Ο Κλάους Ρέγκλινγκ θέτει το πλαίσιο των συζητήσεων για την αναθεώρηση των κανόνων της Ευρωζώνης
Με τις κυβερνήσεις να έχουν να αντιμετωπίσουν μετά την άνευ προηγουμένου κρίση της πανδημίας, μία νέα κρίση- αυτή της εκτίναξης των τιμών ενέργειας, αλλά και νέων βασικών αγαθών- που τις αναγκάζει εκ νέου σε μέτρα στήριξης, η συζήτηση για τη χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων στην Ευρωζώνη έχει φουντώσει. Θεωρείται πλέον δεδομένο ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας θα αλλάξει. Σε ποιο βαθμό όμως; Ο διευθύνων σύμβουλος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) αποδέχεται για πρώτη φορά ότι πρέπει να υπάρξει αλλαγή των κανόνων – έστω και κατά το ήμισυ.
Σε συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, ο Κλάους Ρέγκλινγκ, υποστηρίζει ότι η μεταρρύθμιση των κανόνων στο πλαίσιο του Σύμφωνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης πρέπει να αφορά το επίπεδο χρέους και όχι αυτό του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Συγκεκριμένα, ο κ. Ρέγκλινγκ θεωρεί ότι ο κανόνας για έλλειμμα της τάξεως του 3% του ΑΕΠ θα πρέπει να διατηρηθεί στη δημοσιονομική πολιτική για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στον αντίποδα, ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ στο 60% που ισχύει επί του παρόντος, θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με το πώς μεταβάλλεται το οικονομικό περιβάλλον.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής του ESM, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης λειτούργησε καλύτερα από ότι είχε αρχικά προβλεθεί. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει, ο κόσμος είναι διαφορετικός σήμερα: πολλά από τα πράγματα που ήταν σωστά στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 δεν είναι απαραίτητα λειτουργικά στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον.
Για τα δημοσιονομικά ελλείματα τα οποία κατά τη διάρκεια ήταν αναπόφευκτο να επεκταθούν, ο Κλάους Ρέγκλινγκ αναφέρει ότι με τα επιτόκια σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με 30 χρόνια πριν, τα ελλείμματα αυτά δεν επιβαρύνουν τους προϋπολογισμούς των κυβερνήσεων.
«Πρέπει να υπάρχουν όρια στο χρέος και δεν πρέπει να ξεπερνούνται. Στη Γερμανία επικρατεί η άποψη ότι το δημόσιο χρέος συνιστά ένα πρόβλημα από μόνο του. Αυτό είναι λάθος. Πίσω από αυτή την άποψη βρίσκεται μια θεμελιώδης παρεξήγηση σχετικά με τις αιτίες των χαμηλών επιτοκίων που παραμένουν εδώ και χρόνια», σημειώνει.
Ενώ ήταν αναπόφευκτο ότι σχεδόν όλες οι χώρες επέκτειναν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τα επιτόκια είναι πολύ χαμηλότερα σήμερα σε σύγκριση με 30 χρόνια πριν. Τα επίπεδα χρέους είναι υψηλότερα σήμερα, χωρίς όμως να επιβαρύνουν τους προϋπολογισμούς, ξεκαθαρίζει ο Κλάους Ρέγκλινγκ.
Τα επιτόκια δεν θα παραμείνουν τόσο χαμηλά στο διηνεκές, ωστόσο θα μείνουν για καιρό ακόμη σε αυτά τα χαμηλά επίπεδα για να ελαφρύνουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες που δημιουργούνται από τις «γηρασκόμενες» υπάρχουσες επενδύσεις.
Καταλήγοντας, ο επικεφαλής του ESM, τόνισε ότι υπάρχει μεγάλη ζήτηση για ασφαλή περιουσιακά στοιχεία στις χρηματοπιστωτικές αγορές -κάτι που προέρχεται από τις αυξανόμενες αποταμιεύσεις σε όλο τον κόσμο και τους κανονισμούς που υποχρεώνουν τις τράπεζες και τις ασφαλιστικές εταιρείες να αγοράζουν τέτοιας ποιότητας περιουσιακά στοιχεία. Γι αυτό, όπως προσέθεσε, είναι μια σοφή κίνηση η Ε.Ε. να συμβάλλει στην επαρκή παροχή ασφαλών περιουσιακών στοιχείων.
Υπενθυμίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα παρουσιάσει τις προτάσεις της για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων της Ε.Ε., προς το τέλος του τρέχοντος έτους.
Από τη μεριά της η ελληνική κυβέρνηση μέσω του Γραφείου του Προϋπολογισμού έχει καταθέσει τις δικές της προτάσεις για το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Σύμφωνα με το κείμενο, οι υπάρχοντες κανόνες είναι μάλλον απίθανο να επανέλθουν ως είχαν, αφού ενδεχόμενη προσπάθεια επιστροφής στις προηγούμενες δημοσιονομικές συνθήκες θα απαιτούσε ιδιαίτερα αυστηρές περιοριστικές πολιτικές σε πολλές χώρες. Ωστόσο, αποτελεί κοινή παραδοχή ότι οι υπάρχοντες κανόνες είναι καλύτεροι από καθόλου κανόνες.
Στο πλαίσιο αυτό, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους προτείνει, μεταξύ άλλων, να εξελιχθεί το Ταμείο Ανάκαμψης σε έναν μόνιμο μηχανισμό μακροοικονομικής σταθεροποίησης και να καθοριστούν ρεαλιστικοί στόχοι για το ύψος του δημόσιου χρέους, διαφορετικοί για κάθε κράτος-μέλος, που θα λαμβάνουν υπόψη το αρχικό του ύψος, τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες, τις ευρύτερες οικονομικές συνθήκες και τις δημοσιονομικές δυνατότητες προσαρμογής.