.
Εντέλει, η Ολομέλεια του ανωτάτου δικαστηρίου διαπίστωσε πως τα γενόμενα δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά δεν αναφέρονται καθόλου στον κίνδυνο διάδοσης του υλικού παιδικής πορνογραφίας σε τρίτους. Και τούτο, διότι το δικαστήριο της ουσίας δεν έθεσε στο πραγματικό του εφαρμοσθέντος κανόνα δικαίου, ως πρόσθετο όρο, προκειμένου η πράξη της κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας να έχει κακουργηματικό χαρακτήρα, και τη συνδρομή ενδεικτικών στοιχείων τέτοιας επεξεργασίας, διαχείρισης και αξιοποίησης του υλικού παιδικής πορνογραφίας, ώστε να ανακύπτει κίνδυνος διάδοσης ή μετάδοσης αυτού προς τρίτους.
Το κρίσιμο, λοιπόν, ζήτημα εν προκειμένω συνάπτεται με την αξιολόγηση γενόμενων δεκτών από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών περιστατικών μη επαρκών για την κρίση περί της συνδρομής ή μη των ως άνω πρόσθετων στοιχείων. Η αξιολόγηση, όμως, αυτή, στα πλαίσια της αναιρετικής διαδικασίας, δεν εμπίπτει στο πεδίο της αρμοδιότητας της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, στο οποίο περιλαμβάνεται η έρευνα της νομικής ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης ή του προσβαλλόμενου βουλεύματος, χωρίς το δικαστήριο να μπορεί να υπεισέλθει στην εκτίμηση και στη διαπίστωση των πορισμάτων της αποδεικτικής διαδικασίας.
Συνεπώς, κρίθηκε απαράδεκτη η παραπομπή, ως μη συναπτόμενη με την επίλυση νομικού ζητήματος. Αντίθετη υπήρξε η γνώμη τεσσάρων μελών της Ολομέλειας, σύμφωνα με την οποία ο παραπεμφθείς λόγος αναίρεσης αφορούσε νομικό ζήτημα και δη αυτό της ορθής ή μη υπαγωγής των γενομένων δεκτών πραγματικών περιστατικών στη διάταξη του άρ. 348Α του ΠΚ και, επομένως, υπήγετο στην αρμοδιότητα της Τακτικής Ολομέλειας, η οποία έπρεπε να προχωρήσει στην περαιτέρω έρευνά του και αναλόγως να αποφασίσει σχετικά, εφόσον η επί του ζητήματος αυτού απόφαση είχε ληφθεί με διαφορά μίας ψήφου.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: Εξάλλου, τα γενόμενα δεκτά από το Δικαστήριο της ουσίας, για τη θεμελίωση των συλλογισμών του, πραγματικά περιστατικά δεν αναφέρονται στον κίνδυνο διάδοσης του υλικού παιδικής πορνογραφίας σε τρίτους, αφού το Δικαστήριο της ουσίας δεν έθεσε στο πραγματικό του εφαρμοσθέντος κανόνα δικαίου, ως πρόσθετο όρο, προκειμένου η πράξη της κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας να έχει, κατά τη διάταξη του άρθρου 348 Α παρ. 4 περ. β’ του ΠΚ, κακουργηματικό χαρακτήρα, και τη συνδρομή ενδεικτικών στοιχείων τέτοιας επεξεργασίας, διαχείρισης και αξιοποίησης του υλικού παιδικής πορνογραφίας, ώστε να ανακύπτει κίνδυνος διάδοσης ή μετάδοσης αυτού προς τρίτους, αλλά (αναφέρονται) στη μη ύπαρξη τέτοιας διάθεσης στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος φερόταν ότι είχε τελέσει την πράξη της διάθεσης τέτοιου υλικού σε τρίτους, για την οποία κηρύχθηκε αθώος και, συνεπώς, δεν υπάρχει στην απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας παραδοχή σχετική με τη συνδρομή ή μη του στοιχείου του κινδύνου διάδοσης του υλικού παιδικής πορνογραφίας αναφορικά με την πράξη (της κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας), για την οποία καταδικάστηκε ο ίδιος. Ακολούθως, οι κρίσεις της μεν πλειοψηφίας του ΣΤ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου ότι τα αναφερόμενα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο της ουσίας, δεν συνιστούν από μόνα τους ενδεικτικά στοιχεία τέτοιας επεξεργασίας, διαχείρισης και αξιοποίησης του υλικού παιδικής πορνογραφίας, ώστε να ανακύπτει κίνδυνος διάδοσης ή μετάδοσης αυτού προς τρίτους, της δε μειοψηφίας ότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά μαρτυρούν μεθοδική ενασχόληση του αναιρεσείοντος με το υλικό αυτό και αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία επεξεργασίας, διαχείρισης και αξιοποίησης του υλικού αυτού, ώστε να ανακύπτει κίνδυνος διάδοσης και μετάδοσής του, συνάπτονται με την αξιολόγηση γενόμενων δεκτών από το Δικαστήριο της ουσίας πραγματικών περιστατικών, μη επαρκών για την κρίση περί της συνδρομής ή μη των ως άνω τεθέντων από το ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα στο πραγματικό του εφαρμοσθέντος κανόνα δικαίου πρόσθετων στοιχείων, αφού αυτά (γενόμενα δεκτά από το Δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά) δεν αναφέρονται, όπως προαναφέρθηκε, στη συνδρομή ή μη ενδεικτικών στοιχείων επεξεργασίας διαχείρισης και αξιοποίησης του υλικού παιδικής πορνογραφίας ούτε στον κίνδυνο διάδοσης ή μετάδοσης αυτού προς τρίτους. Η αξιολόγηση, όμως, αυτή, στα πλαίσια της αναιρετικής διαδικασίας, δεν εμπίπτει, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, στο πεδίο της αρμοδιότητας της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, στο οποίο περιλαμβάνεται, όπως προαναφέρθηκε, η έρευνα της νομικής ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης ή του προσβαλλόμενου βουλεύματος, χωρίς το Δικαστήριο να μπορεί να υπεισέλθει στην εκτίμηση και στη διαπίστωση των πορισμάτων της αποδεικτικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, εφόσον το ζήτημα, που παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, περί του αν τα γενόμενα δεκτά από το Δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά συνιστούν ή όχι στη συγκεκριμένη περίπτωση ενδεικτικά στοιχεία τέτοιας επεξεργασίας, διαχείρισης και αξιοποίησης του υλικού παιδικής πορνογραφίας, ώστε να ανακύπτει κίνδυνος διάδοσης ή μετάδοσης αυτού προς τρίτους, δεν εμπίπτει στο πεδίο της αρμοδιότητας της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η εν λόγω παραπομπή, με βάση τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν είναι παραδεκτή, ως μη συναπτόμενη με την επίλυση νομικού ζητήματος.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση εδώ.