Οσο πλησιάζουμε στο τέλος των κρατικών προγραμμάτων στήριξης των επιχειρήσεων, τόσο πιο ισχυρή θα είναι η ανάγκη για «καύσιμα» επανεκκίνησής τους, δηλαδή για ρευστότητα που δεν θα έχει, όμως, απαγορευτικό κόστος
Με κίνητρα για τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων μέσω συγχωνεύσεων ή μακροχρόνιων συνεργασιών ώστε να πετύχουν οικονομίες κλίμακας αλλά και παροτρύνσεις προς τις τράπεζες να δείξουν μεγαλύτερη ευελιξία επιχειρεί η κυβέρνηση να διευκολύνει την πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην τραπεζική χρηματοδότηση.
Το πρώτο ζήτημα, αυτό των κινήτρων έχει πάρει τον δρόμο του με τη νομοθετική ρύθμιση που κατατέθηκε στη Βουλή. Το ζήτημα της ευελιξίας των τραπεζών σε ότι αφορά τα δάνεια παραμένει πιο σύνθετο καθώς αφορά στα κριτήρια δανειοδότησης, τα οποία απορρέουν από το πανευρωπαϊκό εποπτικό πλαίσιο που καθορίζεται από την ΕΚΤ και τον SSM.
Οι τράπεζες έχουν κάθε λόγο να θέλουν να διοχετεύσουν τη μεγάλη ρευστότητα που διαθέτουν σε δάνεια και να δημιουργήσουν κέρδη – αυτή άλλωστε είναι η δουλειά τους– από την άλλη ωστόσο γνωρίζουν ότι πολύ εύκολα μπορεί να δημιουργηθεί μια νέα γενιά «κόκκινων» δανείων, κάτι που φαίνεται ότι απέφυγαν στην έκρηξη της πανδημίας. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις τα «κόκκινα» δάνεια της πανδημίας θα είναι της τάξης των 3 δισ. ευρώ όταν οι αρχικές εκτιμήσεις τα …απογείωναν στα 8-10 δισ. ευρώ.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, όσο πλησιάζουμε στο τέλος των κρατικών προγραμμάτων στήριξης που κράτησαν «ζωντανές» τις επιχειρήσεις, οι οποίες δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα από τις επιπτώσεις της COVID -19, τόσο πιο ισχυρή θα είναι η ανάγκη για «καύσιμα» επανεκκίνησης, δηλαδή για ρευστότητα που δεν θα έχει όμως απαγορευτικό κόστος (υψηλά επιτόκια δανεισμού).
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε σχετική πανευρωπαϊκή έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ για την πρόσβαση των ΜμΕ στον τραπεζικό δανεισμό (2020), από τις επιχειρήσεις που δεν μπήκαν καν στο κόπο να υποβάλλουν αίτημα στις τράπεζες το 30% των ελληνικών φοβήθηκε το «αλμυρό» επιτόκιο (μέσο επιτόκιο 5,8%) ενώ το αντίστοιχο ευρωπαϊκό ποσοστό ήταν 8% (μέσο επιτόκιο 2,85%).
Και αυτό αφορά κυρίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν δώσει αγώνα επιβίωσης για μια και πλέον δεκαετία και όχι για τις «ζόμπι». Ετσι, φαίνεται να υπάρχει μια διάσταση απόψεων μεταξύ τραπεζών και επιχειρήσεων για το τι σημαίνει τελικά «βιωσιμότητα».
Πώς κινούνται οι τράπεζες για το Ταμείο Ανάκαμψης
Ο CEO της Εθνικής τράπεζας κ. Παύλος Μυλωνάς, σε ενημερωτική εκδήλωση της τράπεζας για το Ταμείο Ανάκαμψης είπε ότι οι τράπεζες δεν πρέπει να κρίνουν τη βιωσιμότητα βάσει των προηγούμενων ετών της κρίσης, αλλά βάσει της μεγάλης ανάπτυξης της οικονομίας, η οποία έρχεται. «Αυτό ισχύει για την Εθνική Τράπεζα, δηλαδή αξιολογούμε με φακό που βλέπει το μέλλον». ανέφερε χαρακτηριστικά, δίνοντας τον τόνο της επόμενης μέρας.
Πολλοί είναι εκείνοι που εκτιμούν με βεβαιότητα ότι λόγω της μεγάλης ανάπτυξης της ελληνική οικονομίας τα επόμενα χρόνια – ο CEO της Εurobank, κ. Φωκίων Καραβίας, την εκτιμά στο 3,5%-4% σε ετήσια βάση την επόμενη πενταετία – σε συνδυασμό με τα μέτρα της κυβέρνησης (πχ. μείωση φορολογίας) θα μεγαλώσει σημαντικά την περίμετρο των βιώσιμων επιχειρήσεων που μπορούν να δανειοδοτηθούν.
