Παθητική εις ολόκληρον ενοχή: αναίρεση λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 480 ΑΚ, αντί των εφαρμοστέων άρθρων 926 και 481 ΑΚ
Δεκτή έγινε από τον Άρειο Πάγο αναίρεση κατά απόφασης, με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή του αναιρεσίβλητου περί παράνομης διαβίβασης σε τρίτους των προσωπικών του δεδομένων εκ μέρους των υπαλλήλων των αναιρεσειουσών εταιρειών, λόγω παράβασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 921/2021).αποζ
Ειδικότερα, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η πρώτη εναγόμενη τραπεζική εταιρεία, ως εκτελούσα την επεξεργασία, έχοντας άμεση συναλλακτική επαφή με τον ενάγοντα και τηρώντας η ίδια αρχείο του εν λόγω πελάτη της, ενοποίησε αυθαίρετα το μηχανογραφικό αρχείο, ώστε να εμφανίζεται σε όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς του ενάγοντος μία μόνον διεύθυνση, ενώ παρέλειψε να ελέγξει προηγουμένως ποιά διεύθυνση αλληλογραφίας είχε δηλώσει ο ενάγων για τον επίδικο τραπεζικό λογαριασμό, ο οποίος συνδεόταν με τα αμοιβαία κεφάλαια. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα αυτή να εγγράφει, λανθασμένα, στο αρχείο της και να αποστείλει στη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων, ως υπεύθυνη επεξεργασίας, μη ακριβή στοιχεία επικοινωνίας του ενάγοντος που αντιστοιχούσαν σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό.
Συνεπώς, η τράπεζα, κατά παράβαση των άρ. 4 παρ. 1 γ, 5 και 10 παρ. 3 του Ν. 2472/1997, επεξεργάστηκε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του ενάγοντος, δεν μερίμνησε για την ασφαλή τήρησή τους και παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από αθέμιτη επεξεργασία.
Περαιτέρω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, αν και είχε αυτοτελή υποχρέωση εκ του νόμου, ως υπεύθυνη επεξεργασίας, αφενός να ελέγξει την ορθότητα των στοιχείων που της διαβίβασε η πρώτη εναγόμενη, αφετέρου να προασπίσει τα συμφέροντα του ενάγοντα με τον οποίον είχε συμβληθεί, εν τούτοις από αμέλεια των υπαλλήλων της παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα και λανθασμένα καταχώρησε, χρησιμοποίησε και διατήρησε, στο αρχείο της τα ανακριβή στοιχεία διεύθυνσης του ενάγοντος, που της διαβίβασε η πρώτη εναγόμενη. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αποστείλει, παρανόμως και χωρίς τη θέλησή του, οικονομικά στοιχεία αυτού σε μη δηλωθείσα από αυτόν διεύθυνση, με συνέπεια την περιέλευση αυτών, σε τρίτο, μη δικαιούμενο, να λάβει γνώση.
Συγκεκριμένα, με την αποστολή ενημερωτικής επιστολής για την κίνηση των κεφαλαίων σε εσφαλμένη διεύθυνση, όπου διατηρούσε την ατομική της επιχείρηση η πρώην σύζυγός του, γνωστοποιήθηκαν στην τελευταία, με την οποία μάλιστα τότε βρισκόταν σε οικονομική διένεξη, χωρίς τη θέληση του ενάγοντος, προσωπικά του δεδομένα που αφορούσαν στο ύψος της περιουσίας του.
Ωστόσο, κατά το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, το εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε την διάταξη του άρ. 480 του ΑΚ, που δεν ήταν εφαρμοστέα, και δεν εφάρμοσε τις διατάξεις των άρ. 926 και 481 του ΑΚ, που ήταν εφαρμοστέες. Και τούτο, διότι παρά το γεγονός ότι υπό τις ως άνω παραδοχές το εφετείο δέχθηκε ότι η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος επήλθε με «κοινές αμελείς πράξεις» αμφοτέρων των εναγομένων που έλαβαν χώρα διαδοχικά, δηλαδή με πράξεις των εναγομένων που εμφανίζουν ενότητα, οπότε θεμελιώνεται εις ολόκληρον ενοχή τους κατ’ άρθρο 926 του ΑΚ, και ότι προς αποκατάσταση της επελθούσας ηθικής βλάβης η εύλογη για την περίπτωση και καταβλητέα ενιαία παροχή (χρηματική ικανοποίηση) ανέρχεται στο ποσό των 6.000 ευρώ, δεχόμενο περαιτέρω ότι καθένας από τους εναγόμενους ενέχεται από αυτοτελή αδικοπραξία και προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, υποχρέωσε χωριστά τον καθένα από αυτούς να καταβάλει στον ενάγοντα για την ως άνω αιτία το ποσό των 6.000 ευρώ, ήτοι 12.000 ευρώ συνολικά, παρότι ο τελευταίος με την αγωγή του είχε ζητήσει την εις ολόκληρο καταδίκη των αντιδίκων του στην καταβολή ενιαίου ποσού .
