Ο κανόνας της απαγόρευσης έκδοσης απόφασης επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα δεν ισχύει, όταν το εφετείο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, κρατεί την υπόθεση και την δικάζει κατ’ ουσίαν. Αναίρεση λόγω αντιφατικών αιτιολογιών
Την αναίρεση απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς αποφάσισε ο Άρειος Πάγος, λόγω των διαλαμβανόμενων στην προσβαλλόμενη απόφαση αντιφατικών αιτιολογιών παραπέμποντας την υπόθεση για νέα εκδίκαση (ΑΠ 158/2021).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρ 536 του ΚΠολΔ, ο κανόνας της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος δεν ισχύει, αλλά κάμπτεται αποφασιστικά όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, κρατεί την υπόθεση και την δικάζει κατ’ ουσίαν. Το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης, εξακολουθεί να λειτουργεί στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης. Έτσι, αν ο εφεσίβλητος δεν ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, κατά μεταρρύθμιση της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, μόνο δε αν εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και κατά τα κεφάλαια κατά τα οποία την εξαφάνισε κατά παραδοχή της έφεσης ή της αντέφεσης, και δίκασε περαιτέρω την υπόθεση κατ’ ουσίαν μπορεί να πράξει τούτο.
Εν προκειμένω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αρχικά έκρινε ότι έπρεπε να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή των λόγων της έφεσης του ενάγοντος – ναυτικού που αφορούσαν τις διαφορές αποδοχών του, μη δεσμευόμενο μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης από την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος κατά τα ανωτέρω. Έκρινε δε ότι ο ενάγων έλαβε από την πρώτη εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρεία, ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες του στο πλοίο, συνολικές αποδοχές μεγαλύτερες από τις δικαιούμενες με βάση την οικεία Σ.Σ.Ε. και ότι ουδέν επιπλέον ποσό δικαιούται να λάβει από την πρώτη εναγομένη.
Εν συνεχεία, ωστόσο, δικάζοντας την αγωγή ως προς το κεφάλαιο των αιτούμενων διαφορών αποδοχών, κατά το οποίο εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση κατά παραδοχή των αντίστοιχων λόγων έφεσης, έκανε μερικά δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει από την πρώτη εναγομένη ένα επιπλέον χρηματικό ποσό νομιμοτόκως.
Το ανώτατο δικαστήριο διαπίστωσε πως το εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του αντιφατικές αιτιολογίες , υποπίπτοντας στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ. Και τούτο, διότι αν και δέχτηκε ότι ο ενάγων έλαβε από την πρώτη εναγόμενη, ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες του στο πλοίο, συνολικές αποδοχές μεγαλύτερες από εκείνες που δικαιούταν και ότι ουδέν δικαιούται να λάβει πλέον από την πρώτη εναγομένη, εν τούτοις αναγνώρισε την υποχρέωση της τελευταίας να του καταβάλει το επίδικο ποσό.
Οι επικαλούμενες με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης αντιφάσεις, οι οποίες και καθιστούν αναιρετέα την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, εντοπίζονται στις αιτιολογίες της και σε αντιφατικές διατάξεις του διατακτικού της.
Απόσπασμα απόφασης
Περαιτέρω, αν και το Εφετείο έκρινε , στηρίζοντας την κρίση του στους όρους της από 26.05.2011 συλλογικής συμβάσεως εργασίας πληρωμάτων επαγγελματικών τουριστικών σκαφών του ν. 2743/1999, ετ. 2009 – 10 & 2011, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.8/01/02.08.2011 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας δημοσιεύτηκε δε νόμιμα (Φ.Ε.Κ. Β’ 1880 της 25.08.2011), από την οποία δέχτηκε ότι διεπόταν η ένδικη σύμβαση, όπως επικαλείτο και ο ενάγων με την αγωγή, και όχι σε έγκυρη συμφωνία αμοιβής αυτού με πάγιο μηνιαίο μισθό (κλειστό) ποσού 3.096,09 ευρώ, όπως είχε δεχτεί η εκκαλουμένη απόφαση, ότι έπρεπε να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά παραδοχή των 3ου και 4ου των λόγων της έφεσης του ενάγοντος που αφορούσε τις διαφορές αποδοχών του, μη δεσμευόμενο μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης από την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος, εφόσον ο κανόνας της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος δεν ισχύει, αλλά κάμπτεται αποφασιστικά, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ ουσία, κατ’ άρθρο 535 ΚΠολΔ καθώς και ότι ο ενάγων έλαβε από την πρώτη εναγόμενη ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες του στο πλοίο συνολικές αποδοχές μεγαλύτερες από τις δικαιούμενες με βάση την ως άνω οικεία Σ.Σ.Ε. (52.087,356 αντί 37.984,196) και ότι ουδέν επί πλέον ποσό δικαιούται να λάβει από την πρώτη εναγομένη, δικάζοντας την αγωγή ως προς το κεφαλαίο των αιτούμενων διαφορών αποδοχών, κατά το οποίο εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή των ως άνω λόγων έφεσης, έκανε μερικά δεκτή την αγωγή, και αναγνώρισε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει από την πρώτη εναγομένη ποσό έντεκα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και δέκα λεπτών του ευρώ (11.692,106) νομιμοτόκως από τις 20-9-2015
Κρίνοντας έτσι το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του αντιφατικές αιτιολογίες , αφού αν και δέχτηκε ότι ο ενάγων, όπως συνομολογεί με την αγωγή έλαβε από την πρώτη εναγόμενη ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες του στο πλοίο συνολικές αποδοχές 52.087,356, οι οποίες όπως έκρινε είναι μεγαλύτερες από τις δικαιούμενες από τον ενάγοντα για την ίδια αιτία αποδοχές, που ανέρχονται όπως δέχτηκε, στο ποσό των 37.984,196 ευρώ, (έλαβε 52.087,356 ευρώ αντί 37.984,196 ευρώ) και ότι ουδέν δικαιούται να λάβει πλέον από την πρώτη εναγομένη, εν τούτοις αναγνώρισε την υποχρέωση της τελευταίας να του καταβάλει το ως άνω ποσό, νομιμοτόκως κατά τα ανωτέρω, υποπίπτοντας στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ κατ’ ορθή εκτίμηση και όχι του αριθμού 17 του ίδιου άρθρου που αναφέρει η αναιρεσείουσα, εφόσον οι επικαλούμενες αντιφάσεις, όπως και η ίδια αναφέρει στον υπό στοιχ.β’ λόγο αναίρεσης, εντοπίζονται στις αιτιολογίες της και σε αντιφατικές διατάξεις του διατακτικού της και καθιστώντας έτσι αναιρετέα την απόφασή του. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παραδοχή του υπό στοιχ.β λόγου της αίτησης αναίρεσης με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι “το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο περιέλαβε στην απόφασή του αντιφατικές αιτιολογίες” αφού έκρινε ότι κατέβαλε στον αναιρεσίβλητο συνολικές αποδοχές, μεγαλύτερες από τις δικαιούμενες (€ 52.087,35 > 37.984,190)”, ωστόσο αναγνώρισε ότι οφείλουν να του καταβάλουν το ποσό των 11.692,106, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση (και παραδοχή) των προβαλλόμενων με τον πρώτο λόγο αυτής αιτιάσεων, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου είναι δυνατή από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνο που δίκασε προηγουμένως (άρθρ. 580 § 3 Κ.Πολ.Δ.), και να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσειοντος (άρθρ. 183 Κ.Πολ.Δ ), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr