Του Λεωνίδα Στεργίου
Μετά την εξυγίανση των ισολογισμών, οι ελληνικές τράπεζες περνούν στη δεύτερη φάση του στρατηγικού τους σχεδιασμού, που έχει δύο βασικούς στόχους: Πρώτον, αύξηση της κερδοφορίας μέσα από ποιοτικότερα και επαναλαμβανόμενα έσοδα. Δεύτερον, μείωση των κινδύνων προκειμένου να απελευθερωθούν κεφάλαια και να ενισχύσουν την οργανική κερδοφορία.
Πρόκειται για ακόμα μία πρόκληση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, η οποία, όμως, είναι απαραίτητη προκειμένου να εισέλθουν σε φάση ανάπτυξης και στήριξης της ελληνικής οικονομίας. Το νέο μείγμα της στρατηγικής περιλαμβάνει περισσότερα δάνεια, νέες εργασίες με αυξημένα περιθώρια κέρδους, αλλά επαναλαμβανόμενα, και περιορισμό του κόστους κεφαλαίου που συνδέεται με τους κινδύνους.Remaining Time-0:00FullscreenMute
Προς αυτή την κατεύθυνση, η στρατηγική, η οποία έχει ήδη ξεκινήσει από το β’ τρίμηνο, αλλά πρόκειται να κορυφωθεί ιδιαίτερα στο τελευταίο τρίμηνο του έτους και να συνεχιστεί το 2022, προβλέπει τα εξής:
Πρώτον, νέες εκταμιεύσεις δανείων ύψους 11-12 δισ. ευρώ στο β’ εξάμηνο, εκ των οποίων σχεδόν οι μισές αναμένονται για το τελευταίο τρίμηνο του έτους. Τα δάνεια αυτά, που θα συνδέονται σε μεγάλο βαθμό και με το Ταμείο Ανάκαμψης και την προετοιμασία συνδεδεμένων επιχειρηματικών σχεδίων, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, θα αφορούν μεγάλες επιχειρήσεις. Επίσης, ένα σημαντικό κομμάτι των νέων εκταμιεύσεων, αλλά όχι το μεγαλύτερο, θα αφορά στεγαστικά δάνεια, συγχρηματοδοτούμενα (π.χ. “Εξοικονομώ”) και καταναλωτικά δάνεια προς νοικοκυριά με συντηρητικό προφίλ. Από τα δάνεια των 11-12 δισ. ευρώ, εκτιμάται ότι τα 9 δισ. θα αφορούν επιχειρηματικά, ενώ τα υπόλοιπα ιδιώτες.
Δεύτερον, αναβάθμιση των εσωτερικών μοντέλων πιστωτικού κινδύνου, ώστε να περιοριστεί το κόστος κινδύνου και η ανάγκη μεγάλων προβλέψεων. Αυτό έχει ήδη ξεκινήσει, σε συνεργασία με ομάδα από τον SSM, όπου επαναπροσδιορίζονται τα κριτήρια, οι περίοδοι αναφοράς και η κατάταξη των κεφαλαίων ανάλογα με τους κινδύνους. Σε αυτό εντάσσονται νέοι δείκτες και μετρήσεις για τη μέτρηση του κινδύνου κάθε στοιχείου του ενεργητικού στην κλιματική αλλαγή. Από τις μέχρι τώρα μετρήσεις, το 10% των επιχειρήσεων-πελατών τους παραμένει εκτεθειμένο στην κλιματική αλλαγή. Επίσης, πάνω από το 90% του κινδύνου συνδέεται με πλημμύρες, φωτιές και σεισμούς, ενώ ο κίνδυνος από την πράσινη μετάβαση περιορίζεται στο 30%. Η έκθεση των ελληνικών τραπεζών σε επιχειρήσεις που έχουν μετρήσει τον περιβαλλοντικό κίνδυνο ανέρχεται σε 40%, ενώ διπλάσιο είναι σχεδόν το ποσοστό που προετοιμάζεται για αυτό.
Τρίτον, αξιοποίηση υπεραξιών από τον τραπεζικό και ψηφιακό μετασχηματισμό. Εδώ το στοίχημα δεν είναι τόσο η μείωση του κόστους, όσο η κεφαλαιοποίηση υπεραξιών μέσω του hive-down, δηλαδή της εσωτερικής αναδιάρθρωσης, και η δημιουργία νέων εσόδων από πωλήσεις μέσω των ψηφιακών καναλιών. Για παράδειγμα, μία μόνο συστημική τράπεζα αντισταθμίζει τις ζημίες από τις τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων από δύο κινήσεις που σχετίζονται με τις δραστηριότητες και θυγατρικές εξωτερικού. Στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος, οι υπεραξίες αυτές υπολογίζονται πάνω από 2 δισ. ευρώ, χωρίς να προσμετράται το όφελος του hive-down από την κεφαλαιακή επίπτωση των τιτλοποιήσεων και της αναβαλλόμενης φορολογίας.
