Αφορά : Εργαζόμενος σε καθεστώς πλήρους ανεργίας – Παροχές ανεργίας – Εργαζόμενος που κατοικεί και ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο αρμόδιο κράτος μέλος – Μεταφορά της κατοικίας του σε άλλο κράτος μέλος – Πρόσωπο που δεν ασκεί πράγματι μισθωτή δραστηριότητα στο αρμόδιο κράτος μέλος προτού καταστεί πλήρως άνεργος – Πρόσωπο ευρισκόμενο σε αναρρωτική άδεια, στο οποίο χορηγούνται για τον λόγο αυτόν παροχές ασθενείας από το αρμόδιο κράτος μέλος – Άσκηση μισθωτής δραστηριότητας – Συγκρίσιμες από νομικής απόψεως καταστάσεις
Υπόθεση C‑285/20
Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 65, παράγραφοι 2 και 5 – Πεδίο εφαρμογής – Εργαζόμενος σε καθεστώς πλήρους ανεργίας – Παροχές ανεργίας – Εργαζόμενος που κατοικεί και ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο αρμόδιο κράτος μέλος – Μεταφορά της κατοικίας του σε άλλο κράτος μέλος – Πρόσωπο που δεν ασκεί πράγματι μισθωτή δραστηριότητα στο αρμόδιο κράτος μέλος προτού καταστεί πλήρως άνεργος – Πρόσωπο ευρισκόμενο σε αναρρωτική άδεια, στο οποίο χορηγούνται για τον λόγο αυτόν παροχές ασθενείας από το αρμόδιο κράτος μέλος – Άσκηση μισθωτής δραστηριότητας – Συγκρίσιμες από νομικής απόψεως καταστάσεις
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα) της 30ής Σεπτεμβρίου 2021 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 65, παράγραφοι 2 και 5 – Πεδίο εφαρμογής – Εργαζόμενος σε καθεστώς πλήρους ανεργίας – Παροχές ανεργίας – Εργαζόμενος που κατοικεί και ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο αρμόδιο κράτος μέλος – Μεταφορά της κατοικίας του σε άλλο κράτος μέλος – Πρόσωπο που δεν ασκεί πράγματι μισθωτή δραστηριότητα στο αρμόδιο κράτος μέλος προτού καταστεί πλήρως άνεργος – Πρόσωπο ευρισκόμενο σε αναρρωτική άδεια, στο οποίο χορηγούνται για τον λόγο αυτόν παροχές ασθενείας από το αρμόδιο κράτος μέλος – Άσκηση μισθωτής δραστηριότητας – Συγκρίσιμες από νομικής απόψεως καταστάσεις»
Στην υπόθεση C‑285/20,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Centrale Raad van Beroep (εφετείο αρμόδιο για υποθέσεις κοινωνικής ασφάλισης και δημοσιοϋπαλληλικές υποθέσεις, Κάτω Χώρες) με απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Ιουνίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης
K
κατά
Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen (Uwv),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),
συγκείμενο από τους N. Wahl, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen (εισηγητή) και L. S. Rossi, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– το Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen (Uwv), εκπροσωπούμενο από την M. Mollee,
– η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman και C. S. Schillemans,
– η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, J. Vláčil και J. Pavliš,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον D. Martin και την F. van Schaik,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 65, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) 465/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012 (ΕΕ 2012, L 149, σ. 4) (στο εξής: κανονισμός 883/2004).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του K και του Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen (Uwv) (διοικητικού συμβουλίου του φορέα κοινωνικής ασφάλισης μισθωτών εργαζομένων, Κάτω Χώρες) (στο εξής: φορέας κοινωνικής ασφάλισης μισθωτών εργαζομένων) σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να καταβάλει στον πρώτο παροχές ανεργίας μετά το πέρας περιόδου διακοπής εργασίας σε κράτος μέλος διαφορετικό από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Κ λάμβανε από το εν λόγω διαφορετικό κράτος μέλος παροχές ασθένειας.
Το νομικό πλαίσιο
3 Στις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 45 του κανονισμού 883/2004 αναφέρονται τα εξής:
«(4) Είναι ανάγκη να γίνουν σεβαστά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εθνικών νομοθεσιών κοινωνικής ασφάλειας και να εκπονηθεί απλώς ένα σύστημα συντονισμού.
