Του Τάσου Δασόπουλου
Με τη θέση ότι οι σημερινοί ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες για το χρέος θα πρέπει να αλλάξουν και με “όπλα” την υψηλή ανάπτυξη και, κατά συνέπεια, την ταχύτερη δημοσιονομική προσαρμογή μπαίνει η Ελλάδα στη μάχη για την αλλαγή του δημοσιονομικού συμφώνου, η οποία αυτήν τη φορά δείχνει να μην έχει σίγουρο “νικητή”.
Το θετικό είναι ότι η Ελλάδα θα έχει πολλούς και ισχυρούς συμμάχους με τα ίδια επιχειρήματα και τον ίδιο στόχο. Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία έχουν διατυπώσει κατά καιρούς σοβαρές ενστάσεις στη λειτουργία του δημοσιονομικού συμφώνου και ζητούν αλλαγές. Έχοντας όλες τους χρέος πάνω από το 100% του ΑΕΠ, προτείνουν τη χαλάρωση του κανόνα της προσαρμογής του χρέους που προβλέπει την ετήσια μείωση κατά το 1/20 της διαφοράς του χρέους κάθε χώρας από το μέγιστο αποδεκτό όριο, που είναι το 60% του ΑΕΠ, χωρίς να υπολογίζει ειδικές συνθήκες στην οικονομία, όπως για παράδειγμα η πανδημία του κορονοϊού, που κόστισε στην Ελλάδα περίπου 42 δισ. ευρώ. Προς την κατεύθυνση των αλλαγών κλίνουν και οι ηγεσίες των ευρωπαϊκών θεσμών, τηρώντας όμως −όπως πάντα− τις απαραίτητες ισορροπίες ανάμεσα στις θέσεις του Βορρά και του Νότου της Ένωσης.
Η συγκυρία κατά την οποία γίνεται η διαπραγμάτευση είναι αρκετά πολύπλοκη. Οι ισχυρότερες πολιτικά και οικονομικά χώρες, που πρεσβεύουν το δόγμα της “δημοσιονομικής ορθοδοξίας”, ζητώντας “πάση θυσία” ισοσκελισμένους Προϋπολογισμούς και το χαμηλό χρέος, βρίσκονται σε καθεστώς μετάβασης: Η Γερμανία δεν έχει ακόμη κυβέρνηση και κανείς δεν είναι βέβαιος πότε θα έχουμε νέο καγκελάριο. Στην Ολλανδία επίσης δεν έχουμε κυβέρνηση έξι μήνες μετά τις εκλογές του Μαρτίου.
Στο στρατόπεδο των χωρών που τοποθετούνται υπέρ των αλλαγών, η Γαλλία αναλαμβάνει μεν την προεδρία της Ε.Ε. από 1/1/2022, όμως η χώρα θα βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο για τις εκλογές του Απριλίου. Παρότι ο νυν πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, έχει ταχθεί ανοιχτά υπέρ των αλλαγών του Συμφώνου Σταθερότητας, μένει να αποδειχθεί αν διατηρήσει τη θέση του την επόμενη μέρα. Ωστόσο οι πρώτες αποφάσεις πρέπει να ληφθούν έως τον Απρίλιο του 2022, ώστε τα κράτη-μέλη να έχουν έναν οδηγό για να συντάξουν και να υποβάλουν τα Μεσοπρόθεσμα Προγράμματά τους. Οι τελικές αποφάσεις θα πρέπει να ληφθούν αργότερα μέσα στον χρόνο, ώστε όλοι να γνωρίζουν τι θα γίνει με την επαναφορά των κανόνων το 2023.
Ο παράγοντας “Ντράγκι”
Τη ζυγαριά υπέρ των αλλαγών μπορεί να καθορίσει ο Ιταλός πρωθυπουργός και τέως πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι. O “σούπερ Μάριο”, όπως είναι το παρατσούκλι του, από τη θητεία του στην ΕΚΤ, πήγε κόντρα στο ρεύμα και ξεκίνησε την ποσοτική χαλάρωση για να αυξήσει τη ρευστότητα στην Ευρωζώνη και να αναστρέψει το κύμα αποπληθωρισμού. Πρόσφατα τοποθετήθηκε και για το Σύμφωνο Σταθερότητας, λέγοντας ότι: “Ο στόχος είναι να βρεθεί συναίνεση επί μιας σειράς κανόνων. Είναι λίγο πρώιμο να πούμε −λεπτομερώς− τι ακριβώς θα κάνουμε, αλλά εγώ πιστεύω ότι υπάρχουν λόγοι βάσει των οποίων θεωρώ ότι δεν είναι ρεαλιστικό να επιμείνουμε στους κανόνες του παρελθόντος”.
