Του Τάσου Δασόπουλου
Την πλήρη “αναδόμηση” του κανόνα του Συμφώνου Σταθερότητας για το χρέος θα υποστηρίξει το ΥΠΟΙΚ, κατά τις σχετικές συνομιλίες που θα γίνουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, συμμετέχοντας στην ομάδα των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου που ξεκινά την προσπάθεια για αλλαγές, χαρακτηρίζοντας τους σημερινούς δημοσιονομικούς κανόνες ως “παρωχημένους”.
Αν και η ουσιαστική συζήτηση θα πρέπει να περιμένει μέχρι τουλάχιστον να πέσει σε ύφεση το ράλι των ανατιμήσεων στα καύσιμα, τα “στρατόπεδα” έχουν ήδη διαμορφωθεί. Οι βόρειες χώρες (Γερμανία, Ολλανδία, Φινλανδία, Αυστρία, Σουηδία, Δανία) έχουν πάρει την ακραία θέση να επανέλθουν οι δημοσιονομικοί κανόνες από το 2022. Σε ό,τι αφορά το Σύμφωνο Σταθερότητας, η θέση τους είναι ότι δεν χρειάζεται αλλαγές, αλλά μια απλοποίηση, ώστε να μπορεί λειτουργεί ταχύτερα και πιο αποτελεσματικά.
Από την άλλη πλευρά, σύσσωμος ο ευρωπαϊκός Νότος (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και, φυσικά, η Ελλάδα) πιέζει για δομικές αλλαγές στο Σύμφωνο. Όλοι τους έχουν προτάσεις για τις απαραίτητες αλλαγές, οι οποίες διαφοροποιούνται σε επιμέρους θέματα, αλλά συμπίπτουν στο ότι οι κανόνες που υπάρχουν σήμερα είναι απαρχαιωμένοι και θα πρέπει να αλλάξουν, αφού, αν εφαρμόζονταν σήμερα, θα αναγκαζόταν σε περιοριστικά μέτρα και η Γερμανία.
Η ελληνική πρόταση είναι συμβατή με τις αντίστοιχες προτάσεις που θα καταθέσουν και οι υπόλοιπες οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία). Η πρόταση όλων θα επικεντρώνεται σε τέσσερις βασικές αλλαγές:
– Η πρώτη θα είναι η κατάργηση του υφιστάμενου κανόνα για την αποκλιμάκωση του χρέους των χωρών που έχουν χρέος πάνω από το 60% του ΑΕΠ, που είναι το ανώτατο επιτρεπτό όριο. Ο σημερινός κανόνας επιβάλλει την ετήσια μείωση του ύψους του χρέους προς το ΑΕΠ κατά το 1/20 της διαφοράς μεταξύ του ύψους του χρέους και του 60%. Η Ελλάδα μαζί με άλλα κράτη-μέλη θεωρεί ότι ο κανόνας είναι εντελώς μηχανιστικός και μετά την πανδημία του κορονοϊού ανεφάρμοστος, αφού όλα τα κράτη-μέλη έχουν αυξήσει το χρέος τους.
– Η δεύτερη θα είναι να εξετάζεται η ετήσια μείωση του χρέους χωρίς συγκεκριμένο όριο, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του οικονομικού κύκλου του κράτους-μέλους που καλείται να μπει σε διαδικασία προσαρμογής. Συγκεκριμένα, αντί του σημερινού κανόνα, προτείνεται η χώρα με υψηλό χρέος να αναλαμβάνει μεσοπρόθεσμη δέσμευση για μείωση του χρέους σε συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η συμφωνία θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν αν βρίσκεται σε ύφεση ή ανάπτυξη, ώστε η αποκλιμάκωση του χρέους να γίνεται ομαλά, χωρίς να επιβραδύνεται η ανάπτυξη.
– Η τρίτη αλλαγή που προτείνεται είναι να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές συνθήκες αύξησης του χρέους. Αν το χρέος αυξάνεται έπειτα από κάποια πανδημία (όπως, π.χ., αυτή του κορονοϊού), ένα εντελώς απρόβλεπτο γεγονός (π.χ. έναν σεισμό ή μια μεγάλη φυσική καταστροφή), που εκτός από την αύξηση του χρέους έχει καταστρέψει και μέρος της παραγωγικής βάσης της χώρας, το διάστημα προσαρμογής του χρέους θα πρέπει να είναι μεγαλύτερο.
– Η τέταρτη συνθήκη που ζητά η Ελλάδα να ισχύει είναι ότι, εκτός από το ύψος τους χρέους, θα πρέπει να συνυπολογίζεται και η βιωσιμότητά του. Θα πρέπει να έχει άλλη αντιμετώπιση το χρέος που απειλεί το κράτος-μέλος με πλήρη δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Οι πράσινες και οι ψηφιακές επενδύσεις
Ένα δεύτερο πεδίο αλλαγών που θα ζητήσει η Ελλάδα, οι οποίες αφορούν εμμέσως και το χρέος, είναι η δημοσιονομική αντιμετώπιση των πράσινων και ψηφιακών δημόσιων επενδύσεων. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα μαζί με άλλες χώρες ζητούν να μη μετρούν στα ελλείμματα και το χρέος οι δημόσιες επενδύσεις που θα γίνονται για τη θωράκιση από την κλιματική αλλαγή και τη μείωση των ρύπων αλλά και τον ψηφιακό μετασχηματισμό των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Το σκεπτικό είναι ότι τα τελευταία χρόνια όλη η Ευρώπη έχει υποστεί μεγάλες ζημιές από την εξέλιξη της κλιματικής κρίσης. Κατά συνέπεια, οι πράσινες επενδύσεις είναι απόλυτα απαραίτητες για να προστατευτεί, εκτός από τους κατοίκους της, και ένα σημαντικό κομμάτι του παραγωγικού δυναμικού της Ευρωζώνης από ακραία καιρικά φαινόμενα. Για να μπορέσουν, όμως, να προχωρήσουν τελικά αυτές οι επενδύσεις, πρέπει να τύχουν δημοσιονομικών διευκολύνσεων. Διαφορετικά, ο στόχος για την ήπειρο με μηδενικούς ρύπους έως το 2050 δεν θα επιτευχθεί.
Το ίδιο απαραίτητες είναι και οι ψηφιακές επενδύσεις, οι οποίες θα κλείσουν το τεχνολογικό κενό της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις ΗΠΑ, αλλά και με συγκεκριμένες χώρες της Ανατολικής Ασίας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει διαμηνύσει ότι, για να επιτευχθεί ο στόχος των μηδενικών ρύπων έως το 2050, θα απαιτήσει πρόσθετες, κυρίως δημόσιες, επενδύσεις ύψους 500 δισ. ευρώ τον χρόνο από τα κράτη-μέλη. Η Ελλάδα έχει εντάξει στο Ταμείο Ανάκαμψης πράσινες και ψηφιακές επενδύσεις συνολικού ύψους 12,6 ευρώ. Ωστόσο θα χρειάζεται να κάνει πολύ περισσότερες, κυρίως δημόσιες, επενδύσεις. Οι επενδύσεις αυτές θα χρειαστούν μια δημοσιονομική τακτοποίηση, ώστε τα κράτη-μέλη να μην επιβαρύνουν το χρέος και το έλλειμμά τους. Διαφορετικά, οι επενδύσεις θα γίνουν με βραδύτερους ρυθμούς και θα έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα μετά το 2050.
Μετά το PEPP, συμμετοχή και στο QE για Ελλάδα
Ενώ τα πράγματα δείχνουν δύσκολα στην προσπάθεια για αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας, με την ΕΚΤ τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα. Η Κεντρική Τράπεζα του ευρώ αναζητά για μετά το τέλος του έκτακτου προγράμματος αγοράς τίτλων (PEPP) διάδοχο σχήμα ποσοτικής χαλάρωσης, στο οποίο θα συμμετέχει και η Ελλάδα.
Το πρόγραμμα-διάδοχος του PEPP θα έχει περίπου τα ίδια χαρακτηριστικά και θα ενεργοποιηθεί για να μην αντιδράσουν απότομα οι αγορές στο τέλος των μέτρων στήριξης από την ΕΚΤ, η οποία κατέχει ήδη ελληνικά ομόλογα συνολικής αξίας 32,2 δισ. ευρώ. Η ιδέα της συμμετοχής της Ελλάδας και σε αυτό το πρόγραμμα θα βασίζεται στις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας μέχρι και το πρώτο τρίμηνο του 2022. Αν έως τότε η Ελλάδα θα βρίσκεται μία βαθμίδα πριν από την επενδυτική για την πλειονότητα των οίκων αξιολόγησης, η ΕΚΤ θα μπορεί να κάνει άλλη μία εξαίρεση για αυτήν. Όπως δήλωσε πρόσφατα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας, στο Bloomberg, η διοίκηση της ΕΚΤ θα μπορούσε να εισηγηθεί την αποδοχή των ελληνικών τίτλων στο μελλοντικό πρόγραμμα χωρίς επενδυτική βαθμίδα με τη δικαιολογία ότι, αν δεν περνούσαμε την κρίση του 2020, η Ελλάδα θα είχε πετύχει να έχει ελάχιστη απαιτούμενη επενδυτική βαθμίδα (ΒΒΒ-) και δεν θα υπήρχε θέμα.