Για τον πρόεδρο της Τράπεζας Πειραιώς και της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών κ. Γιώργο Χαντζηνικολάου η μεγάλη πρόκληση για το τραπεζικό σύστημα αλλά και το Δημόσιο είναι να συνδράμουν έναν μεγάλο αριθμό μικρομεσαίων επιχειρήσεων που έχουν πληγεί από τη δεκαετή κρίση και την πανδημία και δυσκολεύονται να αναποκριθούν στα κριτήρια του Ταμείου. Στο πλαίσιο αυτό, είπε πως οι τράπεζες καταβάλλουν προσπάθειες για να διευρυνθεί ο αριθμός των επιλέξιμων εταιρειών, ενθαρρύνοντας εξαγορές και συγχωνεύσεις, παρέχοντας συμβουλευτικές υπηρεσίες για την εξυγίανση του ισολογισμού, τη βελτίωση της διακυβέρνησης και την κατάρτιση ενός αξιόπιστου business plan.
«O υψηλός ρυθμός ανάπτυξης θα ενισχύσει και τις προοπτικές των εταιρειών αυτών να βελτιώσουν την εικόνα τους και να επωφεληθούν από τις ευκαιρίες που υπάρχουν», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Φαίνεται ωστόσο ότι υπάρχει ένα κρίσιμο μεταβατικό διάστημα για τις μικρομεσαίες, το οποίο ουσιαστικά ξεκινάει με την απόσυρση των κρατικών μέτρων στήριξης και εκτείνεται μέχρι να καταστούν βιώσιμες.
Μία στις τρεις ΜμΕ δεν γνωρίζει για το Ταμείο Ανάκαμψης
Ένα άλλο στοιχείο που αναδεικνύεται από τη δημόσια συζήτηση περι χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και του Ταμείου Ανάκαμψης είναι αυτό της ενημέρωσης. Μελέτη της Εθνικής τράπεζας κατέδειξε το 1/3 των ΜμΕ δεν γνωρίζει για το Ταμείο Ανάκαμψης, ενώ από τις υπόλοιπες τα 2/3 θέλουν πληροφόρηση για να σχηματοποιήσουν τα επενδυτικά τους σχέδιο.
Αυτό ωστόσο δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα στην γειτονική Ιταλία – που έχει τους περισσότερους δικαιούχους των κονδυλίων του προγράμματος Νext Generation- , τρεις στους δέκα Ιταλούς επιχειρηματίες δεν έχουν καθόλου ή έχουν ελάχιστη ιδέα τι σημαίνει το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Η έρευνα αφορούσε 900 Ιταλούς διευθυντές και επιχειρηματίες. Οι μικρές εταιρείες, που αποτελούν σημαντικό ποσοστό του μεταποιητικού τομέα της χώρας, βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό στο σκοτάδι, εξήγησαν οι ερευνητές.
«Δεν πιστεύουν ότι μπορούν να εμπλακούν στη διαδικασία», πρόσθεσαν, υπογραμμίζοντας τη σημασία της κατεύθυνσης της επικοινωνίας χωρίς αποκλεισμούς προς τους ιδιοκτήτες μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, αναφέρει το euroactiv.
Aντίθετα, οι επιχειρηματίες μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων έχουν μεγαλύτερη επίγνωση των ευκαιριών που έρχονται με το κυβερνητικό σχέδιο ανάκαμψης. Μεταξύ αυτών, το 93% δήλωσε ότι θα κατευθύνει τις επενδύσεις του στην ενεργειακή απόδοση, ενώ το 87% δήλωσε ότι θα στραφεί στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ως προτεραιότητα και το 77% επιβεβαίωσε το ενδιαφέρον του για τον εκσυγχρονισμό των βιομηχανικών συστημάτων διαχείρισης αποβλήτων.
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη το έλλειμμα ενημέρωσης όχι μόνο για το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά σχεδόν για το σύνολο των προγραμμάτων, όπως για παράδειγμα των ΕΣΠΑ με αποτέλεσμα μικρές επιχειρήσεις που δεν έχουν τη δυνατότητα πρόσληψης συμβούλων να χάνονται μπροστά σε ένα κυκεώνα υποπρογραμμάτων και προκηρύξεων. Και αυτό, το πρόβλημα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί κεντρικά και σε επίπεδο Ε.Ε.