Το πιο θετικό για την Ελλάδα και τις συμμαχίες που θα πρέπει να δημιουργήσει εν όψει της κρίσιμης διαπραγμάτευσης για τους δημοσιονομικούς κανόνες είναι ότι από πολλούς εντός και εκτός Ευρώπης θεωρείται ότι ο Μάριο Ντράγκι έχει το “ειδικό βάρος” να διαδεχθεί την απερχόμενη κυρία Άνγκελα Μέρκελ στη θέση αυτού που έχει τις προδιαγραφές να διαπραγματευτεί όλα τα κρίσιμα θέματα Ένωσης: Από το προσφυγικό μέχρι και τους κανόνες που διέπουν τον δημοσιονομικό έλεγχο της Ε.Ε.
Τι επιδιώκει η Ελλάδα
Η Ελλάδα τάσσεται σαφώς υπέρ της τήρησης δημοσιονομικών κανόνων. Ωστόσο θεωρεί απαραίτητη την αλλαγή στο θέμα της προσαρμογής του χρέους στο 60% του ΑΕΠ της κάθε χώρας-μέλους. Το Σύμφωνο προβλέπει ότι η χώρα-μέλος με χρέος πάνω από 60% του ΑΕΠ θα πρέπει να μειώνει το χρέος της κατά το 1/20 της διαφοράς του ύψους του χρέους της με το 60% του ΑΕΠ. Τούτο χωρίς να έχει υπολογίσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να αυξήθηκε το χρέος μιας χώρας. Το Σύμφωνο στο θέμα του χρέους δεν προβλέπει την απότομη αύξηση που έφερε η πανδημία του κορονοϊού. Η Ελλάδα ζητά τη χαλάρωση του “άκαμπτου” κανόνα για την ετήσια προσαρμογή και την ενσωμάτωση παραμέτρων που αφορούν την πραγματική κατάσταση της οικονομίας πριν αποφασιστεί κατά περίπτωση η προσαρμογή του χρέους.
Η Ελλάδα, παρότι έχει το υψηλότερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ (204,5% για το 2021), μπορεί να παρουσιάσει ταχεία αποκλιμάκωση τα επόμενα χρόνια λόγω των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας της.
Η ανάγκη για αλλαγές γίνεται προφανής αν κοιτάξει κανείς την εξέλιξη του χρέους σε πανευρωπαϊκό επίπεδο λόγω των δαπανών που έγιναν για να αντιμετωπιστεί ένα έκτακτο γεγονός όπως η πανδημία του κορονοϊού.
Η Ευρωζώνη αύξησε σε μέσα επίπεδα το χρέος της από το 85,6% το 2019 στο 100% το 2020, με προοπτική περαιτέρω αύξησης στο 102,4% για φέτος, ενώ για το 2022 αναμένεται να υποχωρήσει οριακά στο 100%. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, το χρέος αυξήθηκε από το 79,1% στο τέλος του 2019 στο 92,4% το 2020 και αναμένεται να αυξηθεί στο 94,4% το 2021, με προοπτική να μειωθεί οριακά στο 92,9% το 2022. Η Ελλάδα αύξησε το χρέος της από το 185,6% το 2019 στο 205,6% το 2020, με πρόβλεψη να φτάσει το 204,5% το 2021 και να υποχωρήσει κάτω από το 189,5% το 2022. Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Βέλγιο θα έχουν χρέος πάνω από το 100% του ΑΕΠ τους μέχρι και το 2022. Ακόμα και η Γερμανία αύξησε το χρέος της από το 57,6% του ΑΕΠ της το 2019 στο 69,8% του ΑΕΠ της το 2020 και προβλέπεται ότι θα μείνει πάνω από το 70% του ΑΕΠ της φέτος και το 2022.
Αποκλιμάκωση χρέους μέσω της ανάπτυξης
Οι χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, που υποστηρίζουν τις αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης έχουν το επιχείρημα ότι η εφαρμογή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας ως έχουν σήμερα θα οδηγούσε το 2023 το σύνολο σχεδόν των χωρών της Ευρωζώνης σε έναν νέο κύκλο λιτότητας, που θα σταματούσε την ανάκαμψη της οικονομίας.
Προτείνουν, αντ’ αυτού, την προσαρμογή του χρέους μέσω της ανάπτυξης, όπως αυτή προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα. Η πρόταση αυτή θέλει τις δημόσιες επενδυτικές δαπάνες, ειδικά αν αφορούν έργα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την προστασία του περιβάλλοντος, να μην υπολογίζονται στο χρέος και το έλλειμμα των κρατών-μελών. Με βάση μελέτη του Ινστιτούτου Bruegel, η υλοποίηση της Πράσινης Βίβλου και του στόχου για μηδενικές εκπομπές ρύπων έως το 2050 απαιτεί επιπλέον επενδύσεις ύψους 1% του ΑΕΠ της Ε.Ε. κάθε χρόνο από τα κράτη-μέλη. Για να γίνει, όμως, αυτό, οι αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα πρέπει να είναι περισσότερο δομικές.
https://www.capital.gr/oikonomia/3587248/korufonetai-i-maxi-gia-tis-allages-ton-kanonon-gia-to-xreos