[…]
(45) Δεδομένου ότι ο στόχος της προβλεπόμενης δράσης, εν άλλοις, μέτρα συντονισμού προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων μπορεί να ασκείται αποτελεσματικά, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται, συνεπώς, λόγω του μεγέθους και των αποτελεσμάτων της εν λόγω δράσης, να επιτευχθεί καλλίτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία ορίζεται επίσης στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.»
4 Το άρθρο 1 του κανονισμού 883/2004, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:
«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:
α) “μισθωτή δραστηριότητα”: η δραστηριότητα ή η ισοδύναμη κατάσταση την οποία θεωρεί ως τέτοια η νομοθεσία κοινωνικής ασφάλειας του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η εν λόγω δραστηριότητα ή υφίσταται η ισοδύναμη κατάσταση·
[…]
στ) “μεθοριακός εργαζόμενος”: το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε ένα κράτος μέλος και κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος, όπου επιστρέφει, κατά κανόνα, κάθε ημέρα ή τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα·
[…]
ι) “κατοικία”: ο τόπος στον οποίο διαμένει συνήθως ένα πρόσωπο·
[…]
ιε) “αρμόδιος φορέας”:
i) ο φορέας στον οποίο είναι ασφαλισμένος ο ενδιαφερόμενος κατά τον χρόνο της αίτησης για παροχή,
ή
ii) ο φορέας από τον οποίο ο ενδιαφερόμενος δικαιούται ή θα δικαιούταν παροχές, εάν ο ίδιος, μέλος ή μέλη της οικογένειάς του κατοικούσαν στο κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται ο φορέας αυτός,
ή
iii) ο φορέας τον οποίο έχει ορίσει η αρμόδια αρχή του ενδιαφερομένου κράτους μέλους,
[…]
ιθ) “αρμόδιο κράτος μέλος”: το κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται ο αρμόδιος φορέας·
[…]».
5 Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Προσωπικό πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στους υπηκόους κράτους μέλους, τους ανιθαγενείς και τους πρόσφυγες που κατοικούν σε κράτος μέλος και υπάγονται ή είχαν υπαχθεί στη νομοθεσία ενός ή περισσότερων κρατών μελών καθώς και στα μέλη της οικογένειάς τους και στους επιζώντες τους.»
6 Ο τίτλος II του εν λόγω κανονισμού, ο οποίος επιγράφεται «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας», περιλαμβάνει τα άρθρα 11 έως 16.
7 Το άρθρο 11 του κανονισμού 883/2004, το οποίο τιτλοφορείται «Γενικοί κανόνες», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:
«Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος τίτλου, τα πρόσωπα που λαμβάνουν παροχές σε χρήμα λόγω ή συνεπεία μισθωτής ή μη μισθωτής τους δραστηριότητας, θεωρούνται ότι ασκούν τη δραστηριότητα αυτή. Τούτο δεν ισχύει για συντάξεις αναπηρίας, γήρατος ή επιζώντων ούτε για συντάξεις λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας ούτε για παροχές ασθένειας σε χρήμα που καλύπτουν περίθαλψη απεριορίστου διαρκείας.»
8 Ο τίτλος III του κανονισμού αυτού, ο οποίος επιγράφεται «Ειδικές διατάξεις σχετικά με τις διάφορες κατηγορίες παροχών», προβλέπει στο κεφάλαιό του 6, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 61 έως 65α του εν λόγω κανονισμού, τους κανόνες σχετικά με τις παροχές ανεργίας.
9 Το άρθρο 65 του κανονισμού 883/2004, το οποίο φέρει τον τίτλο «Άνεργοι οι οποίοι κατοικούν σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο», ορίζει στις παραγράφους 2 και 5 τα εξής:
«2. Ο πλήρως άνεργος ο οποίος, κατά την τελευταία μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητά του, κατοικούσε σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο και ο οποίος εξακολουθεί να κατοικεί ή επιστρέφει σε αυτό το κράτος μέλος, πρέπει να τίθεται στη διάθεση των υπηρεσιών απασχόλησης του κράτους μέλους κατοικίας. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 64, ο πλήρως άνεργος μπορεί, συμπληρωματικά, να τίθεται στη διάθεση των υπηρεσιών απασχόλησης του κράτους μέλους στο οποίο άσκησε την τελευταία μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητά του.
