Κρίθηκε πως υφίσταται κίνδυνος σχηματισμού εσφαλμένης εντύπωσης στον μέσο ενημερωμένο καταναλωτή πως τα προϊόντα της εναγομένης προέρχονται από την επιχείρηση της ενάγουσας
Ο Άρειος Πάγος απέρριψε αίτηση αναίρεσης κατά εφετειακής απόφασης, με την οποία κρίθηκε πως υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης του καταναλωτικού κοινού από τη χρήση της ένδικης λεκτικής ένδειξης προς διάκριση των προϊόντων της πρώτης εναγομένης, καταλήγοντας πως μπορεί να σχηματισθεί εσφαλμένη εντύπωση ότι τα προϊόντα της προέρχονται από την επιχείρηση της ενάγουσας ή ότι πρόκειται για συνδεδεμένες μεταξύ τους επιχειρήσεις (ΑΠ 249/2021).
Πιο αναλυτικά, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αρχικά διαπίστωσε πως, εφόσον σε αμφότερες τις ενδείξεις υπάρχει διαφορετική απεικόνιση, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ταυτόσημες ενδείξεις, αλλά για όμοιες, συνεπώς ερευνητέα είναι η συνδρομή του κινδύνου σύγχυσης.
Ο κίνδυνος σύγχυσης συνίσταται στο κατά πόσο ο μέσος ενημερωμένος καταναλωτής μπορεί να σχηματίσει την εντύπωση ότι τα προϊόντα που φέρουν την ένδειξη της πρώτης εναγομένης προέρχονται από την επιχείρηση της ενάγουσας ή πρόκειται για συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Ερευνάται, λοιπόν, εάν υφίσταται οπτική, ηχητική και εννοιολογική ομοιότητα μεταξύ των δύο επίμαχων σύνθετων ενδείξεων, η οποία εκτιμάται σφαιρικά, ανάλογα, δηλαδή, με τη γενική εντύπωση που δημιουργείται στον αποδέκτη των προϊόντων, λαμβανομένων υπόψη των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους, καθώς ο μέσος καταναλωτής προσλαμβάνει το σήμα ως ολότητα και δεν επιδίδεται στην εξέταση των διάφορων λεπτομερειών του. Κρίσιμο δε στοιχείο είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο μέσος καταναλωτής τα επίμαχα προϊόντα, η κατηγορία των επίμαχων προϊόντων και οι συνθήκες υπό τις οποίες διατίθενται στην αγορά.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με το σκεπτικό του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, από την αντιπαραβολή των δύο ενδείξεων, συντρέχει, καταρχάς, ηχητική ομοιότητα, αφού αμφότερες φέρουν ηχητικά ταυτόσημη ένδειξη, η οποία ενέχει έντονη διακριτική δύναμη, καθώς έχει πρωτοτυπία και αποτυπώνεται εύκολα στη μνήμη του μέσου καταναλωτή. Η προσθήκη από την πρώτη εναγομένη της ένδειξης winery, η οποία ενέχει περιγραφικό χαρακτήρα, δεν αρκεί για να διαφοροποιήσει αισθητά το ηχητική αποτέλεσμα. Επιπλέον, μεταξύ των δύο σύνθετων ενδείξεων υφίσταται και οπτική ομοιότητα. Οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στα εικαστικά τους στοιχεία δεν είναι τέτοιες, ώστε να μεταβάλλουν τη συνολική εντύπωση που εκάστη ένδειξη δημιουργεί στο οικείο καταναλωτικό κοινό. Ιδίως όσον αφορά στα οινοπνευματώδη ποτά, το δικαστήριο επεσήμανε πως ο μέσος καταναλωτής προσέχει περισσότερο το λεκτικό στοιχείο, διότι πρόκειται για μια κατηγορία εμπορευμάτων που προσδιορίζονται συνήθως με την ονομασία του προϊόντος και όχι με τα απεικονιστικά στοιχεία της ετικέτας.
Περαιτέρω, η πολυετής χρήση της ένδικης λέξης από την ενάγουσα προς διάκριση των προϊόντων της, η υψηλή αναγνωρισιμότητα που αυτά έχουν, τόσο στον οινοπαραγωγικό χώρο, όσο και στις οικείες αγορές της Ελλάδος και του εξωτερικού, η έντονη διαφημιστική τους προβολή και προώθηση έχουν προσδώσει εκ των υστέρων στην ένδειξη αυτή πρόσθετη διακριτική δύναμη. Για να αποτραπεί, συνεπώς, ο κίνδυνος σύγχυσης, απαιτείται μεγαλύτερος από τον συνήθη βαθμός διαφοροποίησης.