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
Από τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1β του ν.2472/1997, 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι όποιος κατά παράβαση του νόμου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων προκάλεσε ηθική βλάβη υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Αν η ηθική βλάβη επήλθε με πράξεις περισσοτέρων, οι οποίες, ενόψει των περιστάσεων, εμφανίζουν ενότητα, οφείλεται χρηματική ικανοποίηση, συγκεντρούμενη, ως εκ της ταυτότητας του σκοπού της, συνισταμένου στην ικανοποίηση του προσβληθέντος για την ενιαία βλάβη, την οποία αυτός υπέστη, δηλαδή στην ικανοποίηση ενός και του αυτού συμφέροντος σε μία παροχή (ενιαίο χρηματικό ποσό), το οποίο ο προσβληθείς στην προσωπικότητα του μπορεί, κατ’ επιλογήν του, να ζητήσει με αγωγή διαιρετώς ή εις ολόκληρον από τον καθένα από τους αντιδίκους του (ΑΠ 1095/2009, AΠ 518/2008).
Εξ άλλου, κατά το άρθρο 481 ΑΚ οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει όταν σε περίπτωση περισσοτέρων οφειλετών της ίδιας παροχής καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη , ο δανειστής όμως έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μια φορά. Εν όψει του ορισμού της ΑΚ 481, χαρακτηριστικό εννοιολογικό γνώρισμα της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής αποτελεί η ταυτότητα της παροχής και η ταυτότητα του εννόμου αποτελέσματος (ΑΠ 81/1991). Η παθητική εις ολόκληρον ενοχή συντίθεται από κατ’ ιδίαν ενοχές που συνδέουν κάθε οφειλέτη με τον δανειστή. Ενώ όμως στη διαιρεμένη ενοχή αντικείμενο των επι μέρους ενοχών αποτελεί τμήμα της παροχής, στην οφειλή εις ολόκληρον αντικείμενο της υποχρέωσης κάθε συνοφειλέτη αποτελεί το σύνολό της. Οι κατ’ ιδίαν ενοχές συνδέονται στενότερα μεταξύ τους απ’ ότι στη διαιρεμένη ενοχή, διατηρούν όμως σε περιορισμένο βαθμό την αυτοτέλειά τους (πρβλ. ΑΠ 55/2000), κοινός σκοπός και κοινός γενεσιουργός λόγος. Ταυτότητα της παροχής υφίσταται όταν η εκπλήρωση της παροχής επιφέρει το ίδιο έννομο αποτέλεσμα, εξυπηρετεί δηλαδή το ίδιο έννομο συμφέρον του δανειστή για εκπλήρωση (ταυτότητα του έννομου σκοπού της παροχής-δεν αρκεί ταυτότητα του οικονομικού σκοπού). Πέραν της ταυτότητας της παροχής απαιτείται και ισοτιμία υποχρεώσεων υπό την έννοια ότι όλοι οι συνοφειλέτες πρέπει να ευθύνονται παράλληλα και αυτοτελώς έναντι του δανειστή. Γενεσιουργό λόγο της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής συνιστά και ο νόμος , μεταξύ δε των κανόνων που προβλέπουν την παθητική εις ολόκληρον ενοχή των πλειόνων συνοφειλετών είναι και εκείνος του άρθρου 926 ΑΚ, σύμφωνα με τον οποίον αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν από την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον. Το ίδιο ισχύει και αν έχουν ενεργήσει περισσότεροι συγχρόνως ή διαδοχικά και δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζημία. Ως ζημία νοείται τόσο η περιουσιακή όσο και η ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη που προξενήθηκε από την αδικοπραξία, για τις οποίες οφείλεται χρηματική ικανοποίηση κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, και για την πληρωμή της οποίας ευθύνονται όλοι οι υπαίτιοι εις ολόκληρον (ΑΠ 901/2004). Με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 926 ΑΚ, η οποία αναφέρεται στην περίπτωση ύπαρξης περισσοτέρων υπόχρεων, καθιερώνεται η εις ολόκληρον ευθύνη περισσοτέρων προσώπων, είτε επειδή η ζημία προκλήθηκε από κοινή πράξη αυτών, είτε επειδή τα περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται κατά το νόμο το καθένα αυτοτελώς για την αποκατάσταση της ζημίας, αντικειμενικά ή υποκειμενικά, είτε, στην περίπτωση της σωρευτικής ή διαζευκτικής αιτιότητας, ήτοι, όταν η ζημία προήλθε από αυτοτελείς και διακεκριμένες ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) περισσοτέρων προσώπων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, που η καθεμία από αυτές από μόνη της συνιστά αιτιώδη όρο επαγωγής της ζημίας, με την έννοια της προσφορότητας να προκαλέσει, αυτή καθεαυτή, ολόκληρη τη ζημία, χωρίς ωστόσο, να είναι εφικτή η εξακρίβωση, ποιος αληθινά είναι ο πρόξενος της ζημίας ή ποιο το ποσοστό συμβολής του κάθε δράστη στο επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα (ΑΠ 1694/2017). Ειδικότερα, ως κοινή πράξη, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης αυτής, νοείται κάθε μορφή συμμετοχής στην τέλεση της πράξης ή την επαγωγή της ζημίας, αδιάφορα από το αν οι ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά (ΑΠ 367/2019). Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επαγωγή της ζημίας.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση εδώ.