Ένας άνεργος, ο οποίος δεν είναι μεθοριακός εργαζόμενος και ο οποίος δεν επιστρέφει στο κράτος μέλος κατοικίας του, τίθεται στη διάθεση των υπηρεσιών απασχόλησης του κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου υπαγόταν τελευταία.
[…]
5. α) Ο άνεργος που αναφέρεται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 λαμβάνει παροχές σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας, ως εάν να υπαγόταν σε αυτή τη νομοθεσία κατά την τελευταία του μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα. Οι παροχές αυτές χορηγούνται από τον φορέα του τόπου κατοικίας.
β) Ωστόσο, ο εργαζόμενος που δεν είναι μεθοριακός εργαζόμενος και ο οποίος έλαβε παροχές εις βάρος του αρμόδιου φορέα του κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου υπαγόταν τελευταία, λαμβάνει κατ’ αρχάς, μόλις επιστρέψει στο κράτος μέλος κατοικίας του, παροχές σύμφωνα με το άρθρο 64, ενώ η χορήγηση των παροχών σύμφωνα με το στοιχείο α) αναστέλλεται για το διάστημα κατά το οποίο ο άνεργος λαμβάνει παροχές δυνάμει της νομοθεσίας στην οποία υπαγόταν τελευταία.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
10 Ο προσφεύγων της κύριας δίκης εγκατέλειψε την Τουρκία για να εγκατασταθεί στις Κάτω Χώρες το 1979 και εργάστηκε εκεί για διάφορους εργοδότες μέχρι το 2015.
11 Από το 2005, ο προσφεύγων της κύριας δίκης κατοικεί με την οικογένειά του στη Γερμανία.
12 Την 1η Μαΐου 2015 προσελήφθη από Γερμανό εργοδότη και παρείχε σε αυτόν την εργασία του στη Γερμανία.
13 Στις 24 Αυγούστου 2015 ο προσφεύγων της κύριας δίκης έλαβε αναρρωτική άδεια και από την ημερομηνία αυτή δεν ασκεί πλέον πράγματι τη δραστηριότητά του.
14 Αρχικώς, συνέχισε να εισπράττει τον μισθό του και, στη συνέχεια, από τις 14 Οκτωβρίου 2015 άρχισε να λαμβάνει παροχή ασθενείας στη Γερμανία.
15 Στις 2 Φεβρουαρίου 2016 ο προσφεύγων της κύριας δίκης μετακόμισε στην κατοικία του αδελφού του στις Κάτω Χώρες και ζήτησε τη διαγραφή του από το δημοτολόγιο στη Γερμανία.
16 Στις 15 Φεβρουαρίου 2016 ο εργοδότης του στη Γερμανία κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του.
17 Στις 16 Φεβρουαρίου 2016 ο προσφεύγων της κύριας δίκης υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση σε νοσοκομείο της Γερμανίας, όπου και νοσηλεύθηκε έως τις 19 Φεβρουαρίου 2016.
18 Στις 4 Μαρτίου 2016 ο προσφεύγων της κύριας δίκης εγγράφηκε στο δημοτολόγιο στις Κάτω Χώρες, ως διαμένων στη διεύθυνση του αδελφού του.
19 Στις 15 Μαρτίου 2016 τέθηκε σε ισχύ η καταγγελία της σύμβασης εργασίας μεταξύ του προσφεύγοντος της κύριας δίκης και του εργοδότη του στη Γερμανία.
20 Στις 4 Απριλίου 2016 ο αρμόδιος γερμανικός φορέας έκρινε ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης ήταν εκ νέου ικανός να παράσχει εργασία προσαρμοσμένη στην κατάσταση της υγείας του και διέκοψε, ως εκ τούτου, την καταβολή της παροχής ασθενείας.
21 Στις 22 Απριλίου 2016 ο προσφεύγων της κύριας δίκης υπέβαλε στον φορέα κοινωνικής ασφάλισης μισθωτών εργαζομένων αίτηση να του χορηγηθεί παροχή ανεργίας από τις 4 Απριλίου 2016.
