Ενα ισχυρό ρεύμα ψύχους μεταξύ Νοεμβρίου και Ιανουαρίου που θα θέσει εκτός λειτουργίας μεγάλο μέρος του δυναμικού των διακοπτόμενων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στη βορειοδυτική ΕΕ θα δημιουργήσει συνθήκες «υπερ-αιχμιακής ζήτησης»
Ο τετραπλασιασμός των μέσων τιμών χονδρεμπορικής του φυσικού αερίου (ΦΑ) στα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2020, ο οποίος συμπαρέσυρε σε μικρότερο βαθμό και τις αντίστοιχες τιμές του ρεύματος, μπορεί να είναι αποτέλεσμα της ταχύτερης του αναμενομένου ανάκαμψης της οικονομικής και βιομηχανικής κατανάλωσης μετά την κορύφωση της πανδημίας το περασμένο έτος. Η αύξηση που παρατηρείται μπορεί να είναι εποχική και να προκαλείται από το γεγονός ότι η ζήτηση τρέχει ταχύτερα της διαθέσιμης παραγωγής, αλλά μέχρι στιγμής, όπως παραδέχεται η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν φαίνεται να υπάρχει πολιτική χειραγώγηση από την πλευρά των βασικών προμηθευτών.
Τα συμβόλαια παράδοσης εκτελούνται κατά γράμμα, αλλά δεν παραδίδονται επιπρόσθετες ποσότητες, μολονότι τα ρωσικά στρατηγικά αποθέματα ΦΑ σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά βρίσκονται σε υψηλό βαθμό πληρότητας κοντά στο σύνηθες ποσοστό επάρκειας του 90%. Η κατάσταση μάλλον θα χειροτερεύσει πριν αρχίσει να καλυτερεύει, δεδομένου ότι τα ευρωπαϊκά στρατηγικά αποθέματα ΦΑ κυμαίνονται μόλις στο 74%, ενώ η περίοδος αιχμής της ζήτησης δεν έχει ακόμη αρχίσει. Τιμολογιακή αποκλιμάκωση (αν υπάρξει) θα υπάρξει από τον Απρίλιο του 2022 και μετά. Ελένη Πιτέλου – «Στην Ελλάδα η πανδημία λειτουργεί ως φωτιά βραδείας καύσης- Ο μήνας που διανύουμε θα καθορίσει το μέλλον»
Ενα ισχυρό ρεύμα ψύχους μεταξύ Νοεμβρίου και Ιανουαρίου που θα θέσει εκτός λειτουργίας μεγάλο μέρος του δυναμικού των διακοπτόμενων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στη βορειοδυτική ΕΕ θα δημιουργήσει συνθήκες «υπερ-αιχμιακής ζήτησης» που αναγκαστικά θα καλυφθούν από το ΦΑ ή την επιστροφή στη χρήση λιγνίτη στη Γερμανία και την Ανατολική ΕΕ. Το ζήτημα ασφάλειας είναι το εάν ως τότε, είτε υπάρξει είτε όχι «υπερ-αιχμιακή ζήτηση», τα ευρωπαϊκά στρατηγικά αποθέματα θα έχουν αυξηθεί στα συνήθη επίπεδα πληρότητας του 90%.
Αν αυτό – κάτι που είναι αρκετά πιθανόν – δεν θα έχει συμβεί, τότε αυτή την «υπερ-αιχμιακή ζήτηση» μόνο μια χώρα θα μπορούσε εν μέρει (ή καθ’ όλον) να την καλύψει. Από τους διαθέσιμους προμηθευτές μόνο η Ρωσία έχει δυνατότητες αύξησης της παραγωγής, που και αυτή θα προκύψει σε σημαντικό βαθμό από την ενεργοποίηση των δικών της αποθεμάτων. Ολοι οι άλλοι εξαγωγείς αερίου προς την ΕΕ παράγουν σχεδόν στο μέγιστο της παραγωγικής τους δυναμικότητας, ενώ η παραγωγή αερίου είναι πολύ πιο δύσκολο και κοστοβόρο να αυξηθεί μέσα σε μερικούς μήνες ή εβδομάδες, συγκριτικά με το πετρέλαιο.