Παρά τα περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, το ανώτατο δικαστήριο διαπίστωσε πως το εφετείο δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρ. 9 παρ.2 του Κανονισμού 207/2009 και των άρ. 1 και 13 παρ. 1 και 4 του Ν. 146/1914. Εξάλλου, όπως τόνισε ο Άρειος Πάγος, από τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, συνάγεται με σαφήνεια ότι το εφετείο δέχθηκε την ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ των δύο αντιπαραβαλλόμενων διασχηματισμών, ενώ δεν προέκυψε αδιατάρακτη συνύπαρξη αυτών, αλλά διαρκής δικαστική διαμάχη μεταξύ των δύο επιχειρήσεων.
Η δε κρίση περί συνδρομής του κινδύνου σύγχυσης στο μέσο καταναλωτή φέρει, κατά την κρίση του ανωτάτου δικαστηρίου, την απαιτούμενη αιτιολογία, χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου αναίρεσης.
Όσον αφορά στο ζήτημα της δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το άρ. 158 του Ν. 4072/2012, η Υπηρεσία Σημάτων, η Διοικητική Επιτροπή Σημάτων και τα διοικητικά δικαστήρια έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία να κρίνουν εάν ένα σήμα δύναται να γίνει δεκτό προς καταχώριση ή πρέπει να διαγραφεί, οι δε αποφάσεις τους είναι υποχρεωτικές και δεσμεύουν τα πολιτικά δικαστήριο, τα οποία δεν έχουν δικαιοδοσία να ελέγξουν ούτε παρεμπιπτόντως τη συνδρομή των λόγων απαραδέκτου ή των λόγων διαγραφής του σήματος, εάν έχει υποπέσει στην αντίληψή τους λόγος απαραδέκτου ή διαγραφής. Ωστόσο, κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, τα πολιτικά δικαστήρια έχουν την εξουσία να παρέχουν έννομη προστασία, σε περίπτωση προσβολής του σήματος, και να απαγορεύουν τη χρήση σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η χρήση τους είναι παράνομη, ως αθέμιτη ή καταχρηστική ή γιατί προσβάλλει προγενέστερο σήμα ή διακριτικό γνώρισμα. Τούτο δε, διότι η η απαγόρευση της χρήσης δεν καταλύει το δικαίωμα στο σήμα, η επί του οποίου αρμοδιότητα ανήκει στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων, αλλά αποτελεί φυσική συνέπεια της εξουσίας των πολιτικών δικαστηρίων να οριοθετούν τα πλαίσια προστασίας του.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το Εφετείο έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκληθείσα απόφασή του, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις ως προς το ζήτημα της ύπαρξης κινδύνου συγχύσεως και απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις και δη τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ.2 του Κανονισμού 207/2009 και των άρθρων 1 και 13 παρ. 1 και 4 του ν. 146/1914, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες στην πρώτο λόγο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση της από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια. Ειδικότερα, την εφαρμογή των διατάξεων αυτών δικαιολογούν οι παραδοχές της πληττόμενης απόφασης: Ότι, από το 1997, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία άρχισε να δραστηριοποιείται στον τομέα παραγωγής και εμπορίας οίνων και είχε θέσει επί των προϊόντων της, ως διακριτικό γνώρισμα, τη λεκτική ένδειξη “Μελι…”, η οποία συνοδεύεται και από την απεικόνιση μιας μέλισσας εντός ελλειπτικού κύκλου. Ότι, από τις 4-9-2007, κατέστη δικαιούχος κοινοτικού σήματος, αποτελούμενου από την ίδια ως άνω λεκτική ένδειξη, με λατινικούς χαρακτήρες “Meli…” και την ανωτέρω απεικόνιση, τα δε προϊόντα της διατίθενται ευρέως στην εγχώρια αγορά. Ότι, από το 1996, ο δεύτερος εναγόμενος, ήδη δεύτερος αναιρεσείων, διατηρούσε ατομική επιχείρηση εμπορίας και παραγωγής οίνου, με διακριτικό τίτλο τη λεκτική ένδειξη “Meli… Winery”, διέθετε δε τα προϊόντα του σε περιορισμένο κύκλο προσώπων εντός της νήσου Κεφαλληνίας και, στη συνέχεια, κατέστη δικαιούχος, δυνάμει αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, σήματος τοπικής ισχύος, ήτοι εντός των εδαφικών ορίων της ως άνω νήσου. Ότι, το 2007, ο ανωτέρω κατέθεσε αιτήσεις για κατοχύρωση της λέξης “Meli…” ή “ΜΕΛΙ…” ως ημεδαπό σήμα πανελλήνιας εμβέλειας, οι οποίες, όμως, απορρίφθηκαν από την αρμόδια αρχή. Ότι το 2013 κατέθεσε αιτήσεις για κατοχύρωση ως εθνικών σημάτων των λεκτικών ενδείξεων “Οινοποιείο Μελι…”, “Meli… Winery”, “Gold Meli… Winery” “Gold Οινοποιείο Μελι…”, οι οποίες έγιναν δεκτές από τη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων, διατάχθηκε, όμως, στη συνέχεια, η διαγραφή τους, κατά παραδοχή αντίστοιχων αιτήσεων διαγραφής, που υπέβαλε η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη, η υπόθεση δε ήδη εκκρεμεί ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Ότι το Δεκέμβριο του 2014 συστήθηκε η πρώτη εναγομένη, ήδη πρώτη αναιρεσείουσα, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος των ανωτέρω διακριτικών γνωρισμάτων, συνέχισε δε την εμπορική δραστηριότητα της ατομικής επιχείρησης του δεύτερου, ήτοι την παραγωγή και εμπορία οίνου. Ότι αυτή άρχισε να διαθέτει τα προϊόντα της (οίνους), τα οποία φέρουν ως διακριτικό γνώρισμα τη λεκτική ένδειξη “Meli… Winery”, συνοδευόμενη από την απεικόνιση ενός κυκλικού κτιρίου με κυκλικές κολώνες πάνω σε ένα βράχο δίπλα στη θάλασσα, ενώ διατηρεί ιστοσελίδα με το ίδιο όνομα , όπως και λογαριασμούς σε διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μέσω των οποίων διαφημίζει τα προϊόντα της. Ότι από την αντιπαραβολή των ανωτέρω ενδείξεων συντρέχει ηχητική ομοιότητα, καθόσον αμφότερες φέρουν την ηχητικά ταυτόσημη ένδειξη “meli…”, που έχει έντονη διακριτική δύναμη και πρωτοτυπία, ενώ η μεν προσθήκη της λέξης winery, που αποτελεί μετάφραση στην αγγλική γλώσσα της λέξης ‘οινοποιείο’, έχει, δηλαδή, περιγραφικό χαρακτήρα και δεν αρκεί για να διαφοροποιήσει αισθητά το ηχητικό αποτέλεσμα, τα δε διαφορετικά εικαστικά τους στοιχεία δεν μεταβάλλουν τη συνολική εντύπωση. Ότι, λόγω της ομοιότητας των ανωτέρω ενδείξεων σε ταυτιζόμενα προϊόντα (οίνοι), είναι δυνατό να προκληθεί κίνδυνος σύγχυσης στο μέσο και όχι στον εξειδικευμένο καταναλωτή, ο οποίος, ερχόμενος σε επαφή με τη συσκευασία και την επαφή των προϊόντων της πρώτης εναγομένης, ευλόγως του δημιουργείται η εντύπωση ότι μεταξύ των επιχειρήσεων της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης υπάρχει εμπορική σχέση ή οικονομικός δεσμός. Εξάλλου, από τη διατύπωση, που χρησιμοποιήθηκε, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης συνάγεται με σαφήνεια ότι το Εφετείο δέχθηκε την ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ των δύο αντιπαραβαλλόμενων διασχηματισμών, που αφορούν σε ταυτιζόμενα προϊόντα (οίνοι), τα οποία παράγουν και εμπορεύονται αμφότερες οι ανωτέρω επιχειρήσεις, ενώ δεν προκύπτει αδιαρατάρακτη συνύπαρξη αυτών, αλλά διαρκής δικαστική διαμάχη μεταξύ των δύο επιχειρήσεων.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση εδώ.
https://www.lawspot.gr/nomika-nea/kindynos-syghysis-emporikon-simaton-ap-249-2021