22 Με απόφαση της 7ης Ιουλίου 2016, ο φορέας κοινωνικής ασφάλισης μισθωτών εργαζομένων έκρινε εαυτόν αναρμόδιο να αποφανθεί σχετικά με το δικαίωμα του προσφεύγοντος της κύριας δίκης επί των παροχών ανεργίας.
23 Ο προσφεύγων της κύριας δίκης υπέβαλε κατά της απόφασης αυτής διοικητική ένσταση, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του φορέα κοινωνικής ασφάλισης μισθωτών εργαζομένων της 14ης Σεπτεμβρίου 2016. Ο τελευταίος επανέλαβε τη θέση του ότι δεν έχει την εξουσία να αποφανθεί επί της αιτήσεως του ενδιαφερομένου να του χορηγηθεί παροχή ανεργίας. Κατά τον ίδιο, δε, το αρμόδιο συναφώς κράτος μέλος είναι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ως τελευταίο κράτος απασχόλησης, καθόσον, μέχρι τις 24 Αυγούστου 2015, ο προσφεύγων της κύριας δίκης ασκούσε πράγματι μισθωτή δραστηριότητα στη Γερμανία και δεν ήταν μεθοριακός εργαζόμενος.
24 Ο προσφεύγων της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του rechtbank Overijssel (πρωτοδικείου Overijssel, Κάτω Χώρες), το οποίο την απέρριψε ως αβάσιμη. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι ορθώς ο φορέας κοινωνικής ασφάλισης μισθωτών εργαζομένων είχε αποφανθεί ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης δεν ήταν μεθοριακός εργαζόμενος και δεν είχε δικαίωμα σε παροχή ανεργίας στις Κάτω Χώρες βάσει του άρθρου 65 του κανονισμού 883/2004.
25 Το αιτούν δικαστήριο, το οποίο επελήφθη της έφεσης κατά της απόφασης του rechtbank Overijssel (πρωτοδικείου Overijssel), επισημαίνει ότι οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το αν ο προσφεύγων της κύριας δίκης μπορεί να αξιώσει παροχή ανεργίας στις Κάτω Χώρες δυνάμει του άρθρου 65, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 883/2004.
26 Το ίδιο δικαστήριο υπογραμμίζει συναφώς ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης κατοικούσε και εργαζόταν στη Γερμανία και ότι, από τις 14 Οκτωβρίου 2015, είχε διακόψει την επαγγελματική του δραστηριότητα και λάμβανε παροχές ασθενείας στη Γερμανία, ενώ από τις 4 Απριλίου 2016 κατέστη πλήρως άνεργος. Εφόσον όμως ο προσφεύγων της κύριας δίκης μετέφερε την κατοικία του στις Κάτω Χώρες στις 2 Φεβρουαρίου 2016, από την ημερομηνία αυτή κατοικεί σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο κράτος μέλος, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχεία ιζʹ και ιθʹ, του κανονισμού 883/2004, ήτοι τη Γερμανία.
27 Κατά το αιτούν δικαστήριο, στη διαφορά της κύριας δίκης τίθεται το ερώτημα αν το άρθρο 65, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 883/2004 έχει εφαρμογή σε περίπτωση στην οποία ο ενδιαφερόμενος, προτού καταστεί πλήρως άνεργος, δεν ασκούσε στην πραγματικότητα τη μισθωτή δραστηριότητά του στο αρμόδιο κράτος μέλος, αλλά βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια και λάμβανε για τον λόγο αυτόν παροχή ασθενείας από το εν λόγω κράτος μέλος.
28 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι μια τέτοια κατάσταση πρέπει να θεωρηθεί συγκρίσιμη, από νομικής απόψεως, με την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας και ότι, ως εκ τούτου, στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση. Επισημαίνει συναφώς ότι το άρθρο 11 του κανονισμού 883/2004, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο ΙΙ του κανονισμού αυτού, εξομοιώνει τη λήψη παροχής ασθενείας με την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας και θεωρεί ότι η εξομοίωση αυτή ισχύει και για τους σκοπούς του άρθρου 65, παράγραφοι 2 και 5, του εν λόγω κανονισμού. Στηρίζει, δε, τη συλλογιστική του στο γεγονός ότι η ερμηνεία της έννοιας «άσκηση μισθωτής δραστηριότητας» πρέπει να είναι η ίδια στις διατάξεις των διάφορων τίτλων του ίδιου κανονισμού, προκειμένου να χαρακτηρίζεται από λογική και συνοχή.
