Ηλίας Γεωργάκης
Οι συντάξιμες αποδοχές και τα συντάξιμα έτη αποτελούν το διαβατήριο για μεγάλη σύνταξη, με βάση το νέο σύστημα που καθιέρωσε ο νόμος Βρούτση (4670/20) με τα ενισχυμένα ποσοστά αναπλήρωσης των κύριων ανταποδοτικών συντάξεων για όσους έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης.
Η σχετική ισχύει αναδρομικά από 1-10-2019 και έχει ως αφετηρία τον μήνα αυτόν, καθώς στις 4 Οκτωβρίου του 2019 εκδόθηκε η απόφαση του ΣΤΕ που έκρινε πως τα ποσοστά αναπλήρωσης του Ν. 4387/2016 (νόμος Κατρούγκαλου) δεν είχαν επαρκή ανταποδοτικότητα για όσους έχουν πολλά έτη ασφάλισης. Ωφελημένοι είναι όσοι συνταξιοδοτήθηκαν με περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης, καθώς με το άρθρο 24 του Ν. 4670/2020 αυξήθηκαν τα ποσοστά αναπλήρωσης για όσους έχουν περισσότερα από 30 έτη. Η αύξηση στα ποσοστά αναπλήρωσης ανέρχεται από 0,56% (28,35% αντί για 27,79% που προέβλεπε ο νόμος Κατρούγκαλου) για συνταξιούχους που έχουν 31 έτη και φτάνει έως και το 7,21% (50,01% αντί για 42,8% που προέβλεπε ο νόμος Κατρούγκαλου) για συνταξιούχους που είχαν συμπληρώσει 40 έτη κατά τη συνταξιοδότηση. Οσο περισσότερα έτη είχε ο συνταξιούχος τόσο μεγαλύτερη είναι η αύξηση.
Η προσωπική διαφορά
Ωστόσο πρακτικά κερδισμένοι θα είναι κυρίως οι συνταξιούχοι μετά τις 13-5-2016, καθώς οι παλαιότεροι συνταξιούχοι στην πλειονότητά τους έχουν, μετά τον επανυπολογισμό του νόμου Κατρούγκαλου, διατηρήσει προσωπική διαφορά που είναι μεγαλύτερη από την αύξηση του νόμου Βρούτση. Στις περιπτώσεις αυτές ο συνταξιούχος ωφελείται γιατί μειώνεται η προσωπική διαφορά αλλά δεν κερδίζει πρακτικά, καθώς δεν αυξάνεται πραγματικά η σύνταξή του παρά μόνο λογιστικά. Εφόσον όμως η αύξηση με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης είναι μεγαλύτερη από την προσωπική διαφορά που είχαν διατηρήσει, τότε θα λάβουν ως πραγματική αύξηση το ποσό που μετά τον συμψηφισμό υπερβαίνει την προσωπική διαφορά. Αν π.χ. ο συνταξιούχος είχε διατηρήσει προσωπική διαφορά το ποσό των 150 ευρώ και η αύξηση λόγω των νέων ποσοστών αναπλήρωσης είναι 170 ευρώ, η πραγματική αύξηση στη σύνταξη θα είναι 20 ευρώ. Αν όμως ο συνταξιούχος είχε διατηρήσει προσωπική διαφορά το ποσό των 150 ευρώ και η αύξηση λόγω των νέων ποσοστών αναπλήρωσης είναι 80 ευρώ, τότε δεν υπάρχει πραγματική αύξηση αλλά απλώς μειώνεται λογιστικά η προσωπική διαφορά στα 70 ευρώ.
Πώς υπολογίζονται
Επισημαίνεται ότι οι συντάξιμες αποδοχές υπολογίζονται με βάση τον μέσο όρο των μεικτών μηνιαίων αποδοχών των ασφαλισμένων από το 2002 έως τον μήνα πριν από τη συνταξιοδότηση επί των οποίων έγιναν ασφαλιστικές κρατήσεις κλάδου κύριας σύνταξης. Οι μήνες υπολογίζονται επί 14 μισθούς λόγω των δώρων. Ο μέσος όρος βγαίνει από το άθροισμα των μισθών διά τους μήνες ασφάλισης από 2002 και μετά. Οι ακριβείς συντάξιμες αποδοχές υπολογίζονται από τον ΕΦΚΑ όταν κατατεθεί η αίτηση συνταξιοδότησης. Ωστόσο κάθε ασφαλισμένος μπορεί να πάρει μια ιδέα, είτε υπολογίζοντας χονδρικά τον μέσο όρο των αποδοχών του με βάση τα στοιχεία από τον εργοδότη του είτε από τον Ατομικό Λογαριασμό Ασφάλισης, ο οποίος υπάρχει σε ψηφιακή μορφή στο site του ΕΦΚΑ (efka.gov.gr). Ο Ατομικός Λογαριασμός Ασφάλισης περιλαμβάνει όλες τις εισφορές και τις αποδοχές από το 2002 και μετά, οπότε ο ασφαλισμένος μπορεί να υπολογίσει, έστω κατά προσέγγιση, τον μέσο όρο των αποδοχών του.
Οι μεγάλοι κερδισμένοι
Τονίζεται πάντως ότι οι πλέον κερδισμένοι του νέου συστήματος, συγκριτικά με τον νόμο Κατρούγκαλου, είναι όσοι αποχωρούν με 40ετία ασφάλισης και πληρωμένων εισφορών. Στα 40 χρόνια κορυφώνονται τα «κέρδη» συγκριτικά με τους σημερινούς συντελεστές. Οσο περισσότερα χρόνια εξασφαλίζει κανείς μέσα στη δεκαετία 30,1-40 έτη ασφάλισης τόσο μεγαλύτερη σύνταξη θα λάβει.
Πιο σημαντικό είναι το όφελος στην πενταετία 35-40 έτη ασφάλισης. Για 3.500 ευρώ συντάξιμες αποδοχές, η αύξηση για την 40ετία φτάνει στα 252 ευρώ σε σύγκριση με τα σημερινά ποσοστά. Αντίστοιχα για 1.000 ευρώ συντάξιμες αποδοχές, η αύξηση φτάνει στα 72 ευρώ, σε σύγκριση με τα σημερινά ποσοστά.
Στην 35ετία η αύξηση για 1.000 ευρώ συντάξιμες αποδοχές φτάνει στα 35 ευρώ, ενώ για 3.500 ευρώ συντάξιμες αποδοχές ανεβαίνει στα 123 ευρώ. Υπενθυμίζεται πως οι συντάξιμες αποδοχές είναι η βάση υπολογισμού της σύνταξης, δηλαδή ο μισθός ή το εισόδημα επί του οποίου υπολογίζονται οι εισφορές στο διάστημα του εργασιακού βίου.