Τέταρτον, επαναφορά βιώσιμων δανείων εντός του ισολογισμού τους που σήμερα βρίσκονται υπό διαχείριση και σε καθεστώς ρύθμισης και παρακολούθησης. Πρόκειται για ένα τεράστιο απόθεμα δανείων, το οποίο υπολογίζεται σε άνω των 20 δισ. ευρώ και κατατάσσεται στην κατηγορία stage 2, δηλαδή στα υψηλού κινδύνου. Σημειώνεται ότι κατά το τελευταίο 12μηνο έχουν εξυγιανθεί και επιστρέψει στους ισολογισμούς των τραπεζών πρώην κόκκινα δάνεια 2 δισ. ευρώ. Η τάση αυτή θα συνεχιστεί και θα ενταθεί τα επόμενα τρίμηνα, με στόχο τη διεύρυνση του εξυπηρετούμενου χαρτοφυλακίου που φέρνει επαναλαμβανόμενα έσοδα και απαιτεί μικρότερες προβλέψεις.
Έκτον, αξιοποίηση της ευνοϊκής συγκυρίας στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων, αλλά και στη λήξη της περιόδου απόσβεσης κόστους για τη μετάβαση στα διεθνή λογιστικά πρότυπα IFRS-9.
Συστάσεις από SSM
Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται οι συστάσεις της ΕΚΤ και του SSM, καθώς για τις ελληνικές τράπεζες διαπιστώνονται τα εξής:
Πρώτον, είναι οι μοναδικές με ζημίες στο α’ εξάμηνο, οι οποίες προέρχονται από τις υψηλές προβλέψεις άνω των 4 δισ. ευρώ. Αυτό εξηγεί και το υψηλότερο κόστος κινδύνου στην Ε.Ε.
Δεύτερον, οι ελληνικές τράπεζες παρουσιάζουν σχεδόν διπλάσιο επιτοκιακό κέρδος (καθαρό κέρδος επιτοκίου προς οργανικά έσοδα) σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, αλλά χαμηλότερα έσοδα από προμήθειες. Επίσης, οι εγχώριες τράπεζες παρουσιάζουν σχεδόν διπλάσια κέρδη από αγοραπωλησίες ομολόγων, μετοχών κ.λπ.
Τρίτον, το γεγονός ότι λειτουργούν με υψηλό επιτοκιακό περιθώριο, σε συνδυασμό με το περιθώριο που έχουν για νέα δάνεια, δίνει τη δυνατότητα για αύξηση της χρηματοδότησης, με χαμηλότερα επιτόκια, αλλά με μικρότερους κινδύνους. Για παράδειγμα, σήμερα τα κέρδη από το επιτόκιο είναι άνω του 100% των οργανικών κερδών, αλλά ο λόγος δάνεια προς καταθέσεις είναι κάτω του 70% και ένας από τους χαμηλότερους στην Ε.Ε. Συνεπώς, μπορούν να γίνουν πιο ανταγωνιστικές με μείωση των επιτοκίων, περισσότερες χορηγήσεις, αλλά με αυστηρά τραπεζικά κριτήρια.
Τέταρτον, είναι αρκετά εκτεθειμένες σε κρατικό χρέος που μπορεί να τις κάνει ευάλωτες σε περίπτωση ανόδου των επιτοκίων/αποδόσεων στις αγορές, καθώς θα καταγράψουν ζημίες από τις τιμές τους. Από ομόλογα συνολικής αξίας 34,2 δισ., τα 31,4 δισ. είναι του ελληνικού Δημοσίου.
Τέταρτον, θα πρέπει να δημιουργήσουν έσοδα και κεφάλαια, καθώς παρουσιάζουν τους χαμηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, αν και αρκετά υψηλότερα από τα όρια. Επίσης, θα πρέπει να καλύψουν το έλλειμμα σε κεφάλαια MREL, τα οποία δεν ανήκουν στα εποπτικά κεφάλαια, αλλά θα πρέπει να έχουν φτάσει τους στόχους τους μέχρι τα τέλη του 2025.
https://www.capital.gr/oikonomia/3587486/trapezes-perissotera-kai-fthinotera-daneia