29 Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει ότι έχει εφαρμογή εν προκειμένω η νομολογία που διαμόρφωσε το Δικαστήριο στο πλαίσιο του άρθρου 71, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 1408/71), το οποίο προηγήθηκε του άρθρου 65 του κανονισμού 883/2004 (αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 1994, Maitland Toosey, C‑287/92, EU:C:1994:27, σκέψη 13, και της 29ης Ιουνίου 1995, van Gestel, C‑454/93, EU:C:1995:205, σκέψεις 13, 20 και 24).
30 Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία αυτή, το μόνο κρίσιμο στοιχείο για την εφαρμογή του άρθρου 71, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του κανονισμού 1408/71 είναι η μόνιμη διαμονή του ενδιαφερομένου σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στη νομοθεσία του οποίου υπαγόταν αυτός κατά τη διάρκεια της τελευταίας του απασχόλησης. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή στην περίπτωση προσώπου του οποίου η σχέση εργασίας διατηρείται βάσει άδειας και το οποίο, επομένως, δεν ασκεί πράγματι τη δραστηριότητά του (απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, Bergemann, 236/87, EU:C:1988:443). Το αιτούν δικαστήριο συνάγει εξ αυτού ότι το άρθρο 65 του κανονισμού 883/2004 καλύπτει όχι μόνον την πραγματική άσκηση της τελευταίας μισθωτής δραστηριότητας, αλλά και την περίπτωση στην οποία ο ενδιαφερόμενος δεν ασκεί πράγματι τη δραστηριότητά του. Επιπλέον, το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι δεν ασκούν επιρροή στην υπόθεση οι λόγοι για τους οποίους ο ενδιαφερόμενος μετέφερε την κατοικία του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο.
31 Κατά το αιτούν δικαστήριο, η ερμηνεία αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 71, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του κανονισμού 1408/71 πρέπει να ερμηνεύεται στενά προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αποτρέπονται οι καταχρήσεις (απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1977, Di Paolo, 76/76, EU:C:1977:32, σκέψη 13). Εξάλλου, μια τέτοια ερμηνεία συνάδει και προς τον σκοπό της διάταξης αυτής, ο οποίος είναι να εξασφαλίσει στον διακινούμενο εργαζόμενο το ευεργέτημα των παροχών ανεργίας υπό τις ευνοϊκότερες συνθήκες για την αναζήτηση νέας θέσης εργασίας (αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, Bergemann, 236/87, EU:C:1988:443, σκέψεις 18 και 20, και της 29ης Ιουνίου 1995, van Gestel, C‑454/93, EU:C:1995:205, σκέψη 20). Πράγματι, οι δεσμοί με το κράτος μέλος κατοικίας παρέχουν κατ’ αρχήν στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο τις καλύτερες δυνατές ευκαιρίες για επαγγελματική επανένταξη στο κράτος αυτό.
32 Θεωρώντας ότι στην υπόθεση τίθενται ζητήματα για την ορθή επίλυση των οποίων εξακολουθούν να υπάρχουν εύλογες αμφιβολίες, το Centrale Raad van Beroep (εφετείο αρμόδιο για υποθέσεις κοινωνικής ασφάλισης και δημοσιοϋπαλληλικές υποθέσεις, Κάτω Χώρες) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει το άρθρο 65, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού […] 883/2004 την έννοια ότι ο πλήρως άνεργος, ο οποίος μετέφερε τον τόπο κατοικίας του σε άλλο κράτος μέλος ενόσω ακόμη λάμβανε παροχές κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού στο αρμόδιο κράτος μέλος ή/και πριν από τη λήξη της σχέσεως εξαρτημένης εργασίας του, έχει δικαίωμα σε επίδομα ανεργίας σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο διαμένει;
2) Ασκούν επιρροή συναφώς οι λόγοι, επί παραδείγματι οικογενειακής φύσεως, για τους οποίους ο πλήρως άνεργος μετέφερε τον τόπο κατοικίας του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
33 Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 65, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004 προβλέπει ότι ο πλήρως άνεργος ο οποίος, κατά την τελευταία μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητά του, κατοικούσε σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο και ο οποίος εξακολουθεί να κατοικεί ή επιστρέφει σε αυτό το κράτος μέλος, πρέπει να τίθεται στη διάθεση των υπηρεσιών απασχόλησης του κράτους μέλους κατοικίας.
34 Το άρθρο 65, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ειδικότερα ότι ο άνεργος στον οποίον αναφέρονται το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 λαμβάνει παροχές σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας, ως εάν να υπαγόταν σε αυτή τη νομοθεσία κατά την τελευταία του μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα. Οι παροχές αυτές χορηγούνται από τον φορέα του τόπου κατοικίας.
35 Στην προκειμένη περίπτωση, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι με το πρώτο ερώτημα τίθεται κατ’ ουσίαν το ζήτημα αν το άρθρο 65, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση στην οποία ο ενδιαφερόμενος, προτού καταστεί πλήρως άνεργος, κατοικούσε σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος μέλος και δεν ασκούσε πράγματι μισθωτή δραστηριότητα, αλλά βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια και λάμβανε για τον λόγο αυτόν παροχές ασθενείας.
36 Επομένως, για να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει να εξακριβωθεί αν η φράση «κατά την τελευταία μισθωτή δραστηριότητά του» του άρθρου 65, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 883/2004 αφορά αποκλειστικά την πραγματική άσκηση μισθωτής δραστηριότητας από τον ενδιαφερόμενο στο αρμόδιο κράτος μέλος ή και την περίπτωση στην οποία το πρόσωπο αυτό δεν ασκεί πράγματι μισθωτή δραστηριότητα, αλλά λαμβάνει παροχές ασθενείας από το εν λόγω κράτος μέλος.
37 Διαπιστώνεται συναφώς ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν το αιτούν δικαστήριο, καθώς και η Τσεχική και η Πολωνική Κυβέρνηση, το άρθρο 65, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 883/2004, όπως περιλαμβάνεται στον τίτλο III του κανονισμού αυτού, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 11, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, καθόσον από το γράμμα της τελευταίας αυτής διάταξης, όπως παρατίθεται στη σκέψη 7 της παρούσας απόφασης, προκύπτει ρητώς ότι η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται για τους σκοπούς του τίτλου II του ίδιου κανονισμού.
38 Αντιθέτως, η φράση «κατά την τελευταία του μισθωτή δραστηριότητα» του άρθρου 65, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 883/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού. Πράγματι, η διάταξη αυτή ορίζει την έννοια της «μισθωτής δραστηριότητας», για τους σκοπούς του εν λόγω κανονισμού, ως τη «δραστηριότητα ή [την] ισοδύναμη κατάσταση την οποία θεωρεί ως τέτοια η νομοθεσία κοινωνικής ασφάλειας του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η εν λόγω δραστηριότητα ή υφίσταται η ισοδύναμη κατάσταση».
39 Επομένως, η κατάσταση στην οποία ο ενδιαφερόμενος δεν ασκεί πράγματι μισθωτή δραστηριότητα στο αρμόδιο κράτος μέλος, αλλά βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια και λαμβάνει, για τον λόγο αυτόν, παροχές ασθενείας από το κράτος μέλος αυτό, μπορεί να θεωρηθεί ως κατάσταση συγκρίσιμη από νομικής απόψεως με εκείνη προσώπου που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα και, ως εκ τούτου, να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 65, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 883/2004, εφόσον η λήψη τέτοιων παροχών εξομοιώνεται με την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του αρμόδιου κράτους μέλους.
40 Κατά συνέπεια, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 65, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση στην οποία ο ενδιαφερόμενος, προτού καταστεί πλήρως άνεργος, κατοικούσε σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος μέλος και δεν ασκούσε πράγματι μισθωτή δραστηριότητα, αλλά βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια και λάμβανε για τον λόγο αυτόν παροχές ασθενείας από το αρμόδιο κράτος μέλος, υπό την επιφύλαξη, πάντως, ότι η λήψη τέτοιων παροχών εξομοιώνεται με την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας από το εθνικό δίκαιο του αρμόδιου κράτους μέλους.
Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος
41 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 65, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι οι λόγοι, μεταξύ άλλων και οικογενειακής φύσεως, για τους οποίους ο ενδιαφερόμενος μετέφερε την κατοικία του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος μέλος ασκούν επιρροή για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.
42 Επισημαίνεται ότι από το γράμμα της εν λόγω διάταξης, όπως παρατέθηκε στις σκέψεις 33 και 34 της παρούσας απόφασης, δεν προκύπτει ότι οι λόγοι μεταφοράς της κατοικίας του ενδιαφερομένου έχουν συναφώς κάποια σημασία. Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι σκοπός του κανονισμού 883/2004, κατά τις αιτιολογικές του σκέψεις 4 και 45, είναι ο συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης που ισχύουν στα κράτη μέλη, προκειμένου να διασφαλιστεί η πραγματική άσκηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Με τον κανονισμό αυτόν εκσυγχρονίστηκαν και απλοποιήθηκαν οι κανόνες που περιλαμβάνονται στον κανονισμό 1408/71, ενώ διατηρήθηκε παράλληλα ο ίδιος σκοπός με εκείνον που είχε και ο κανονισμός 1408/71 (απόφαση της 21ης Μαρτίου 2018, Klein Schiphorst, C‑551/16, EU:C:2018:200, σκέψη 31).
43 Από πάγια νομολογία που έχει καθιερωθεί στο πλαίσιο του άρθρου 71 του κανονισμού 1408/71, η οποία, υπό το πρίσμα των ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι ισχύει και σε σχέση με το άρθρο 65 του κανονισμού 883/2004, καθόσον η διάταξη αυτή αντικατέστησε το εν λόγω άρθρο 71, προκύπτει ότι το άρθρο αυτό σκοπεί να δημιουργήσει για τους ανέργους που κατοικούν σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος μέλος τις ευνοϊκότερες για την αναζήτηση νέας απασχολήσεως προϋποθέσεις (αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, Bergemann, 236/87, EU:C:1988:443, σκέψη 18, της 8ης Ιουλίου 1992, Knoch, C‑102/91, EU:C:1992:303, σκέψη 14, και της 29ης Ιουνίου 1995, van Gestel, C‑454/93, EU:C:1995:205, σκέψη 20).
44 Επομένως, αν το άρθρο 65, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 883/2004 ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται μόνον στα πρόσωπα που έχουν μεταφέρει την κατοικία τους για συγκεκριμένους λόγους, όπως οι οικογενειακοί, το πεδίο εφαρμογής του θα περιοριζόταν και θα καθίστατο, συνεπώς, δυσχερέστερη για τους ενδιαφερομένους η αναζήτηση εργασίας στο κράτος μέλος κατοικίας, όπου τεκμαίρεται ότι συντρέχουν ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για την αναζήτηση νέας εργασίας, πολλώ δε μάλλον επειδή μια τέτοια μεταφορά μπορεί να οφείλεται γενικώς σε διάφορους λόγους. Επομένως, μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν αντίθετη προς τον σκοπό που επιδιώκει η εν λόγω διάταξη.
45 Κατά συνέπεια, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 65, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι οι λόγοι, μεταξύ άλλων και οικογενειακής φύσεως, για τους οποίους ο ενδιαφερόμενος μετέφερε την κατοικία του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος μέλος δεν επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.
Επί των δικαστικών εξόδων
46 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 65, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό (ΕΕ) 465/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση στην οποία ο ενδιαφερόμενος, προτού καταστεί πλήρως άνεργος, κατοικούσε σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος μέλος και δεν ασκούσε πράγματι μισθωτή δραστηριότητα, αλλά βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια και λάμβανε για τον λόγο αυτόν παροχές ασθενείας από το αρμόδιο κράτος μέλος, υπό την επιφύλαξη, πάντως, ότι η λήψη τέτοιων παροχών εξομοιώνεται με την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας από το εθνικό δίκαιο του αρμόδιου κράτους μέλους.
2) Το άρθρο 65, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 883/2004, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 465/2012, έχει την έννοια ότι οι λόγοι, μεταξύ άλλων και οικογενειακής φύσεως, για τους οποίους ο ενδιαφερόμενος μετέφερε την κατοικία του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος μέλος δεν επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.
(υπογραφές)