Πρόκειται για τις εγγυήσεις που έχει δώσει στις συστημικές τράπεζες για να προχωρήσουν στις τιτλοποιήσεις των κόκκινων δανείων
Πάνω σε μια «νάρκη» που απαιτεί λεπτούς, χειρουργικούς χειρισμούς για να μην ενεργοποιηθεί πατάει το οικονομικό επιτελείο. Πρόκειται για τις εγγυήσεις ύψους περίπου 23 δισ. ευρώ που έχει δώσει στις συστημικές τράπεζες για να προχωρήσουν στις τιτλοποιήσεις των κόκκινων δανείων μέσω «ειδικών οχημάτων» και για τις οποίες η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Εurostat) εγείρει ζήτημα εγγραφής τους – ως πιθανή μελλοντική υποχρέωση της χώρας – στο δημόσιο χρέος.
Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες, η απαίτηση αυτή της Εurostat εκδηλώθηκε όταν εξέτασε εξονυχιστικά κατά πόσο η τιτλοποίηση ενός πακέτου κόκκινων δανείων μιας από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες είναι «επισφαλής» και κατά πόσο μπορεί να πυροδοτήσει την κατάπτωση των εγγυήσεων που παρείχε το Δημόσιο με το «ΗΡΑΚΛΗΣ 1».
Άγχος στον ΟΔΔΗΧ
Η συζήτηση αυτή έχει δημιουργήσει άγχος στους έλληνες διαπραγματευτές από την πλευρά της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) αλλά κυρίως στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), τα στελέχη του οποίου αντιλαμβάνονται ότι μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να οδηγήσει στην απόφαση όλες οι εγγυήσεις για τις τιτλοποιήσεις των κόκκινων δανείων να θεωρηθούν ως πηγές «επισφάλειας» του δημοσίου χρέους.
Κάτι τέτοιο και δεδομένου του ύψους της επιβάρυνσης του χρέους (πάνω από 14% του ΑΕΠ!) μπορεί να αποτελέσει «κακό σήμα» στις αγορές μπροστά σε μια δύσκολη χρονιά που έρχεται.
Κι αυτό γιατί, όπως είναι γνωστό, το 2022 λήγει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ (το περίφημο PEP), η Ελλάδα έχει ένα σοβαρό δανειακό πρόγραμμα της τάξεως των 15 δισ. ευρώ και, το κυριότερο, μια στρατηγική να εξοφλήσει πριν από τη λήξη τους ομόλογα του GLF (του μηχανισμού βοήθειας από το πρώτο μνημόνιο) για να στείλει το δικό της πολιτικό σήμα ότι σέβεται τους φορολογουμένους των ευρωπαϊκών χωρών που μας στήριξαν και ότι έχει επανέλθει στην κανονικότητα.
Ταυτόχρονα όμως θέλει να στείλει μήνυμα στους «καχύποπτους» Βορειοευρωπαίους ότι «η Ελλάδα άλλαξε» και βρίσκεται στον «ορθό δρόμο», καθώς το 2022 κεντρική κυβερνητική επιδίωξη είναι να βγει η χώρα από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας και ταυτόχρονα να ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα σε επενδυτική βαθμίδα για να είναι επιλέξιμα από την ΕΚΤ.
Τα επιχειρήματα
Το βασικό επιχείρημα της ελληνικής πλευράς είναι ότι τα σχέδια «ΗΡΑΚΛΗΣ 1 & 2» αποτελούν «κλώνους» αντίστοιχων σχεδίων που εφάρμοσε η Ιταλία παρέχοντας την εγγύηση του Δημοσίου, προκειμένου να απαλλαγεί το ιταλικό τραπεζικό σύστημα από το «άγος» των κόκκινων δανείων και να εξυγιανθούν οι ισολογισμοί των ιταλικών τραπεζών, χωρίς η Εurostat να απαιτεί την εμφάνιση του ύψους των εγγυήσεων στο δημόσιο χρέος της γείτονος.
Ομως οι απεσταλμένοι της Εurostat εμφανίζονται «καχύποπτοι» απέναντι στην Ελλάδα καθώς το παρελθόν μας κυνηγάει από την εποχή των «Greek Statistics» που μας οδήγησαν στην «κρεμάλα των μνημονίων».
Ισως για αυτόν τον λόγο στην υπόθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη στο παρασκήνιο δεν τοποθετούνται ανοιχτά – όπως έκαναν στο παρελθόν – ο νυν υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος προτιμά τη σιωπή.
Ο δεύτερος έχει έναν ακόμη λόγο – αισθάνεται δικαιωμένος καθώς ο ίδιος είχε προτείνει για την απαλλαγή των τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια τη λύση της δημιουργίας «bad bank», η οποία απορρίφθηκε από την κυβέρνηση με το επιχείρημα ότι θα δημιουργούσε «δημοσιονομικό κόστος».
Ισως αυτή η διελκυστίνδα και η δυσμενής έκβαση, όπως κάποιοι προδικάζουν, αποτέλεσε και την αιτία απομάκρυνσης του τέως υφυπουργού Οικονομικών Γιώργου Ζαββού, υπεύθυνου για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, από την κυβέρνηση κατά τον πρόσφατο ανασχηματισμό.
Τις αρμοδιότητές του, μαζί και την «καυτή πατάτα», πήρε ο κ. Σταϊκούρας σε μια στιγμή δύσκολη.
Το δυσμενές σενάριο
Αυτό που φοβούνται όσοι γνωρίζουν πόσο δύσκολες είναι οι διαπραγματεύσεις με τη Εurostat είναι το ενδεχόμενο να υπάρχουν πολιτικά κίνητρα και τακτικισμοί απέναντι στην Ελλάδα από το κλαμπ των Βορειοευρωπαίων που πιέζουν για «επιστροφή στη σταθερότητα», θεωρώντας ότι η χώρα μας παραμένει ακόμη ο «αδύναμος κρίκος» της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Αυτό διαφάνηκε και από την τεχνική διαπραγμάτευση για το πώς εμφανίζονται στον προϋπολογισμό και πώς επηρεάζουν το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος τα χρήματα που δόθηκαν στους ελεύθερους επαγγελματίες και στις επιχειρήσεις (περί τα 7 δισ. ευρώ) ως επιστρεπτέα προκαταβολή, που με την πάροδο του χρόνου και τις πολιτικές ανάγκες που δημιουργήθηκαν η κυβέρνηση αποφάσισε να τα χαρίσει κατά το μεγαλύτερο μέρος τους. Παρά ταύτα, η ΕΚΤ έχει αντίθετη άποψη και θεωρεί το ελληνικό χρέος απόλυτα διαχειρίσιμο μέχρι το 2030 καθώς το μεγαλύτερο μέρος είναι δάνεια του ESM με επιτόκια «κλειδωμένα» κάτω από 1%. Ωστόσο δεν παίρνει θέση για το ζήτημα των εγγυήσεων που δόθηκαν με τα σχέδια «ΗΡΑΚΛΗΣ 1 & 2» και κατά πόσο αυτά πρέπει να συνυπολογιστούν στους μελλοντικούς κινδύνους διαχείρισης του ελληνικού δημοσίου χρέους.
Eντυπη έκδοση ΤΟ ΒΗΜΑ