Στην πραγματικότητα, η απόφαση ορισμένων ευρωπαίων παραγωγών να γυρίσουν πρόωρα την πλάτη στο ΦΑ λόγω της υπεραισιόδοξης – σχεδόν δογματικής κατά περίπτωση – αντίληψης ότι οι στόχοι της ενεργειακής μετάβασης μπορούν έως το 2030-2035 να επιτευχθούν χωρίς αυτό, έχουν ήδη δημιουργήσει συνθήκες μακροπρόθεσμης ενεργειακής ασφάλειας για τα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ, κάτι για το οποίο συστηματικά κωφεύει η γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Η συνήθης απλοϊκή τους απάντηση είναι ότι η μέση μείωση του ΦΑ έως το 2030 στην ΕΕ θα είναι μεγάλη (έως και 25%-30%), άρα δεν χρειάζεται να πολυανησυχούμε.
Και τι ακριβώς θα γίνει αν η μείωση είναι μικρότερη του αναμενομένου, την ώρα που η Δυτική Ευρώπη γυρνάει την πλάτη της στην πυρηνική ενέργεια, με μηδενικές νέες επενδύσεις σε υδροηλεκτρικά έργα; Τι θα συμβεί σε εκείνες τις ευρωπαϊκές περιφέρειες, όπως τη Νοτιοανατολική ΕΕ, όπου έως τουλάχιστον το 2030 η ζήτηση ΦΑ θα αυξηθεί σημαντικά λόγω απολιγνιτοποίησης; Πόσο έτοιμοι είμαστε αυτή τη στιγμή για τις μελλοντικές κρίσεις ΦΑ της δεκαετίας που ξεκίνησε;
Η απάντηση δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας εάν συνεχισθεί η παρούσα ευρωπαϊκή πολιτική εγκατάλειψης της εξερεύνησης/παραγωγής των αποθεμάτων ΦΑ της ΕΕ. Οι αριθμοί του BP Statistical Review of World Energy είναι αμείλικτοι και συνηγορούν προς την κατεύθυνση της περαιτέρω υπερ-εξάρτησης της ΕΕ από τις ρωσικές εξαγωγές, κάτι που προσπαθούσαμε ως ΕΕ να αποφύγουμε ή έστω να μειώσουμε εδώ και 20 χρόνια. Η γραφειοκρατική δογματικότητα των Βρυξελλών έχει αποτύχει και επιτυγχάνει το ακριβώς αντίθετο.
Το 2010 η παραγωγή ΦΑ στην ΕΕ ήταν 125 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα (ΔΚΜ) καλύπτοντας το 30% της εγχώριας ζήτησης των 422 ΔΚΜ. Οι ρωσικές εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ) στην ΕΕ ήταν σχεδόν μηδενικές και συνολικά κάλυπταν λίγο λιγότερο από το 1/3 της τελικής κατανάλωσης μέσω αγωγών. Το λιγότερο επιρρεπές σε γεωπολιτικές χειραγωγήσεις ΥΦΑ κάλυπτε μόλις το 19% της ευρωπαϊκής κατανάλωσης, ενώ δεν υπήρχε ακόμη στο ευρωπαϊκό εισαγωγικό μείγμα ούτε αμερικανικό ΥΦΑ, ούτε ΦΑ από την Κασπία (Αζερμπαϊτζάν).
Το 2020 η «εγχώρια» παραγωγή αερίου στην ΕΕ είχε πέσει μόλις στα 47,8 ΔΚΜ, οι εισαγωγές ΥΦΑ έχουν αυξηθεί μόλις στο 26% της ζήτησης (αν και το 20%-25% αυτών των εισαγωγών έρχεται από τη Ρωσία που εξήγαγε πέρυσι στην ΕΕ μόλις 8 ΔΚΜ λιγότερο ΥΦΑ από τις Ηνωμένες Πολιτείες). Η εισαγωγική εξάρτηση της ΕΕ ξεπέρασε το 90%, ενώ η ζήτηση ΦΑ (αν υπολογίσουμε και το Ηνωμένο Βασίλειο) ήταν το 2020 πολύ μεγαλύτερη από τα 422,8 ΔΚΜ του 2010, φτάνοντας εν μέσω πανδημίας στα 452,5 ΔΚΜ ή τα 380 ΔΚΜ χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο.
Και όσο για τη ρωσική συμμετοχή στο μείγμα κατανάλωσης ΦΑ της ΕΕ, παρά το άνοιγμα του Νοτίου Διαδρόμου μέσω Ελλάδος και παρά τον ερχομό του αμερικανικού ΥΦΑ, έφτασε από περίπου το 32%-33% το 2010 στο 43% το 2020 και φαίνεται ότι σύντομα θα αγγίξει, αν όχι ξεπεράσει, το 50% της τελικής κατανάλωσης των 27 κρατών-μελών της Ενωσης.
Ο κ. Θεόδωρος Τσακίρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας.